Αν παρακολουθούσε, τις τελευταίες μέρες, κάποιος
εξωτερικός παρατηρητής τον δημόσιο διάλογο στη χώρα, θα σχημάτιζε την εντύπωση
ότι, για το θέμα των σεξουαλικών παρενοχλήσεων, έχουν συλληφθεί ο πρωθυπουργός
ως κατηγορούμενος για παιδεραστία και η υπουργός πολιτισμού, ως κατηγορούμενη
για συγκάλυψη των φρικαλέων εγκλημάτων. Και ότι στη θέση του κατήγορου
βρίσκεται η αξιωματική αντιπολίτευση - και όχι μόνο - εκπροσωπούμενη από ακραία
και ανεξέλεγκτα στελέχη της καθώς και «προβεβλημένα» έντυπά της.
Θα περίμενε κανείς ότι, μπροστά σε όσα τραγικά για την
κοινωνία ήρθαν στο φως, το πολιτικό σύστημα θα έβρισκε τη δύναμη να βάλει, για
μια έστω στιγμή, κατά μέρος την αντιπαράθεση και ότι θα προσπαθούσε να κλείσει
τη μεγάλη πληγή που παραμένει ανοιχτή επί πολλά χρόνια, μια πληγή για την οποία
πολλοί γνώριζαν και κανένας δεν τολμούσε ή δεν ήθελε να μιλήσει. Αντί γι αυτό,
οι αλληλοκατηγορίες, η αλληλοεπίρριψη των ευθυνών και τα υπονοούμενα που
εκτοξεύτηκαν δεν άφησαν κανένα περιθώριο συνεννόησης. Λες και δεν κυβέρνησαν διαδοχικά
όλοι τη χώρα, λες και μπορεί να σκέφτεται κανείς να εκμεταλλευτεί για δεύτερη
φορά τους ψυχικούς και σωματικούς βιασμούς για πολιτικές σκοπιμότητες αυτή τη
φορά. Στους πάνω ορόφους της ΓΑΔΑ κάποιοι ανοίγουν ήδη σαμπάνιες, παρέα με τους
μεγαλοδικηγόρους τους.
Είναι καιρός, έστω και την τελευταία στιγμή, να
επικρατήσει η κοινή, πολιτική και κοινωνική, λογική. Να μην χαθεί η κρίσιμη
συγκυρία για να βάλει η πολιτεία ένα θεσμικό και δημοκρατικό φραγμό στα
κακοποιά στοιχεία που προσπαθούν προσχεδιασμένα και συστηματικά να
εκμεταλλευτούν την ανάγκη νέων ανθρώπων για δουλειά, για μάθηση, για διάκριση.
Η συζήτηση στη Βουλή είναι μια μοναδική ευκαιρία να γυρίσει νέα σελίδα η
πολιτική ζωή του τόπου. Το ζήτημα δεν προσφέρεται για δημαγωγία και λαϊκισμό.
Δεν είναι ζήτημα της πολιτικής αντιπαράθεσης, όπως ο χιονιάς, η Παιδεία, ακόμα
και η πανδημία. Η κοινωνία δεν θα συγχωρήσει αυτούς που δεν θα το
συνειδητοποιήσουν έγκαιρα και έμπρακτα τις ευθύνες τους.