Η πολιτική έχει θεατές και αθέατες πλευρές. Επιπλέον, η διάσταση μεταξύ του «είναι» και του «φαίνεσθαι» αποδεικνύεται ισχυρή και έντονη. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται. Ενίοτε νοηματοδοτούν κάτι που δεν υφίσταται. Δεν έχει αντίκρισμα. Στην ουσία παραπλανούν. Λειτουργούν κατ’ ευφημισμόν, προσδίδοντας θετικά χαρακτηριστικά που όμως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Ο Αλέξης Τσίπρας αυτοσυστήθηκε ως εκφραστής του «νέου» που αντιστρατεύεται το «παλαιό». Στην πράξη, ωστόσο, απέχει παρασάγγας απ’ αυτό που διακηρύσσει. Τόσο οι πολιτικές του όσο και τα πρόσωπα που επιστράτευσε αποπνέουν παρελθόν.
Αντίστοιχα, ο νεότερος Καραμανλής επικράτησε στις εκλογές του 2004 με σημαία του την «επανίδρυση του κράτους». Κατά την εφαρμογή της η «έξοχη» αυτή επαγγελία είχε σαν αποτέλεσμα τη διόγκωση ενός υπερτροφικού και πελατειακού δημόσιου τομέα. Και τον συνακόλουθο δημοσιονομικό εκτροχιασμό και τη χρεοκοπία της χώρας.
Τι πρεσβεύει και τι ενσαρκώνει κάποιος στην πολιτική είναι θεμελιώδες ερώτημα. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι και πώς το εκφράζει. Κυρίως, οφείλει να αποδεικνύει συνεχώς την αντιστοιχία λόγων και έργων. Το παράδειγμα του ΚΙΝΑΛ είναι αποκαλυπτικό.
Οι δύο όροι «Κίνημα» και «Αλλαγή» που επιστρατεύθηκαν δεν αποδίδουν την πραγματικότητα. Ούτε στοιχειοθετούν ένα πολιτικό σχήμα με κινηματικά χαρακτηριστικά. Πόσω μάλλον φορέα αλλαγής. Η υπόστασή του δεν εδράζεται σε κάποιο ιδεολογικο-πολιτικό ρεύμα. Οι ιδέες και οι αντιλήψεις, οι απόψεις και οι θέσεις, οι προτάσεις και οι προσεγγίσεις του σε καμιά νέα επαγγελία δεν παραπέμπουν. Βρίθουν από κρατισμό και λαϊκισμό. Και βεβαίως ουδόλως διακρίνονται για την κεντροαριστερή τους σήμανση.
Επιπροσθέτως, στερείται αυθυπαρξίας, δομής και ταυτότητας. Είναι μια ασπόνδυλη συμπαράταξη κομμάτων, κομματιδίων και παραγόντων. Για την ακρίβεια λειτουργεί σαν ένας ιδιότυπος προσωπικός μηχανισμός της κυρίας Γεννηματά, τον οποίο και ιδιοποιείται. Τις πολιτικές που υπηρετεί τις καθορίζει μόνη της, ανάλογα με τη συγκυρία και τις στοχεύσεις της. Έτσι άλλωστε μπορεί να ερμηνευθεί και η χαμηλή απήχηση του ΚΙΝΑΛ.
Ένα αρχηγικό κόμμα ασκεί επιρροή όταν ο επικεφαλής του διαθέτει ισχυρή ηγετικότητα. Διακρίνεται για το βάθος του, καθώς και τη δυνατότητά του να ενσαρκώσει πολιτικές που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες και εκφράζουν κάποιο υπαρκτό ρεύμα. Διαφορετικά, καταλήγει μηχανοδηγός ενός ακινητοποιημένου τρένου, όπως η αρχηγός του ΚΙΝΑΛ.
Η ανασύσταση του ακρωτηριασμένου κεντροαριστερού χώρου δεν μπορεί να έχει προοπτική όταν η πρωταγωνίστριά του δεν διαθέτει την απαιτούμενη ηγετικότητα, αλλά και αντιπροσωπεύει παρωχημένες πολιτικές. Το χειρότερο δε όταν διολισθαίνει σε εθνολαϊκισμούς, κάτι που έπραξε πρόσφατα η κυρία Γεννημματά.
Υποδυόμενη την αντιμνημονιακή και με έναν φτηνό λαϊκίστικο λόγο δήλωσε ότι «οι κύριοι Τσίπρας και Μητσοτάκης τσακώνονται ποιος είναι ο πιο καλός ο μαθητής στη σχολή λιτότητας του Βερολίνου και των Βρυξελλών». Προφανώς, δεν αντιλαμβάνεται πως με τέτοια φληναφήματα το μόνο που επιτυγχάνει είναι να συντηρεί τη θλίψη και τη μελαγχολία που κυριαρχεί στις κατακερματισμένες κεντροαριστερές δυνάμεις.
Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι η αξία των πραγματικά προοδευτικών ιδεών παραμένει περισσότερο επίκαιρη σήμερα, που ο λαϊκισμός, οι αναχρονισμοί και η συντήρηση ευδοκιμούν σε σχεδόν όλους τους κομματικούς βιότοπους. Οι ετερόκλητες συμμαχίες, οι κομματικές παρασυναγωγές και οι προσωπικοί υπολογισμοί των διαφόρων εκπροσώπων της πολιτικής τάξης αποδεικνύουν τη ζωτική ανάγκη του εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος και της εναρμόνισης του με τις νέες ανάγκες και απαιτήσεις.