Όσο περνάει ο καιρός, συνειδητοποιείται όλο και περισσότερο η αδιέξοδη πορεία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Οι κοινωνίες, που συνθέτουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, αντί να προσεγγίζουν η μια την άλλη, αποστασιοποιούνται από την προοπτική της ενοποίησης και αναρωτιούνται, εάν η κοινή πορεία έχει νόημα, όταν οι σχέσεις μεταξύ τους οριοθετούνται από την εθνικιστική οπτική και τον βαθμό οικονομικής, πληθυσμιακής και πολιτικής ισχύος.
Το χειρότερο δε είναι, ότι η εθνοκεντρική οπτική ιδιαιτέρως των ισχυρών κρατών-μελών συχνά οδηγεί στην διαμόρφωση πολιτικών στάσεων, οι οποίες βλάπτουν άλλα κράτη-μέλη προς όφελος μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως συμβαίνει με την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής για την Ελλάδα και την πρόκληση της αίσθησης στην ελληνική κοινωνία, ότι η Ευρώπη δεν διασφαλίζει τα εθνικά της συμφέροντα.
Αλλά και μεταξύ των κρατών-μελών καταγράφονται ανάλογες ανισορροπίες με την επιβάρυνση μερικών κοινωνιών περισσότερο από τις άλλες, όπως συμβαίνει με την διαχείριση της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως προς τις πιο ευημερούσες χώρες. Δυστυχώς επιβαρύνονται περισσότερο οι μεσογειακές κοινωνίες, διότι ορισμένες κυβερνήσεις «κλείνουν τα σύνορα» των χωρών τους για τους πρόσφυγες.
Είναι εμφανές, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και πορεύεται ως υπερεθνικό μόρφωμα για πάνω από μισό αιώνα, ακόμη δεν έχει αποκτήσει ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Μέχρι τώρα λειτουργεί ως συμπόρευση κρατών με στόχο την προώθηση οικονομικών συμφερόντων με εθνικό προσανατολισμό, ο οποίος όμως δεν αφορά την πλειοψηφία των πολιτών, με αποτέλεσμα την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Για αυτό και στο επίπεδο λήψης αποφάσεων κυριαρχούν οι ισχυρές οικονομικά, πληθυσμιακά και πολιτικά χώρες.
Επίσης κινείται με μεγάλη βραδύτητα και οι αποφάσεις, που λαμβάνονται, έπονται των εξελίξεων και δεν αντιμετωπίζουν τις ανάγκες της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα την διαμόρφωση συνθηκών ρευστότητας, οι οποίες συμβάλλουν στην συρρίκνωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην άνοδο του ευρωσκεπτικισμού.
Ταυτοχρόνως η μη ύπαρξη μιας λειτουργικής μορφής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης χωρίς εθνικιστικές αναφορές αποδυναμώνει την προοπτική ανάληψης γεωπολιτικού ρόλου, ο οποίος θα συνέβαλε στην ειρηνική συμβίωση των κοινωνιών χωρίς σχέσεις εκμετάλλευσης μεταξύ τους, όπως γίνεται από τους σύγχρονους γεωπολιτικούς «παίκτες».
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η διαχείριση της πλανητικών διαστάσεων κρίσης, που δημιουργείται από την στάση όλων των πλευρών της παγκόσμιας γεωπολιτικής σκακιέρας (Ρωσία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Ευρώπη με εκφραστές την Γερμανία και την Γαλλία). Αντί να αναζητούνται ειρηνικές διέξοδοι από την κρίση, επενδύουν όλοι στην στρατιωτική επιβολή και στην αποκόμιση οφέλους. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι η γενίκευση των συνθηκών κρίσης στην οικονομία, στον τομέα της ενέργειας μέχρι και στον χώρο του επισιτισμού, τις οποίες βιώνουν με ιδιαίτερη ένταση οι απλοί πολίτες.
Η προώθηση της πολιτικής ενοποίησης, που θα μπορούσε να επιταχύνει την οικοδόμηση ταυτότητας στο υπερεθνικό μόρφωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι εφικτή, διότι οι πολιτικές δομές και οι θεσμοί, στους οποίους στηρίζεται, δεν έχουν ουσιαστικό ευρωπαϊκό προσανατολισμό και ανάλογη λειτουργία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λειτουργεί ως γραφειοκρατικός μηχανισμός, ο οποίος είναι αποστασιοποιημένος από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ενώ ανάλογο ρόλο διεκπεραιώνει και το Ευρωκοινοβούλιο. Αποφασιστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων παίζουν οι εθνικές κυβερνήσεις στα συμβούλια κορυφής και πιο συγκεκριμένα τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη-μέλη, όπως είναι η Γερμανία και η Γαλλία, ο ηγετικός ρόλος των οποίων είναι πλέον αποδεκτός από την πλειοψηφία.
Εξάλλου τα ευρωπαϊκά κόμματα δεν έχουν πολιτική παρουσία στις επιμέρους κοινωνίες με προγραμματικές θέσεις και σχεδιασμούς για την κοινή πορεία των κρατών-μελών του υπερεθνικού οικοδομήματος προς το μέλλον.
