Σε ελληνική τηλεοπτική σειρά των αρχών της δεκαετίας του ‘90 οι δύο πρωταγωνιστές, οι οποίοι εργάζονται ως δημοσιογράφοι σε μεγάλο κανάλι, συζητούν ποιο θέμα της επικαιρότητας θα μπορούσε να γίνει πρώτη είδηση στο δελτίο ειδήσεων. Ρωτάει, λοιπόν, ο πρώτος: “Η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτε σήμερα;” Και του απαντάει ο δεύτερος: “Τι να κάνει πια και η κυβέρνηση; Το μόνο που της μένει να κάνει είναι να πέσει”.
Κάπως έτσι και η αίσθηση που άφησε πίσω του ο ανασχηματισμός, ο οποίος μεταξύ γκροτέσκων αποφάσεων –όπως η… αξιοποίηση του Γιάννη Λοβέρδου– και επικίνδυνων διολισθήσεων προς τα άκρα –όπως η μετακίνηση Βορίδη στο υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου–φανέρωσε την έλλειψη διαθεσιμότητας από πολλά κοινοβουλευτικά και μη πρόσωπα να ενταχθούν σε μια κυβέρνηση που αποτυπώνει την αντίστροφη μέτρηση για την “εποχή Μητσοτάκη”.
Τα φαινόμενα κόπωσης και εξάντλησης είναι από καιρό φανερά. Οι χαμηλές εκλογικές επιδόσεις στις ευρωεκλογές δεν ήταν τίποτα λιγότερο από απόδειξη ότι υπάρχει κούραση στη βάση της ΝΔ, η οποία, μαζί με την υπόλοιπη κοινωνία, βλέπει μέρα με τη μέρα τις μεταρρυθμιστικές υποσχέσεις που σέρνονται από 2019 να αποδεικνύονται κούφια λόγια. Ταυτόχρονα, τα “μένουμε Ευρώπη” εξαντλήθηκαν στην εποχή του δημοψηφίσματος, αφού όλα όσα μας κάνουν Ευρώπη έχουν γίνει κουρελόχαρτο.
Όμως, αν η κυβέρνηση είναι σε αποδρομή και ο Μητσοτάκης μετράει αντίστροφα, τι είναι εκείνο που θα καλύψει το κενό; Οι υποθέσεις είναι πολλές και τα σενάρια ακόμα περισσότερα. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δεν φανερώνουν αισιοδοξία, καθώς ο λαϊκισμός καιροφυλακτεί. Είναι ευθύνη των δυνάμεων της σύγχρονης, φεντεραλιστικής και μεταρρυθμιστικής σοσιαλδημοκρατίας να πείσουν ότι διαθέτουν και σχέδιο και πρόγραμμα και στελέχη που μπορούν να αναλάβουν τις ευθύνες τις διακυβέρνησης του τόπου.