Κινητικότητα

Ηλίας Ευθυμιόπουλος 08 Απρ 2013

“Η νέα μνημονιακή επίθεση στους ήδη ανίσχυρους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, λόγω των τεράστιων περικοπών των θεσμοθετημένων πόρων τους και των απολύσεων, καταργεί τις κοινωνικές τους λειτουργίες και το αυτοδιοίκητο και τους μετατρέπει σε παρίες του κρατικού διοικητικού μηχανισμού. Επιπλέον, μέσα από τα ερείπια ενός αποκεντρωμένου, δυνάμει δημοκρατικού και συμμετοχικού θεσμού προωθούνται οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις έργων και υπηρεσιών, για τις οποίες εργάζεται ήδη η Γερμανική Συνέλευση”. Το κείμενο είναι από επερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή και το επέλεξα γιατί εκφράζει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο όχι μόνο τη στάση της μείζονος αντιπολίτευσης στις όποιες μεταρρυθμίσεις, αλλά και το ιδεολογικό στίγμα μιας μεγάλης μερίδας του πολιτικοκοινωνικού μορφώματος της λαϊκιστικής μεταπολίτευσης η οποία ενώ φαίνεται να κλείνει τον κύκλο της, επανέρχεται με τα ίδια συνθήματα σε διαφορετικό περιτύλιγμα. Δεν ξέρω δηλαδή πόσο διαφέρει η εποχή του περήφανου Κιλελέρ που εξέθρεψε τα μπλόκα στην Εθνική (όλα τα κιλά όλα τα λεφτά), από την σημερινή, όπου κάθε ιδέα εκσυγχρονισμού του κράτους θεωρείται ταυτόσημη με την άλωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και «κατακτήσεων» από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση και τον Γερμανικό ιμπεριαλισμό.

Γιατί είμαι σίγουρος ότι οι ερωτώντες βουλευτές δεν ασχολήθηκαν ούτε με το περιεχόμενο της αυτοδιοικητικής λειτουργίας σε συνθήκες κρίσης, ούτε με το πως αξιολογείται ο αριθμός των προσλήψεων που έγιναν σε εποχές φιλολαϊκών εκχωρήσεων του ανύπαρκτου κρατικού πλεονάσματος στην γνωστή εκλογική πελατεία. Εκτιμώ μετά βεβαιότητος ότι δεν ασχολήθηκαν – για παράδειγμα – με τα σκανδαλώδη ελλείματα του ακριτικού δήμου των 1500 υπαλλήλων των οποίων οι αθρόες προσλήψεις των προηγούμενων ετών έγιναν με κρατικά και δανεικά χρήματα διαμέσου των γνωστών αναπτυξιακών και πολιτιστικών εταιρειών, ούτε με το πως αυτά θα καλυφθούν ή δεν θα αναπαραχθούν στο μέλλον εκείνο που θα έχει επικρατήσει ο αντιμνημονιακός συνασπισμός. Αντιστοίχως, δεν είδα την αντιπρόταση για την βιωσιμότητα των άλλων μικρών ακριτικών επίσης δήμων τους οποίους ο περίφημος Καλλικράτης ανήγαγε σε αυτοτελείς οντότητες με τρεις υπαλλήλους (ούτε περίπτερο δεν λειτουργεί με τέτοιο προσωπικό) και πως τα θέματα αυτά θα ρυθμιστούν μέσα στις συνθήκες της εναλλακτικής διακυβέρνησης από τον κ. Τσίπρα, τον κ. Καμμένο και ενδεχομένως και τον ανακάμπτοντα κ. Αλαβάνο με το κόμμα της δραχμής.

Η κινητικότητα, είναι μια από τις δυνατές απαντήσεις του σημερινού κυβερνητικού συνασπισμού, ιδιαίτερα υποστηριζόμενη από τον υπουργό, τον κ. Μανιτάκη, η οποία μάλιστα έννοια παραπέμπει σε στο πολύ σωστό αξίωμα ότι ο δημόσιος υπάλληλος δεν είναι ταυτισμένος με το πόστο και τον φορέα στον οποίο έχει διοριστεί, αλλά αντίθετα είναι προορισμένος να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όπου και όπως η κεντρική διοίκηση μπορεί να το σταθμίσει. Κάτι βέβαια που βρίσκει αντίθετο και το σώμα του συντεχνιακού συνδικαλισμού, αλλά και την πλειονότητα των εργαζομένων, τουλάχιστον εκείνων των οποίων η «τοποθέτηση» ήταν συνώνυμη με την «τακτοποίηση» και για τους οποίους κάθε αλλαγή είναι αυταρχική, αντισυνταγματική και έξωθεν επιβαλλόμενη (Τρόϊκα). Εκεί που κατά τη γνώμη μου πάσχει η πρόταση της κινητικότητας, είναι ότι απαιτεί μια σχετικά μεγάλη περίοδο ωρίμανσης (κίνητρα, μετεκπαίδευση υπαλλήλων, αναδιάρθρωση των υπηρεσιών υποδοχής κτλ.) χωρίς την οποία είναι καταδικασμένη να καταγραφεί ως μια ακόμη επιταγή χωρίς αντίκρυσμα στην ιστορία ενός κράτους και μιας διοίκησης που έχουν οικοδομηθεί ακριβώς στον αντίποδα αυτής της λογικής.

