Θα ήθελα από την αρχή να ξεκαθαρίσω ότι η ανασυγκρότηση και ενοποίηση του προοδευτικού μεσαίου χώρου που επιχειρείται με τη δημιουργία του Κινήματος Αλλαγής, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως μία επανασύνδεση του ΠΑΣΟΚ. Αλλιώς, το όλο εγχείρημα θα είναι ευάλωτο στην κριτική του «άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς». Σκοπός πρέπει να είναι να δοθεί μια αίσθηση μετεξέλιξης του προοδευτικού μεσαίου χώρου, ενός χώρου που αδιαμφισβήτητα δέσποζε το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν είναι μόνο ΠΑΣΟΚ. Και το μεγάλο στοίχημα είναι οι συνέργειες των δυνάμεων του χώρου: να πάρει τα δυνατά σημείο από κάθε συνιστώσα του και να καλύψει τις αδυναμίες τους. Υπάρχει στο χώρο ένας πλούτος ιδεών, προτάσεων, στελεχών που πρέπει να συνδυασθούν για ένα βέλτιστο αποτέλεσμα. Το βέλτιστο αποτέλεσμα δεν μπορεί να έρθει μόνο από το ισχυρότερο συστατικό του μίγματος, γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχε η ανάγκη της σύνθεσης του μίγματος. Η πολυσυλλεκτικότητα του χώρου πρέπει να είναι και το μεγάλο του όπλο.
Για να γίνει λοιπόν το νέο εγχείρημα ελκυστικό για τον προοδευτικό ψηφοφόρο του μεσαίου χώρου πρέπει να μιλήσει μια «άλλη γλώσσα». Μακριά από στερεότυπα του παρελθόντος, μακριά από λαϊκισμούς, μακριά από συντηρητικές (ακόμα και «κεντροαριστερές») αντιστάσεις. Ένα Κίνημα Αλλαγής δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από αντίσταση στην αλλαγή ή να εννοεί την αλλαγή ως επιστροφή σε ένα θνησιγενές παρελθόν.
Είναι φανερό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ θέλουν ενόψει των εκλογών να φυγοκεντρήσουν την κοινωνία, προσπαθώντας να «λεηλατήσουν» τον μεσαίο χώρο. Με πολωτικές τακτικές βάζουν συνεχώς το δίλημμα «ή με μας ή με τους άλλους». Εκεί εντάσσεται και το κλασσικό ερώτημα που μας απευθύνουν, αν θα πάμε με τη ΝΔ ή με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι απλή: η όποια συνεργασία θα γίνει στη βάση εκλογικών αποτελεσμάτων και προγραμματικών συγκλίσεων και όχι με αγκαλιές στην εξέδρα των εκλογών ή πολύ περισσότερο με ανακοινώσεις πριν τις εκλογές. Δεν φιλοδοξούμε να είμαστε το ανταλλακτικό της εξουσίας, αλλά η μηχανή παραγωγής προοδευτικών λύσεων και προτάσεων που έχει ανάγκη η χώρα.
Για να σπάσει αυτό το κλίμα της πόλωσης, το Κίνημα Αλλαγής πρέπει να συνομιλεί -και ας μην συμφωνεί τελικά- και με την αξιωματική αντιπολίτευση αλλά και με την κυβέρνηση.Ίσες αποστάσεις λοιπόν; Οι αποστάσεις κατά τη γνώμη μου καθορίζονται από το πόσο κοντά είναι τα αντίστοιχα προγράμματα πολιτικής. Με δεδομένο όμως ότι αυτή τη στιγμή είμαστε στην αντιπολίτευση και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κυβέρνηση, αναπόφευκτα δεν μπορεί οι αποστάσεις να είναι ίσες. Δεν μπορεί όμως και η αντιπολιτευτική τακτική να είναι η μονολιθικά αρνητική του «όχι σε όλα», όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ στο παρελθόν. Δεν πρέπει να γίνουμε ΣΥΡΙΖΑ του 2014 για να αντιπαρατεθούμε με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2018. Το Κίνημα Αλλαγής πρέπει να αποτελεί σημείο αναφοράς για την πολιτική σταθερότητα στη χώρα, να είναι ο καταλύτης της ενότητας που χρειάζεται η χώρα. Και η ενότητα που όλοι επικαλούνται, δεν συνάδει με την ακραία πόλωση που καλλιεργείται από ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ με τα φιλικά τους ΜΜΕ.
Το ζητούμενο από το Κίνημα Αλλαγής δεν είναι μόνο η αντιπολιτευτική κριτική, αλλά και οι προτάσεις πολιτικής. Σε επιμέρους θέματα που απασχολούν τους πολίτες, να προτείνει λύσεις που θα δώσουν και το στίγμα για μελλοντικές συνεργασίες. Ένα Κίνημα Αλλαγής που κάθεται φοβικά στη γωνία και δεν παίρνει πρωτοβουλίες για να μην το «κακοχαρακτηρίσουν» ότι συνομιλεί με την κυβέρνηση, φοβάμαι ότι δεν είναι χρήσιμο για τη χώρα.
Μεγαλύτερος αντίπαλος και από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι τα προβλήματα της κοινωνίας και της χώρας. Προβλήματα άμεσα, που δεν μπορεί να θυσιάζουμε τη λύση τους στο όνομα μιας βουλιμικής αντιπολίτευσης ή μιας πολιτικής δευτέρας παρουσίας. Απέναντι στην κυβέρνηση μπορεί να φοράμε την κομματική φανέλα, απέναντι στα προβλήματα της χώρας, καλό είναι όλοι να φοράμε την εθνική φανέλα…