Κι ύστερα ήρθε ο Σόιμπλε…

Στέργιος Καλπάκης 26 Ιουλ 2013

Η περασμένη εβδομάδα ήταν αναμφίβολα η πιο γεμάτη που ζήσαμε το φετινό καλοκαίρι. Ο απολογισμός της όμως, έχει αρνητικό πρόσημο για τους –εδώ και μήνες- χειμαζόμενους πολίτες και προφανώς θετικό γι’ αυτούς που πριν αλλά και κατά την κρίση, αυγατίζουν τα κέρδη τους.

Ξεκινήσαμε λοιπόν με ογκώδεις διαδηλώσεις Δημοτικών Αστυνομικών, Εκπαιδευτικών και λοιπών θιγόμενων από το νέο Πολυνομοσχέδιο. Το πρόγραμμα περιελάμβανε στη συνέχεια την ψήφιση αυτού του πολυεργαλείου οριζόντιας δράσης και του νόμου για τη νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση. Τα κερασάκι στην τούρτα όμως, ήταν η επίσκεψη-επιθεώρηση του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος δήλωσε ευχαριστημένος και κάνοντας τη δουλειά του ο άνθρωπος, έκοψε το βήχα στις φωνές περί νέου κουρέματος.

Το γεγονός ότι ακόμη μία φορά γίνεται το δικό τους, παρά τη διαμαρτυρία των εργαζομένων, πρέπει να μας προβληματίσει τόσο, όσο και η διάσταση εθνικής πάλης μεταξύ Γερμανίας-Ελλάδας, που αναπτύσσεται έντονα από διάφορες πολιτικές δυνάμεις, ως αιτία των δεινών μας. Με αφορμή λοιπόν την επίσκεψη Σόιμπλε, οι εκφάνσεις του εθνικο-λαϊκισμού, αριστερές και δεξιές, προσδίδουν έναν εθνικό χαρακτήρα στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, ως σχέση δυνάστη και καταδυναστευόμενου ανάμεσα στη δύο χώρες.

Από τη μία η Χρυσή Αυγή και μερικοί Ανεξάρτητοι Έλληνες (χωρίς να ταυτίζω το κόμμα του Πάνου Καμμένου με τους νεοναζί), συνηθίζουν ν’ αναφέρονται γενικά κι αόριστα σε ξένους τοκογλύφους, οι οποίοι δρουν ως εκπρόσωποι κάποιων αιώνιων εχθρών του ελληνισμού. Από την άλλη, αρκετοί από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (υπάρχουν βέβαια και σοβαροί άνθρωποι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης) επιλέγουν την τακτική αναφορών στις περιόδους της αντίστασης και του εμφυλίου, για να αυτοπαρουσιαστούν ως οι καπεταναίοι της σύγχρονης αντίστασης απέναντι στην γερμανική κατοχή.

Μπορεί να είναι ελκυστική η επίκληση στο συναίσθημα κι εύκολα εκμεταλλεύσιμη η διέγερση των πατριωτικών αντανακλαστικών των πολιτών, ωστόσο αποπροσανατολίζουν από τη βασική αιτία της κρίσης και συσπειρώνουν το λαό σε λάθος κατεύθυνση. Έτσι, χωρίς να ιδρώσει αυτάκι, εδώ και τρία χρόνια, ψηφίζεται η καταπάτηση κάθε εργασιακού δικαιώματος ως ανταγωνιστικότητα, ξεπουλιέται ο δημόσιος πλούτος ως εξυγίανση, νομοθετείται η ασυλία στη διαφθορά ως πολιτική και οικονομική σταθερότητα και οξύνονται οι κοινωνικές ανισότητες και το ξεθεμελίωμα κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους, ως μεταρρύθμιση.

Βέβαια, η μόνη χαμένη μάχη είναι αυτή που δεν δίνεται. Όταν όμως οι ήττες είναι τέτοιες που οδηγούν στην κατακρήμνιση του βιοτικού επιπέδου αναρίθμητων συμπολιτών μας, μόνο να προβληματιστούμε μπορούμε για την πορεία του κινήματος και τη δυναμική του για αποτροπή και ανατροπή των πολιτικών υποβάθμισης της καθημερινότητας, αυτών που ήδη βρίσκονται στα χαμηλότερα.

Την ίδια ώρα, στις δημοσκοπήσεις παρατηρείται μια τάση για συντηρητικοποίηση της κοινωνίας μας, η οποία φαίνεται να αποδέχεται τις απολύσεις και τις περικοπές δημοσίων δαπανών, ως λύση. Λίγο ο φόβος που αναπτύσσεται από την κυβέρνηση και τα φίλια Μ.Μ.Ε., λίγο η πολιτική αφασία που προκάλεσε η βίαιη υποτίμηση, έχει ως αποτέλεσμα να πιστεύουν πολλοί ότι η κρίση θα αντιμετωπιστεί με την αύξηση της ανεργίας και τη μείωση της καταναλωτικής δύναμης.

Η περασμένη εβδομάδα, μας δίδαξε ότι όσο οι ευρωπαίοι επισκέπτες αντιμετωπίζονται ως εκπρόσωποι των κρατών τους γενικά και όχι ως εκπρόσωποι των συμφερόντων μιας συγκεκριμένης τάξης στα κράτη αυτά, η αντίδραση των πολιτών βαδίζει σε λάθος δρόμο. Μας επιβεβαίωσε επίσης για την αδυναμία αυτών που έχουν βασικό ρόλο καθοδηγητή του λαϊκού κινήματος, ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εποχής. Μένοντας έτσι κολλημένοι στην προ κρίσης συνδικαλιστική δραστηριότητα, διεκδικούν απλώς την επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση.

Τέλος, τονίζεται έντονα η απουσία ενός προοδευτικού, δημοκρατικού, σοσιαλιστικού πλαισίου, το οποίο θα το ασπαστεί το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και θα το διεκδικήσει μέχρις εσχάτων σε όλους τους χώρους δουλειάς και δράσης. Ενός μανιφέστου, που θα προκρίνει την πραγματική μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό του κράτους και τον επανασχεδιασμό της ανάπτυξης, με βάση τις ανάγκες μας ως άνθρωποι και όχι με γνώμονα τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων.