Αποτελεί κινδυνολογία η διατύπωση ανησυχίας για την τροπή που έχουν πάρει οι σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου με την Τουρκία; Αυτό υποστηρίχθηκε με αφορμή άρθρο του Κώστα Σημίτη στην «Καθημερινή» την περασμένη Κυριακή.
Ο πρώην πρωθυπουργός εκτιμά πως η Τουρκία θα μπορούσε να επιχειρήσει να επιβάλει δυναμικά τις απόψεις της όσον αφορά τις ΑΟΖ, εκμεταλλευόμενη τη ρευστή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα την περίοδο των εκλογών, όπως, κατά τη γνώμη του, συνέβη το 1996 με την κρίση των Ιμίων. Επίσης υπενθυμίζει πως, για τρίτους, αλλά και με βάση το διεθνές δίκαιο, το δίκιο των ελληνικών θέσεων δεν είναι όσο αυτονόητο το θέλουμε εμείς, υπάρχει «ελληνική και τουρκική άποψη». Επισημαίνει πως ούτε ο διεθνής παράγων υποστηρίζει π.χ. την επέκταση των χωρικών μας υδάτων, ούτε το Διεθνές Δικαστήριο αναγνωρίζει πάντα υφαλοκρηπίδα σε μικρά νησιά που βρίσκονται κοντά σε έναν «κύριο όγκο ξηράς». Υπενθυμίζει πως και εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε καταθέσει τις συντεταγμένες της υφαλοκρηπίδας μας στον ΟΗΕ, ενώ η κυβέρνηση της ΝΔ εγκατέλειψε ήδη το 2004 τη θέση περί προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης. Και καταλήγει πως «η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων (με την Τουρκία) μετά τις εκλογές είναι αναγκαία» και οι λύσεις που θα πρέπει να ευρεθούν δεν θα είναι «πάντα ευχάριστες». Με άλλα λόγια, εισηγείται την αναζήτηση συμβιβασμών.
Κυβερνητικά στελέχη χαρακτήρισαν το άρθρο ατυχές και κινδυνολογικό και διερωτήθηκαν γιατί δημοσιεύθηκε τώρα, σε προεκλογική περίοδο. Ο υπουργός Εξωτερικών υποστήριξε πως η Τουρκία δεν επιθυμεί θερμό επεισόδιο (αν και κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκληθεί από λάθος). Αλλά και ο Κυριάκος Μητσοτάκης διασκέδασε τους φόβους για θερμό επεισόδιο. Ενώ βέβαια οι υπερπατριώτες, δεξιάς ή «αριστερής» κοπής, γέμισαν για μια ακόμη φορά το διαδίκτυο με χυδαιότητες, ονομάζοντας τον Σημίτη «λαγό» και μειοδότη.
Είναι βέβαια εύλογο κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση να θέλουν να λειτουργούν καθησυχαστικά (όπως περίπου οι σεισμολόγοι). Ορθό είναι και πως οι Τούρκοι δεν επιθυμούν θερμό επεισόδιο. Όμως τα πράγματα είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο περίπλοκα:
Chicken game
«Λάθος» μπορεί να υπάρξει όχι μόνο από κακούς υπολογισμούς ενός πιλότου, αλλά και από κακούς υπολογισμούς κυβερνήσεων. Ελλάδα, Κύπρος και Τουρκία έχουν τελευταία επιδοθεί σε ένα «παιγνίδι του κοτόπουλου», όπου η κάθε πλευρά κάνει κινήσεις που η άλλη πλευρά θεωρεί προκλητικές, εκτιμώντας πως ο «αντίπαλος» δεν θα αντιδράσει ένοπλα. Αυτό έγινε με το τουρκικό πλοίο στην κυπριακή ΑΟΖ και βέβαια κανείς δεν το εμπόδισε, παρά τις μεγαλοστομίες περί παρέμβασης τρίτων στόλων. Ο Σημίτης γράφει πως η Τουρκία θα μπορούσε «να στείλει πλοίο σε τμήμα της υφαλοκρηπίδας που η Ελλάδα θεωρεί ελληνική, αλλά η Τουρκία τουρκική». Αυτό δεν θα σήμαινε ότι επιθυμεί πόλεμο, αλλά ότι εκτιμά πως η Ελλάδα δεν θα αντιδράσει δυναμικά.
