Κι’ όμως, είναι τόσο απλό…

Κώστας Σοφούλης 04 Απρ 2017

Παίζω συχνά αυτό το παιχνίδι. Τουλάχιστο κάθε φορά που νιώθω ότι με προδίδει η κοινή λογική και αγωνιώ να αναβαπτιστώ στα στοιχειώδη. Τι κάνω δηλαδή; Απλώς ανάγω πολύπλοκα προβλήματα στην στοιχειώδη περίληψή, στον πυρήνα τους, που μπορεί να βάλλει στη συζήτηση ακόμη και τον απλοϊκότερο συνομιλητή που μου φέρνει η τύχη της στιγμής για κουβέντα. Ιδού, λοιπόν, η τελευταία ψαριά.

Ο συνομιλητής μου είναι ο γηραιότερος τσοπάνης της περιοχής μου, ένας γλυκύτατος εβδομηντάρης που σαλαγάει τα γίδια του σάμπως να τραγουδά στα εγγόνια του για να μη κάνουν αταξίες. Εγώ, κουτσαίνοντας με την αυτοσχέδια μαγκούρα μου, έχω καταφέρει να περάσω από την άλλη πλευρά του λόφου, αυτό το ήσυχο ανοιξιάτικο απογευματάκι, και του στήνω καρτέρι καθισμένος στο πεζούλι εγκαταλειμμένου κριθαροχώραφου. Ξέρω ότι όπου να’ ναι θα φανεί, αφού τον προαναγγέλλουν τα κουδούνια του κοπαδιού του.   Δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα καθίσουμε να φιλοσοφήσουμε περί πάντων και άλλων τινών. Του αρέσει η κουβέντα και μένα με θέλγει η ετοιμολογία του. Αυτή τη φορά, όμως, έχω προσχεδιάσει την «συνεδρία».

Με την πρώτη και κλασσική του ερώτηση «πώς τα βλέπεις τα πράγματα», τον παγιδεύω στο δικό μου παιχνίδι: « Πολύ απλά» του απαντώ, «όπως φαίνονται». Με κοιτάζει στραβομουτσουνιάζοντας δείχνοντας καταφανώς πως η απάντησή μου κάθε άλλο παρά τον ευχαρίστησε. «Τι απλά ρε δάσκαλε» μου αποκρίνεται. «Στο γυαλί όλα είναι μπερδεμένα και ακαταλαβίστικα. Με δουλεύεις;»  Παύση και σφύριγμα ελέγχου για το κοπάδι που ζάλει τριγύρω μας.

«Κι όμως, τα πράγματα είναι απλά» του λέω και συμπληρώνω «θέλεις να με ακούσεις;» «Εμ, πάντα σε ακούω ακόμη κι όταν δεν μου τα λες όπως τα θέλω».  Κι έτσι μου άνοιξε τον δρόμο για την κουβέντα δίνοντάς μου εκείνο που φαίνεται να είναι σε πλήρη ανεπάρκεια στον τρέχοντα πολιτικό λόγο: Η εμπιστοσύνη. Αυτό που οι αγγλοσάξονες ονομάζουν trust και υποκλίνονται μπροστά του ενώ η δική μας ράτσα το υπονομεύει συνήθως με την κουτοπονηριά της. Αρχίζω, λοιπόν, να του εξηγώ την θεωρία μου.