Μια άλλη αδυναμία της πρότασης αυτής είναι ότι δεν απαντά στο αίτημα της συρίκνωσης του κράτους, κάτι που αποτελεί πάγιο αίτημα του μηχανισμού εποπτείας. Βέβαια, οι Βρυξέλες δεν φαίνονται επί του θέματος τόσο άκαμπτες όσο το ΔΝΤ, αφού ο εκπρόσωπος Τύπου της Κομισιόν Σάιμον Ο? Κόνορ, απαντώντας σε πρόσφατη ερώτηση δημοσιογράφων, διευκρίνισε ότι για τη δόση του Μαρτίου, ύψους 2,8 δισ. ευρώ, δεν είναι προαπαιτούμενο οι απολύσεις αλλά η κινητικότητα. Ο ίδιος ωστόσο υπενθύμισε τη σχετική πρόβλεψη του Μνημονίου, η οποία αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο απολύσεων έπειτα από έναν χρόνο παραμονής των πλεοναζόντων υπαλλήλων σε καθεστώς κινητικότητας, «αν είναι αναγκαίο», όπως είπε. Με άλλα λόγια με την τακτική “μια στο καρφί και μια στο πέταλο” η ασάφεια παρατείνεται και η αντιπαράθεση με βάση τις εκάστοτε και εκατέρωθεν ερμηνείες θυμίζει περισσότερο κλεφτοπόλεμο παρά διάθεση για ρήξη και τομές.

Αντίστοιχο φαίνεται να είναι και το κλίμα σε ότι αφορά την κατάργηση οργανισμών και φορέων του δημοσίου με μικρή ή και ελάχιστη συμμετοχή στην παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής, πράγμα βέβαια που προϋποθέτει την θέσπιση κανόνων διαφάνειας και αξιολόγηση με κριτήρια αντικειμενικά, κάτι που δεν έχει ακόμη δημοσίως καταγραφεί. Και εδώ οι αντιπαραθέσεις φαίνεται ότι διαπνέονται από υποκειμενικές εκτιμήσεις όπως διεφάνη και στη συζήτηση στη Βουλή για την κατάργηση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) ή τη συγχώνευση των 29 φορέων διαχείρισης των προστατευμένων περιοχών του ΥΠΕΚΑ. Αυτό που αιωρείται και εμμέσως καταγγέλλεται είναι ο κίνδυνος μιας διακριτικής μεταχείρισης ή/και μηχανιστικών προσεγγίσεων με θύματα εκείνους εκ των οργανισμών που έχουν μειωμένη προσβασιμότητα στα διάφορα επίπεδα εξουσίας (lobbing).

Παρά ταύτα, και προκειμένου να υπάρξει κάποια διέξοδος, η κατάργηση/συρρίκνωση/αφομοίωση φορεών του δημοσίου είναι προτιμότερη οδός από τις μαζικές απολύσεις, αφού είναι ένα μέτρο που θίγει τα κακώς κείμενα στις δομές του κράτους και δεν στοχοποιεί τους μεμονωμένους πολίτες/υπαλλήλους οι οποίοι δικαίως ή αδίκως, με ή χωρίς φαβοριτισμό βρέθηκαν εκεί που βρέθηκαν και φυσικά τους είναι αδιανόητο να αυτοχειριαστούν. Με ολόκληρη την κοινωνία στα κάγγελα και την αντιπολίτευση στα παράθυρα των πρόθυμων ΜΜΕ, με τον συνδικαλισμό των εύκολων συνθημάτων και το φόβο του πολιτικού κόστους από τη μεριά των εταίρων της τρικομματικής, είναι προφανές ότι η όποια μεταρρύθμιση πρέπει να κινηθεί μόνο στα όρια του εφικτού. Χωρίς όμως παλινδρομήσεις, υπαναχωρήσεις και υπεκφυγές. Η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει μέλλον αν δεν σπάσει αυγά. Το χειρότερο όμως είναι να απειλεί ότι θα το κάνει και στο παρά πέντε να οπισθοχωρεί. Ή να το αναβάλλει για μεταγενέστερο χρόνο, σε καλύτερες συνθήκες που δεν έρχονται ποτέ.