Η πρωτογενής συσσώρευση κεφαλαίου δεν υπήρξε μήτε έντιμη ούτε φιλάνθρωπη. Οι robber barons της Αμερικής, όμως, στο τέλος της ζωής τους, χάρισαν πολλά έργα ευποιίας και έγραψαν τελικά την ιστορία τους ως ευεργέτες της κοινωνίας που είχαν προηγουμένως ληστέψει. Ο λαός, λέει μεγαλόθυμα, ότι «τα στερνά τιμούν τα πρωτινά». Αυτό, όμως, αφορά ενδεχομένως την τελική διαχείριση πλούτου. Μπορεί, άραγε, να αφορά και την διαχείριση πολιτικής εξουσίας?
Τα ερώτημα προκάλεσε πρόσφατο άρθρο έγκυρης ξένης εφημερίδας, όπου διαπιστώνεται ότι ο Τσίπρας «από Λένιν του Αιγαίου έγινε τελικά το χαϊδεμένο παιδί του ευρωπαϊκού κατεστημένου». Δεν γράφει όμως το πώς ακριβώς έγινε αυτό το θαύμα. Ως φαίνεται, μάλλον ορθά διαπιστώνει ο αρθρογράφος, αλλά αποφεύγει την ερμηνεία, προφανώς επειδή εκεί εμφωλεύουν πολιτικά ερωτήματα που υπερβαίνουν τα όρια της δημοσιογραφίας.
Εδώ, λοιπόν, έχουμε χαρακτηριστική περίπτωση robber baron στο πεδίο της πολιτικής, και μάλιστα με ένδοξη πρωτοτυπία στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ο Τσίπρας και η συμμορία του καταλαμβάνουν με απάτη πρωτοφανούς μεγέθους την εξουσία, στη συνέχεια συνεργάζονται με την άλλη συμμορία του Καμένου, και αφού διαπιστώνουν το 2015 ότι η «πολιτική Ιντερπόλ» (δηλαδή οι «θεσμοί») τους πήρε χαμπάρι και επίκειται η κατάσχεση της κλοπιμαίας εξουσίας, σπεύδουν να την ξεπλύνουν στην «τράπεζα» της Ευρωπαϊκής νομιμότητας και εμφανίζονται στο εξής με φράκο στο ευρωπαϊκά σαλόνια. Όπως κατ’ αναλογία ακριβώς έκαναν οι παππούδες των Κάρνεγκι και Ροκφέλερ στον τομέα της οικονομίας.
Το κακό για πρώτη φορά εμφανίζεται στο χώρο των αστικών δημοκρατιών και μάλιστα στις πολλές και σπουδαίες διαστάσεις του. Πώς κρίνουμε το φαινόμενο;
Επειδή η Ιστορία και δη η πολιτική, είναι εξόχως πονηρή, καλό είναι πρώτα να ρίξουμε μια πιο κριτική ματιά, τόσο στην άποψη ότι ο Τσίπρας (και το σύστημά του) ξεκίνησαν ως Λένιν του 21ου Αιώνα, όσο και στο τι ακριβώς σημαίνει «έγιναν το χαϊδεμένο παιδί (darling boy)» του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Κατόπιν θα προσπαθήσουμε να δούμε, τι ακριβώς συνεπάγεται η φαινομενικά «ρεαλιστική» αναγνώριση της μεταμόρφωσης του ληστή της εξουσίας σε darling boy του ευρωπαϊκού κατεστημένου.