Είναι πιθανή μια τέτοια κίνηση; Δυστυχώς, αυτή ή μια άλλη ανάλογη, δεν μπορούν να αποκλειστούν. Όχι επειδή οι Τούρκοι τις έχουν προαναγγείλει επανειλημμένα, αλλά και επειδή η ηγεσία στην Άγκυρα είναι εξαιρετικά απρόβλεπτη και συχνά τυχοδιωκτική. Τα έντονα εσωτερικά και εξωτερικά της προβλήματα δεν την οδηγούν υποχρεωτικά στην παράλυση, όπως αφρόνως υποστηρίζουν οι δικοί μας εθνικιστές, αλλά ενδεχομένως και σε σπασμωδικές κινήσεις για εσωτερική ή άλλη κατανάλωση. Επίσης, μπορεί μεν στη σημερινή συγκυρία Τραμπ και Ερντογάν να συγκρούονται και ο πρώτος να παίζει και το ελληνικό και κυπριακό «χαρτί», η αναξιοπιστία όμως του αμερικανού προέδρου είναι απαράμιλλη και τα μονιμότερα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή κάθε άλλο παρά κλίνουν μονοσήμαντα υπέρ της Ελλάδας.
Ποια μπορεί να είναι η ελληνική στάση για να μη φθάσουμε εκεί; Προφανώς και η μέριμνα για την ικανότητα αποτροπής, πολλώ μάλλον που ορισμένες από τις τουρκικές απαιτήσεις, που επαναλαμβάνονται συχνότερα τον τελευταίο καιρό, αφορούν ζωτικά μας συμφέροντα και μόνο ως επεκτατικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Όμως, εφ’ όσον δεν αποσκοπούμε σε μια πολεμική σύγκρουση, η αναζήτηση λύσεων δεν μπορεί παρά να είναι πρώτιστα πολιτική. Εννοείται πως δεν μπορούν να υπάρξουν παραχωρήσεις σε ζωτικά ζητήματα, ταυτόχρονα όμως δεν μπορούμε να είμαστε όμηροι της εθνικιστικής αντίληψης πως τα πάντα είναι ζωτικά και άρα καμία διαπραγμάτευση και κανένας συμβιβασμός δεν χωρούν για τίποτε. Γιατί, βέβαια, ζωτικό συμφέρον μας είναι και η ειρήνη και η καλή γειτονία, ενώ μια έστω και σύντομη πολεμική σύρραξη θα ήταν καταστροφική και για μας, ανεξαρτήτως έκβασης. Και εδώ έρχεται το δίδαγμα από τη συμφωνία των Πρεσπών: να κατανοούμε την οπτική και της άλλης πλευράς και να επιδιώκουμε αμοιβαία συμφέροντες συμβιβασμούς.
Αδιέξοδες συγκρούσεις
Η ελληνική κυβέρνηση, ιδιαίτερα μάλιστα με τη σημερινή ηγεσία των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας, δείχνει να ενστερνίζεται την παραπάνω λογική. Η δήλωση Κατρούγκαλου πως η Τουρκία έχει δικαιώματα στη Μεσόγειο είναι σημαντική. Και η αντίδραση της ΝΔ θλιβερή. Όμως οι δηλώσεις και οι διπλωματικές κινήσεις κινδυνεύουν να εξουδετερώνονται από άλλες πλευρές της πολιτικής μας, καθώς και από το γενικότερο κλίμα που τείνει να επικρατεί.
Στην Κύπρο έχουμε παγιδευτεί σε μια αδιέξοδη πορεία σύγκρουσης. Χωρίς επίλυση του κυπριακού, η αξιοποίηση της κυπριακής ΑΟΖ μάς φέρνει αναπόφευκτα σε οξεία αντιπαράθεση με την Άγκυρα, ενώ και η όλη επιχείρηση είναι δύσκολα βιώσιμη οικονομικά. Δυστυχώς δε στην Κύπρο, αλλά εν πολλοίς και στην Ελλάδα, φαίνεται να επικρατεί η αντίληψη πως τα ενεργειακά κοιτάσματα μάς απαλλάσσουν από την ανάγκη λύσης στο Κυπριακό, ενώ στην πραγματικότητα την επιβάλλουν. Το ναυάγιο στο Κρανς-Μοντάνα προ διετίας δεν οφείλεται μόνο στην τουρκική αδιαλλαξία. Επί πλέον δε υπερβάλλουμε την αποτελεσματικότητα της διεθνούς στήριξης προς την Κύπρο στην περίπτωση τουρκικών τυχοδιωκτισμών.