Επίσης με τις σημερινές συνθήκες λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης η διαχείριση του χρόνου διαφέρει από κράτος σε κράτος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ανισορροπία στην πορεία σύγκλισης. Αυτό συμβάλλει στην δημιουργία ανισοτήτων μεταξύ των κοινωνιών, οι οποίες δυσκολεύουν την οικοδόμηση συνοχής.
Ενισχυτικά για την διαμόρφωση αυτού του κλίματος λειτουργεί και η μη προώθηση της ανάληψης ρόλου από την κοινωνία πολιτών για την προσέγγιση των κοινωνιών και την οικοδόμηση ευρωπαϊκής συνείδησης και οπτικής διαπολιτισμικής όσμωσης, χωρίς βέβαια να αναιρείται ο πολυπολιτισμικός πλούτος. Αυτό θα δημιουργήσει προβλήματα στην διαμόρφωση συνεκτικών συνθηκών στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την σύγκλιση και στο κοινωνικό πεδίο.
Με αυτά τα δεδομένα δεν προωθείται η διαμόρφωση ευρωπαϊκής ταυτότητας, ενώ παράλληλα οικοδομούνται πολύ δύσκολες συνθήκες για την ευρωπαϊκών διαστάσεων διαχείριση και αντιμετώπιση και των παγκόσμιων προβλημάτων, τα οποία πλήττουν με μεγάλη ένταση τον πλανήτη από τώρα, ενώ θα χειροτερεύουν στην προοπτική του χρόνου.
Για παράδειγμα σύμφωνα με στοιχεία, που προέρχονται από το United Nations Population Division και το Population Reference Bureau στην Ευρώπη το 19% του πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών, ενώ το 16% είναι κάτω των 15 ετών. Η Ευρώπη γερνάει με μεγάλη ταχύτητα (η Ελλάδα με ποσοστό 22,5% άνω των 65 ετών είναι από τις χειρότερες χώρες ως προς την γήρανση).
Σε παγκόσμιο επίπεδο τα ποσοστά είναι 10% άνω των 65 ετών και 25% κάτω των 15 ετών. Στην Αφρική τα ποσοστά είναι 3% άνω των 65 ετών και 40% κάτω των 15 ετών. Αυτό σε συνδυασμό με τις συνθήκες ζωής (φτώχεια, πείνα κ.λ.π.) θα αυξήσει τις ροές προσφύγων προς την Ευρώπη, η οποία έχει γηρασμένους πληθυσμούς.
Ποια πολιτική θα ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως ενιαία οντότητα σε συνθήκες μη σύγκλισης και ενιαίας στρατηγικής για την αντιμετώπιση της αύξησης των μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών και της γήρανσης του πληθυσμού της;
Ακόμη και στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum) στο Davos με το Global Risks Perception Survey 2022-2023 προειδοποιείται η παγκόσμια κοινότητα και ιδιαιτέρως η Ευρώπη για τους παγκόσμιους κίνδυνους σε 10 χρόνια και την ανάγκη σχεδιασμού και προετοιμασίας για την αντιμετώπιση τους και την αποφυγή καταστροφικών επιπτώσεων.
Οι κίνδυνοι εκτείνονται από την αποτυχία περιορισμού της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογής σε αυτήν, τις φυσικές καταστροφές και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, την απώλεια της βιοποικιλότητας και την κατάρρευση οικοσυστήματος μέχρι την μεγάλης κλίμακας ακούσια μετανάστευση, τις κρίσεις φυσικών πόρων, την διάσπαση της κοινωνικής συνοχής και τις κοινωνικές πολώσεις, το εκτεταμένο έγκλημα στον κυβερνοχώρο και την ανασφάλεια, την γεωοικονομική αντιπαράθεση και τα μεγάλης κλίμακας περιβαλλοντικά καταστροφικά γεγονότα.
Χωρίς ευρωπαϊκή συνείδηση και ταυτότητα τόσο στο θεσμικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο η διαχείριση και αντιμετώπιση αυτών των παγκόσμιας εμβέλειας προβλημάτων και ανισορροπιών είναι πολύ δύσκολη έως ανέφικτη. Αν μάλιστα συνυπολογισθεί και η πολύ αργή ταχύτητα στην λήψη αποφάσεων και μέτρων (π.χ. μη έγκαιρη μετάβαση από την χρήση ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ενέργειας με Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) σε συνδυασμό με την οπτική του μονοδιάστατου υλικού ευδαιμονισμού στα όρια του βραχυπρόθεσμου ατομικού βιολογικού χρόνου, τότε κυριαρχούν μόνο απαισιόδοξες σκέψεις ως προς την επίλυση τους με βιώσιμη προοπτική, διότι η λήψη μέτρων μπορεί να επιφέρει και αλλαγές στον τρόπο ζωής και βίωσης της πραγματικότητας.
Πρέπει όμως να τονισθεί, ότι «άλλος δρόμος» δεν υπάρχει παρά μόνο η ευρωπαϊκή ενοποίηση όχι μόνο στο πολιτικό αλλά και στο κοινωνικό πεδίο. Τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και η κοινωνία πολιτών σε συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει χωρίς καθυστερήσεις να αρχίσουν συστηματικό διάλογο για την ακολουθητέα πορεία και την οικοδόμηση ευρωπαϊκής συνείδησης και ταυτότητας. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες πρέπει να ενεργοποιηθούν άμεσα.