Η  χώρα χρεοκόπησε πριν εφτά χρόνια. Και για μην αλλάξει εντελώς και ξαφνικά η ζωή μας με την χρεωκοπία, καταφέραμε τους ευρωπαίους να μας δανείζουν καθώς εμείς θα σχεδιάζουμε και θα ξαναστήνουμε το μαγαζί μας. Θυμάσαι κάποιον να χρεοκόπησε στο χωριό; Τον ρώτησα. «Αμ πώς, μου απάντησε» Εσύ έλλειπες αλλά εγώ έζησα το κανόνι που έριξε ο Αλεξόπουλος (φανταστικό όνομα)  πριν χρόνια.» Σπρώχνω την κουβέντα με ευκολία: «Πες μου τι έγινε και τι κατάλαβες τότε».  Το πρόσωπό του φωτίστηκε και ξεκάθαρα μου έδωσε να καταλάβω πως ήταν ευχαριστημένος τώρα που η κουβέντα έφερνε στα δικά του νερά.  Θυμήθηκε τον Αλεξόπουλο που οι δυο του γιοί έριξαν έξω το κυριολεκτικά παντοπωλείο του, επειδή τραβούσαν χρήματα για να περνάνε ωραία. Θυμήθηκε επίσης τις κατάρες των προμηθευτών του που τον κατακεραύνωναν στο καφενείο ως αναίσθητο απατεώνα και ανάξιο πατέρα. Θυμάται ακόμη και τον ίδιο τον Αλεξόπουλο αδυνατισμένο σαν ξερός μπακαλιάρος, να τρυπώνει πίσω από τα στασίδια των ψαλτών τις Κυριακές στην εκκλησία για να κρυφτεί από το εκκλησίασμα που το ντρέπονταν.

«Ναι αλλά εγώ ξέρω πως ο Αλεξόπουλος σήμερα έχει μαγαζάρα στο χωριό, με του πουλιού το γάλα» του λέω. «Ναι, γιατί συνεταιρίστηκε με τον ΒΓ, τα σουπερμάρκετ που λειτουργούν σε όλη την Ελλάδα, και άνοιξε μαζί του παράρτημα. Έτσι σώθηκε ο ίδιος και ξόφλησε σιγά-σιγά από τα κέρδη του τα θύματα του κανονιού του». «Δε μου λες, τον ρωτώ, οι γιοί του δουλεύουν ξανά στο καινούργιο μαγαζί;» «Α πα -πα, μου αποκρίνεται. Έχει διαλέξει καλά παιδιά και πιστά για υπαλλήλους. Οι γιοί του κάνουν δουλειές του ποδαριού άλλοτε εδώ και άλλοτε στην Αθήνα».

Είχε έλθει ώριμη πια η δική μου στιγμή. «Το ίδιο έγινε και με την Ελλάδα το 2010, με την διαφορά ότι δεν καταφέραμε ακόμη να ξαναστήσουμε το μαγαζί με καινούργιους συνεταίρους και καλλίτερους υπαλλήλους», του πετάω στα βιαστικά. Χτυπάει με τη ροζιασμένη χερούκλα του το μέτωπο και μου αποκρίνεται. «Αμ, δε το σκέφτηκα έτσι. Εγώ άκουγα πως οι ξένοι μας φάγανε τα λεφτά. Αλλά αυτό που λες εσύ μου φαίνεται πιο σωστό.» Και πριν προλάβω α χαμογελάσω συγκαταβατικά μου λέει με την γνωστή του σοφία. «Δάσκαλε, μου έβαλες καινούργια γυαλιά. Να δεις που τώρα πολλά θα καταλαβαίνω από τις αρλούμπες της τηλεόρασης. Την άλλη φορά θα σου πως τι θα έχω καταλάβει». Και σηκώθηκε με ευκινησία εφήβου κραδαίνοντας πάνω από το κεφάλι του τη γκλίτσα για να σαλαγήσει το κοπάδι παραπέρα. Η σύνοδος είχε τελειώσει.

Εγώ έμεινα μετέωρος για λίγο με το ερώτημα: Γιατί βρε αδελφέ δεν λέμε την απλή αλήθεια σε αυτό το λαό που, εν τέλει, όταν πέρασε ο μεγάλος θυμός δείχνει απρόσμενη εγκαρτέρηση προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς κάνουν οι τσοπάνηδές του στην πολιτική;

Γιατί, λοιπόν, δεν βγαίνουν να τα πουν έτσι απλά όπως τα λες στον κόσμο; Κοχλάδια έχουν στο στόμα τους; Είπε πριν σηκωθεί και ξαναβάλει σε κίνηση το κοπάδι του.