Οι εξελίξεις στην Κύπρο έχουν οδηγήσει στην οικοδόμηση σειράς περιφερειακών συμμαχιών με κύριο χαρακτηριστικό την αντιτουρκική αιχμή. Όμως η στρατηγική «περικύκλωσης» της Τουρκίας παραπέμπει σε σύγκρουση, όχι σε επίλυση των προβλημάτων. Εν προκειμένω δε, μας έχει καταστήσει στενούς εταίρους των ηγεσιών Νεντανιάχου και Τραμπ που αποτελούν σήμερα επικίνδυνο αποσταθεροποιητικό παράγοντα στην Μέση Ανατολή. Σε μια –καθόλου απίθανη- ευρύτερη πολεμική σύγκρουση, κινδυνεύουμε να βρεθούμε εγκλωβισμένοι στη λάθος πλευρά.
Αλλά και πέρα από την Κύπρο, στη χώρα μας, για πολλοστή φορά καλλιεργείται ένα εθνικιστικό κλίμα που, όπως και με το Μακεδονικό, ωθεί την κοινή γνώμη στην απόρριψη κάθε συμβιβασμού. Εύλογα, βέβαια, τονίζουμε την αποφασιστικότητά μας για την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας. Όμως συχνά διολισθαίνουμε σε πλειοδοσία κηρυγμάτων αδιαλλαξίας, ενώ στα ΜΜΕ κυριαρχεί ένα πολεμικό κλίμα, με εικόνες αερομαχιών και στρατιωτικών ασκήσεων και παρέλαση τουρκοφάγων διεθνολόγων.
Η διπλωματία δεν είναι ανατολίτικο παζάρι
Η διακήρυξη αποφασιστικότητας στην υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας θα έπρεπε, πιστεύω, να συνοδεύεται όχι μόνο από γενικόλογες δηλώσεις καλής πρόθεσης προς τη γείτονα, αλλά από μεγαλύτερη έμφαση στην ανάγκη να επιλύσουμε τα προβλήματά μας με αυτήν. Από ρητή αναγνώριση πως και η Τουρκία έχει δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο, πως το Αιγαίο δεν είναι λίμνη ελληνική και πως η επίλυση του Κυπριακού είναι το επιδιωκόμενο πλαίσιο για την αξιοποίηση των υποθαλάσσιων ενεργειακών κοιτασμάτων της Κύπρου. Θα έπρεπε δε να εγκαταλείψουμε μια νοοτροπία ανατολίτικου παζαριού, όπου υιοθετούμε μαξιμαλιστικές θέσεις, δήθεν ως διαπραγματευτικό ατού. Στην πραγματικότητα η τακτική αυτή δεν μας ενισχύει, αλλά δηλητηριάζει την κοινή γνώμη και μας στερεί από κάθε ευελιξία, καθιστώντας αδύνατη την όποια λύση.
Ο Σημίτης θέτει με το άρθρο του σημαντικά ζητήματα. Διαφοροποιείται από το κυρίαρχο αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει «ελληνική και τουρκική άποψη», αλλά μόνο ελληνικά δίκαια και τουρκικές προκλήσεις. Και έχει δίκιο, σε αντίθεση με όταν ατυχέστατα επέκρινε τη συμφωνία των Πρεσπών.
Ήταν μήπως άκαιρη η παρέμβαση αυτή; Όσοι το υποστηρίζουν υπονοούν πως, σε προεκλογική περίοδο, κάθε ψύχραιμη προσέγγιση κινδυνεύει να γίνει αντικείμενο ανεύθυνης δημαγωγίας. Όμως, δυστυχώς, η πορεία των ελληνο-τουρκικών σχέσεων δεν ακολουθεί το ελληνικό εκλογικό ημερολόγιο. Είναι δε φανερό πως τα σύννεφα πυκνώνουν στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Το να επισημαίνεται αυτό δεν είναι κινδυνολογία, αλλά επισήμανση του πραγματικού κινδύνου της υπνοβασίας. Και μάλιστα με αποδέκτες όλους όσοι διεκδικούν την κυβερνητική εξουσία, ιδιαίτερα δε αυτούς που χρησιμοποίησαν τον εθνικισμό για να την πλησιάσουν.
* Διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εποχή»