Ο Λένιν, λοιπόν, αποβιβάστηκε στη Ρωσία από το τραίνο, που τον έφερε από την Γερμανία, έχοντας στο νου του ένα πλήρως ανατρεπτικό σχέδιο για την δομή της κοινωνίας της πατρίδας του, που συνοψίζονταν στην επιβολή του πολιτικού συστήματος της δικτατορίας του προλεταριάτου. Άσχετα αν αποδείχτηκε τελικά φενάκη, αυτό ήταν ξεκάθαρα η σημαία με την οποία κάλεσε τους συμπατριώτες του να τον ακολουθήσουν. Σε σύγκριση, τώρα, ο Τσίπρας με ποια επαναστατική σημαία κατέλαβε την εξουσία; η δική του σημαία ήταν το διαβόητο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Για να τηρήσουμε τις αναλογίες, το Πρόγραμμα καμία σχέση δεν έχει με την διαφανή πολυτεκμηριωμένη (θεωρητικά) πολιτική σημαία του Λένιν. Στην ουσία το πρόγραμμα Τσίπρα ήταν, αφενός ένα κάλπικο νόμισμα για να εξαγοράσει τη ψήφο των αφελών (που αποδείχτηκαν πολλοί, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα) και αφετέρου ένας φλύαρος εκβιασμός των «θεσμών» με την απειλή, ότι αν δεν καταθέσουν τα λύτρα πους τους ζητούσε ο μαφιόζος Βαρουφάκης και η συμμορία του, θα τίναζαν το σύστημα στον αέρα, όπως ο Σαμψών τον Ναό. Έχουμε, λοιπόν, μια εξαγορά μεγάλου πλήθους με πλαστά νομίσματα και ένα θηριώδη εκβιασμό ενός ολόκληρου συστήματος πολιτικής και εξουσίας. Και όλα αυτά όχι απλώς με ενδεχόμενο δόλο, αλλά ευθύ και καραμπινάτο δόλο. Απάτη και εκβιασμός μέρα μεσημέρι. Τέτοιας κλίμακα κακούργημα απάτης και εκβιασμού δεν είχε ξαναδεί, τουλάχιστο η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή στη μακραίωνη Ιστορία της!
Η εξέλιξη του colpo grosso στέφθηκε από πλήρη επιτυχία, αφού προηγουμένως ο αρχιμαφιόζος Τσίπρας το 2015 άδειασε τους φαταούλες συμμορίτες του που, μη καταλαβαίνοντας την ουσία της απάτης, του χαλούσαν τη σούπα με τις υπερβολικές απαιτήσεις τους. Οι δύο αρχιμαφιόζοι, Τσίπρας και Καμένος, έμειναν τελικά κυρίαρχοι με όλα τα κέρδη του κόλπου στο δικό τους κοινό ταμείο. Ταμείο, που είχε πλέον όλο τον πλούτο της εξουσίας στην οποία στόχευαν αποκλειστικά οι απατεώνες και εκβιαστές συνάμα. Το λάφυρο της απάτης και του εκβιασμού, δεν ήταν φυσικά κάποιοι ράβδοι χρυσού, αλλά η εξουσία. Τελικά, μένει να δούμε και το ποιος πλήρωσε τον λογαριασμό, για να ολοκληρώσουμε τον φάκελο της δικογραφίας.
Α, εδώ, τα πράγματα μπερδεύονται και δεν τα ξεμπερδεύει καθόλου η θεωρία «περί Λένιν που έγινε darling boy των θεσμών». Πίσω από αυτή τη φαινομενική μεταμόρφωση κρύβεται ένας κρυφός λογαριασμός, δια μέσου του οποίου τα λύτρα των «θεσμών» τελικά χρεώνονται και μάλιστα υπερτιμολογημένα, άμεσα μεν στο πολιτικό σύστημα της χώρας και της Ευρώπης και, με μετακύλιση, στον πολιτικό πολιτισμό μέσα στον οποίο πρωτευόντως, ζουν και αναπνέουν οι πολίτες της χώρας μας, και δευτερευόντως αλλά όχι αδιάφορα, οι πολίτες της ΕΕ. Ας δούμε αναλυτικότερα αυτόν τον «λογαριασμό».
