Ξέρω ότι έγινες οπαδός του Γκουλάκ, την στιγμή ακριβώς που έπεφτε το τείχος και αποκαλυπτόταν, ακόμη και για τους δύσπιστους, η φρίκη του σταλινικού ολοκληρωτισμού. Άσε που την ίδια στιγμή, εδώ μας έρχονταν τα υποπροϊόντα του, ως βία, μαφία και πορνεία. Είναι σαν να λέμε ότι κάποιος έγινε οπαδός του Άουσβιτς, μόλις μπήκαν τα συμμαχικά στρατεύματα σ’ αυτό και αποκαλύφθηκαν τα κρεματόρια…
Τα γρυλίσματα του μίσους που εξέπεμψες στη συνέχεια («Ή Εμείς ή Αυτοί», «Ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν»…), ήταν η επιβεβαίωση αυτών των επιλογών σου. Αλλά επιβεβαίωσαν και κάτι ακόμη. Ότι ανήκουμε σε άλλους κόσμους και άλλους πολιτισμούς, οπότε μιλάμε διαφορετικές «γλώσσες». Γι’ αυτό θα επιχειρήσω να σου πω αυτά που θέλω, με μια ιστορία.
Πάνε πάνω από σαράντα χρόνια τώρα, όταν η χώρα μας πέρασε την τελευταία της δικτατορία. Σ’ αυτήν λοιπόν τη δικτατορία, κάποιοι – λίγοι όμως, απελπιστικά λίγοι – αντιστάθηκαν. Ο «πολύς κόσμος», αυτός δηλαδή που εσύ δημαγωγικά αποκαλείς «λαό», αδιαφόρησε. Άλλωστε, ο «λαός» βαριέται «ευφράδειες και δημηγορίες», όπως είναι η δημοκρατία. Γι’ αυτό και ποτέ δεν την αγάπησε πραγματικά. Αν αγάπησε κάτι – και αγάπησε – ήταν οι απολαύσεις του. Και βεβαίως λάτρεψε τους παρόχους τους, αλλά κυρίως αυτούς που εγγυώντο τη συνέχειά τους. Όλα τα άλλα, ως άχρηστα αν δεν ήταν εγγυητές των απολαύσεών του, συνήθως τα προόριζε για την πυρά. Το είδαμε και πρόσφατα: Μόλις ακούστηκε πως παίρνουν τέλος οι «κεκτημένες» απολαύσεις (τα «κεκτημένα» στην αργκό των συντεχνιών), δηλαδή οι πελατειακοί διορισμοί, οι συντάξεις στα 40, οι «αρπαχτές» στα δημόσια ταμεία, το νοίκιασμα της δημόσιας περιουσίας για «ιδίον όφελος», όπως θα ’λεγες κι εσύ και πάει λέγοντας, ο δικός σου «λαός» φώναξε με μια φωνή: «Να καεί – να καεί το μπουρδέλο η Βουλή».
Ήταν η στιγμή που εσύ, ως πονηρός πολιτευτής, «ανέβηκες στο κύμα» και ανέλαβες να εγγυηθείς στο «λαό» σου τη συνέχεια όλων αυτών των «απολαύσεων», που πήγαν να περιορίσουν οι προηγούμενοι. Με μία μάλιστα τερατώδη πανουργία: Υποσχέθηκες το παρελθόν, ως μέλλον! Αλλά αυτό είναι για άλλη συζήτηση, οπότε επιστρέφουμε στην δικτατορία.
Μόλις λοιπόν έπεσε η δικτατορία, «τρίβαμε τα μάτια» μας με τα παράδοξα που είδαμε: Όλοι εκείνοι που μέχρι τότε αδιαφορούσαν για τη δημοκρατία, οπότε δεν είχαν πρόβλημα με τη δικτατορία, όσοι δηλαδή την περίοδο της δικτατορίας πήραν δάνεια, όσοι χαφιέδισαν, όσοι δεν σου μίλαγαν και άλλαζαν πεζοδρόμιο μήπως και δεν διοριστούν στο δημόσιο, καθώς και όσοι διορίστηκαν, με το που έπεσε η χούντα, άλλαξαν σε μία νύχτα! Ήταν η νύχτα που όλοι οι ευνοημένοι της χούντας, έγιναν φανατικοί αντιχουντικοί! Σχεδόν αντιστασιακοί! Πάλι βεβαίως με τους ίδιους «υψηλούς στόχους» της προσωπικής τακτοποίησης.
Αυτοί λοιπόν οι μεταχουντικοί «αντιστασιακοί», βγήκαν τότε στους δρόμους φωνάζοντας, «δώστε τη χούντα στο λαό». Και πρόσεχε Αλέξη! Το εννοούσαν! Και ήταν αποφασισμένοι να κρεμάσουν τους χουντικούς, προκειμένου να αποδείξουν πόσο δημοκράτες ήταν, ώστε να πιάσουν πάλι πρώτη θέση και στο νέο καθεστώς. Οι μόνοι που σιώπησαν, ήταν αυτοί που είχαν πάνω τους τα σημάδια των βασανιστηρίων. Οι οποίοι μάλιστα καλούνταν να απολογηθούν σε κάθε μεταδικτατορικό αντιχουντικό, για την «ύποπτη» σιωπή τους! Θέλεις και ένα παράδειγμα; Θυμάσαι Αλέξη τον στίχο «χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα», που τραγούδησες στις ταβέρνες; Για τον Ανδρέα Λεντάκη το έγραψε ο Μίκης. Τον οποίο είχαν κατακρεουργήσει, στην γνωστή ταράτσα. Και ήρθε ο ….Κουρής, Αλέξη, ο δικός σου Κουρής της Αυριανής και του KONTRA, με το απερίγραπτο παρελθόν και το ακόμη πιο απερίγραπτο παρόν, να λοιδορήσει τον Ανδρέα Λεντάκη! Και ξέρεις γιατί; Επειδή ο Λεντάκης, όπως κάθε πραγματικός αντιστασιακός, είχε τη γενναιότητα να δηλώσει ότι δεν θα ήταν ευτυχής, αν οι αντίπαλοί του πέθαιναν στη φυλακή! Για να ξέρεις τι ετοιμάζει για σένα ο Κουρής, αν του κάνεις τη χάρη και μας πας στη δραχμή!