Στη διαχείριση της χρεοκοπίας κακώς συνηθίσαμε να βλέπουμε μόνο τον οικονομικό λογαριασμό της: Ποια βοήθεια μας παρέχουν οι θεσμοί και ποιο το κόστος που κληρώνουμε εμείς για την εξασφάλισή της. Στη κοινή γνώμη επικρατεί η λογιστική αντίληψη, ότι αυτό το κόστος συνίσταται αφενός στους τόκους των δανείων που μας χορηγούν συν το «κόστος» που συνεπάγεται η δημοσιονομική εξισορρόπηση (μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού), η εξισορρόπηση του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών και το «κόστος» των αποκαλουμένων «διαρθρωτικών μέτρων». Δύσκολη λογιστική, πρέπει να πούμε επειδή τα συνθετικά του κόστους φαίνονται περίπου αδύνατο να αθροισθούν με κοινό μέτρο. Πώς να αθροίσεις μήλα με πορτοκάλια; Το πρόβλημα δημιουργεί κυρίως αυτό που ονομάσαμε «κόστος διαρθρωτικών μέτρων» που φαίνεται δύσκολο αν όχι αδύνατο να αποτιμηθεί σε χρηματικούς όρους για να αθροιστεί στο κόστος των δανείων που φυσικά αποτιμάται αφεαυτού σε χρήμα. Κάποτε, βέβαια, αυτή η άθροιση πρέπει να γίνει για να ξεκαθαριστεί επί τέλους η αξιολόγηση της πολιτικής που επιλέχθηκε για την αντιμετώπιση της χρεοκοπίας και να σταματήσει η απίθανη πολιτική σπέκουλα που κοντεύει να καταστήσει την πολιτική αντιπαράθεση έναν αδιέξοδο καυγά κρυψίνοων πολιτικών δημαγωγών. Γιατί, επί τέλους , κάποτε πρέπει να κλείσει ο υπολογισμός του κόστους της «αντιχρεοκοπικής» πολιτικής, για να συγκριθεί με το αντίστοιχο όφελος από την εφαρμογή της και, έτσι, να καταφέρουμε να κάνουμε την απαιτούμενη αξιολόγηση μιας πολιτικής που έχει βάλει τη βούλα της για τα επόμενα τουλάχιστο πενήντα χρόνια.
Όμως, άλλο παρότι συγγενές είναι το θέμα που θέλω εδώ να αναδείξω με πάσα συντομία, αφού ως φαίνεται, αν και σπουδαίο, έχει μείνει σκεπασμένο με τον κουρνιαχτό της αντιπαράθεσης ευρωπαϊστών/κρυπτο- και γνησίων αντιευρωπαϊστών. Ιδού περί τίνος πρόκειται και πώς δικαιολογείται ο τίτλος του παρόντος κειμένου.
Η «αντιχρεοκοπική πολιτική» εκφράστηκε με θαυμαστή κυριολεξία και λεπτομέρεια στις χιλιάδες σελίδες των Μνημονίων. Τα Μνημόνια έδωσαν την ΠΟΛΙΤΙΚΗ λύση στο πρόβλημα ομαλής μετάβασης της ελληνικής οικονομίας και Διοίκησης στο νέο επίπεδο ομαλής λειτουργίας που επέτρεπαν οι όποιοι εθνικοί πόροι διασώθηκαν από την χρεοκοπία σε σύγκριση με την ολική καταστροφή που θα είχε επέλθει αν η χρεοκοπία είχε εξελιχθεί με τους γνωστούς αυτοματισμούς της αγοράς. Τη λύση διαπραγματεύτηκε για διάστημα περίπου τεσσάρων χρόνων, από την ελληνική πλευρά, η κυβέρνηση των πολιτικών «απατεώνων καις εκβιαστών» όπως αναλύθηκε η ταυτότητά τους παραπάνω.
Εδώ προκύπτει το πρώτο στοιχείο πολιτικού κόστους από το σχετικό παιχνίδι: Οι θεσμοί έδειξαν πλήρη αδιαφορία για την πολιτική και προπάντων ιδεολογική νομιμοποίηση της κυβέρνησης με την οποία διαπραγματεύονταν. Τυπικά, ορθά έπραξαν. Οι θεσμοί δεν έχουν λόγο να αμφισβητήσουν την νομιμότητα και τα διαπιστευτήρια της εθνικής κυβέρνησης με την οποία διαπραγματεύονται. Αρκεί αυτή να έχει τηρήσει τις τυπικές διαδικασίες του συντάγματός της. Αυτό ενδεχομένως ισχύει για τους θεσμούς που δεν έχουν πολιτική και αυτόνομη ιδεολογική φυσιογνωμία, όπως είναι η Κομισιόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ. Κάπως πιο δύσκολο είναι να δεχτούμε αυτό το άλλοθι πολιτικής ουδετερότητας για το Συμβούλιο που, όχι μόνο εκπροσωπεί κυβερνήσεις με συγκεκριμένο κάθε φορά πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό, αλλά αποτελεί και τον ύπατο εγγυητή των πολιτισμικών, ιδεολογικών και πολιτικών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί η ΕΕ δεν είναι μια απλή ανώνυμη εταιρεία εμπόρων ζαρζαβατικών, αλλά μια ένωση εθνών και κρατών που μοιράζονται κοινές αξίες πολιτισμού. Πως μπορεί, λοιπόν, μια ένωση εντίμων πολιτικών να δεχτεί ως ίσο εταίρο, μια κυβέρνηση απατεώνων και εκβιαστών, σε μια τόσο σοβαρή διαπραγμάτευση;
Αλλά, εκεί όπου το ζήτημα αυτό παίρνει εξόφθαλμη μορφή πολιτικού σκανδάλου, είναι η νομιμοποίηση της κυβέρνησης των απατεώνων και εκβιαστών από τα Ευρωκόμματα! Γιατί, αν από τα κόμματα αφαιρέσεις την ιδεολογία συμπεριλαμβανομένης και της «πολιτικής ηθικής» δεν μένει σε αυτά παρά η φυσιογνωμία που εμπεριέχει ο γνωστός ορισμός του Ροΐδη για τα κόμματα της εποχής του. Μα, τέτοια κόμματα, τι σχέση μπορεί να έχουν με τις αξίες της Ιδέας της Ευρώπης;
Αν τελικά επικρατήσει αυτή η λογική του πολιτικού καιροσκοπισμού και κυνισμού, ότι δηλαδή συνεργαζόμαστε με τον οποιοδήποτε απατεώνα μας κάνει τη δουλειά μας, με άλλα λόγια, αν δεχτούμε το παραδεκτό του ψεύτικου άλλοθι ότι τάχα η στρίγγλα έγινε αρνάκι, ή πως ο Λένιν του Αιγαίου εν προκειμένω έγινε darling boy εφόσον μας κάνει τη δουλειά, τότε γιατί αύριο να αντιδράσουμε αν ο όποιος Ορμπάν ή Τσίπρας εξελιχθεί σε Περόν με την ψήφο του «λαού» του;
Άσε που αυτό το ότι «μας κάνει τη δουλειά μας» θέτει φοβερά ερωτηματικά για το ποια ακριβώς είναι αυτή η δουλεία και ποιον συμφέρει! Αν, όπως φαίνεται να είναι η βασική παραδοχή, θεωρούμε ότι η «δουλειά» για τους θεσμούς είναι η διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων, άσχετα από το αν συμπίπτουν ή όχι με τα συμφέροντα της δικής χώρας, τότε δεν δημιουργείται άραγε μείζον πολιτικό θέμα αν πασιφανώς, για να γίνει το «χατίρι» των θεσμών, η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμένου αφήνεται να καταστρέφει, υπό την ανοχή των θεσμών, συστηματικά βασικούς θεσμούς της δημοκρατίας και του Κράτους, όπως είναι η Παιδεία, η Δικαστική εξουσία, η λειτουργία της Βουλής (μετατρέπεται σε ιδιότυπο εισαγγελέα και άβουλη μηχανή νομοθέτησης των σερβιρισμάτων μιας τυχοδιωκτικής κυβέρνησης), και της Δημόσιας Διοίκησης;
Να λοιπόν γιατί, κατά την άποψή μου, το δόγμα που αποκαλύπτει ο μύθος του “Λένιν που έγινε darling boy” είναι αποκαλυπτικός ενός τεράστιου πολιτικού ζητήματος, το οποίο οφείλουν τα φιλοευρωπαϊκά μας κόμματα να αναδείξουν με επιμέλεια και επιμονή. Δεν πρέπει να μας αφήνει απαθής αυτή η υπόγεια διεργασία που μπορεί να μετατρέψει την Ιδέα σε Πόρνη της Ιστορίας. Ας μην υποτιμούν οι πολιτικοί ταγοί μας (όσοι έχουν απομείνει μεταξύ εκείνων που καταλαβαίνουν τέτοια θέματα πολιτικής ιδελογίας και ηθικής) των «διδακτικό» ρόλο της πολιτικής πράξης για την διάπλαση υπεύθυνων πολιτών.