Ξανάρχομαι όμως σε σένα. Υποθάλψατε και εμπορευτήκατε την παράνοια, ότι είμαστε «ανεύθυνοι για την ιστορία μας» και ότι για όλα τα κακά φταίνε οι ξένοι, με τους εγχώριους προδότες. Και ακολούθως, με την συστηματική δολιοφθορά κατά της οικονομίας, πετύχατε και τον «ιδεολογικό» στόχο σας: Να αυξάνονται συνεχώς, λόγω της απόγνωσης που προκαλείτε, τα τμήματα της κοινωνίας που πείθονται, ότι το ευρώ είναι «εχθρός του λαού»! Και όχι μόνον, αλλά και ότι η Ευρώπη είναι «εκμεταλλεύτρα» απέναντί μας, αφού η άτιμη κερδίζει από τη συμμετοχή μας σ’ αυτήν, ενώ εμείς ζημιώνουμε! Είναι δε τέτοιος ο ιδεολογικός σας θρίαμβος ώστε, τα πιο ευνοημένα από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις κοινωνικά στρώματα, να πρωτοστατούν σ’ αυτήν την παράνοια. Αυτό όμως μπορεί να εξελιχθεί σε πανωλεθρία σας. (Την δική μας, μην την σκέφτεσαι). Διότι αν, παίζοντας με τη φωτιά, δηλαδή με την καταστροφή της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, ξεφύγει η φωτιά και επέλθει το μοιραίο, ξέρεις πολύ καλά τι θα κάνουν οι «κοινωνικοί» σύμμαχοί σας.
Εκείνοι δηλαδή που έστηναν κρεμάλες για τους «προδότες», επειδή υπήρχε κίνδυνος να μειωθεί κάτω από τις 2.000€ η σύνταξή τους και κατέστρεφαν την Αθήνα, για να τρομοκρατήσουν κάθε κυβέρνηση, που ήθελε να περιστείλει την σπατάλη και την ανομία. Διότι αυτοί – το είπαμε – δεν καταλαβαίνουν από «ευφράδειες και δημηγορίες». Δεν είναι δηλαδή τίποτε αλαφρόμυαλοι «βεμπεριανοί» οι οποίοι, όταν έρθει η καταστροφή, θα ασχολούνται με τη διαφορά της «ηθικής της πεποίθησης», από την «ηθική της ευθύνης», ώστε να εξηγήσουν τι από τα δύο προκάλεσε την καταστροφή! Οπότε, μην ελπίζεις να τους ξεφύγεις, ενώ αυτοί θα σκέφτονται. Διότι αυτοί, ως πρακτικοί άνθρωποι, έχουν επιλέξει την ηθική του «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», που δεν θέλει καμία σκέψη. Την αρχή δηλαδή που εσύ κατοχύρωσες, με την δική σου «ηθική της δημαγωγίας».
Άκου λοιπόν Αλέξη. Οι προνομιούχοι προστατευόμενοί σου, που έκαιγαν την Αθήνα για να μη συμμετάσχουν στα βάρη της κρίσης και να πληρώσουν μόνον «οι άλλοι», δεν θα σου χαριστούν, όταν θα έχουν χάσει τα πάντα. Όταν δηλαδή δεν θα μπορείς να τους δώσεις τίποτε, παρά μόνον ψευδοχρήμα, του οποίου η αξία θα είναι ίση με το χαρτί που θα έχουν στα χέρια τους. Και τότε είναι που αυτοί θα φερθούν, όπως ακριβώς και οι φίλοι της χούντας. Θα βγουν στους δρόμους φωνάζοντας… «δώστε τον Τσίπρα στο λαό». Με σκοπό να στήσουν πραγματικές κρεμάλες.
Βεβαίως, για εκείνη τη στιγμή, ελπίζεις σ’ εμάς. Ότι δηλαδή θα σε προστατεύσουμε και δεν θα φερθούμε όπως φέρθηκες εσύ όταν, όσοι ζητούσαν «πίσω τα όνειρά τους» για συνέχιση του κατσαπλιαδισμού, έκαιγαν ζωντανά τα παιδιά της Μαρφίν, επειδή δούλευαν. Σκέφτηκες όμως τι θα συμβε,ί αν δεν σε προστατεύσουμε από τις συντεχνίες σου; Αν δηλαδή θεωρήσουμε ότι είναι δικό σου θέμα η σχέση σου με τους «δικούς σου» και τους απευθύνουμε απλώς το ηθικοπλαστικόν: «Δεν είναι ωραία πράγματα, να κρεμάτε πρωθυπουργούς»;