«Του αετού πήρα τη γνώμη, για να φτιάξω δυο φτερά, / σαν ο κόσμος με πληγώνει, / να πετάω πολύ ψηλά. / Όλη μέρα να πετάω / στον γαλάζιο ουρανό, / να γελώ, να τραγουδάω, / τους καημούς μου να ξεχνώ. / Στα ουράνια ν’ ανεβαίνω, / σαν ο άνεμος φυσά/ και στη γη σαν κατεβαίνω, / πάλι να κοιτώ ψηλά».
(«Θέλω να κοιτώ ψηλά», από τη συλλογή ποιημάτων "Μακριά θέλω να βλέπω").
Ποια εσωτερική ανάγκη μάς σπρώχνει να πετάξουμε ψηλά; Ποια δύναμη μάς καλεί να δοκιμάσουμε το απίθανο; Ποια ηδονή είναι αυτή που μάς παρακινεί να βλέπουμε τον κόσμο από ψηλά; Ποια ματαιοδοξία είναι αυτή να θέλουμε να ξεπεράσουμε τα όριά μας και να υποτάξουμε τους φυσικούς νόμους; Ποια αποκοτιά είναι αυτή που μάς κυριεύει και μάς προστάζει να ακυρώσουμε την τυραννία της λογικής;
Γιατί να θέλει ο άνθρωπος να αναμετρηθεί με τις τρείς δεσποτείες- αναγκαιότητές του σε έναν αγώνα από πριν χαμένο; Η Βιολογική, η Κοινωνική και η Συμπαντική αναγκαιότητα πλέκουν τα δεσμά μας και μάς καθηλώνουν στη γη. Μάς συνηθίζουν, κι αυτό είναι το χειρότερο, στον συμβιβασμό, στην προσαρμογή και στην καθήλωση στο γήινο στοιχείο μας.
Δεν θα μείνω στην θρησκευτική εκδοχή του πετάγματος του χαρταετού στον ουρανό, που συμβολίζει την ανάγκη για κάθαρση και για πνευματική ανάταση. Γιατί να νιώθουμε πάντοτε πως μάς δοκιμάζει ο θεός για μία αμαρτία μας, αστοχία θα έλεγαν οι αρχαίοι; Δεν θέλω εγώ έτσι το θεό μου. Να με συγχωρεί θέλω γιατί αυτός με έπλασε έτσι για να αμαρτάνω.
Ο άνθρωπος είναι ύλη και σάρκα για να αμαρτάνει και πνεύμα για να γνωρίζει τα όριά του, τις τυραννικές αναγκαιότητές του, να υπομένει τις συνέπειες των υπερβολών του και να διορθώνει τα λάθη του.
Δεν είμαστε τέλειοι, ούτε θέλω να γίνω “άγιος”. Είμαστε τέλειοι στη φθαρτότητά μας και ατελείς στην πνευματική μας αφθαρσία.
Το πέταγμα μπορεί να είναι μία ανθρώπινη αποκοτιά, αλλά είναι ταυτισμένο με κάτι πιο βαθύ, με κάτι πιο ανθρώπινο και υπαρξιακό. Είναι ταυτισμένο με την άσβεστη φλόγα του ανθρώπου να ανυψωθεί (ψυχικά και πνευματικά) και να νιώσει ελεύθερος και δυνατός.
Δεν νιώθει ποτέ κανείς άνθρωπος αν δεν δοκιμάσει έστω και μία φορά στη ζωή του να ξεπεράσει τα όριά του.
Μπορεί να αποτύχει να πάει ψηλά, μπορεί να πέσει, όπως και ο Ίκαρος, όμως “από ψηλά έπεσε”.
Το πέταγμα δεν είναι ΥΒΡΙΣ που την προκάλεσε κάποια ΑΤΙΣ-τύφλωση του νου μας. Η ΝΕΜΕΣΙΣ θα παραβλέψει την υπερβολή μας και θα είναι επιεικής μαζί μας. Κι αν ξεχαστεί και μάς τιμωρήσει-ΤΙΣΙΣ, αυτό ας είναι ο έπαινός μας και όχι η ντροπή μας. Ας είναι η δόξα μας.
Και μην πει κανείς πως αυτός που θέλει ψηλά και μακριά να πετάξει είναι ο απροσάρμοστος και ο μισάνθρωπος. Ίσα-ίσα είναι αυτός που θέλει και τους άλλους να διδάξει πως υπάρχει και μία άλλη εκδοχή της ζωής. Γιατί ζωή δεν είναι αυτό, ή μόνον αυτό, που μάθαμε ή μάς έμαθαν, αλλά ζωή είναι και τα απαγορευμένα. Αυτά φοβούνται οι “κανονικοί” και λοιδωρούν τους ασεβείς της κοινωνικής ευταξίας.
Η “ανθρώπινη κανονικότητα” σού λένε είναι να βαδίζεις στη γη κοιτώντας και ψηλά, όχι όμως και πετώντας. To πέταγμα σού λένε πως καταστρέφει την τάξη και την πειθαρχία και κάνει τον άνθρωπο αλαζόνα. Έτσι βαπτίζουν οι δειλοί τον πόθο και το πάθος για ελευθερία και υπέρβαση. Σαν να μην ξέρουν ή σαν να μην διάβασαν ποτέ τους πως τα μεγάλα και τα σπουδαία σε αυτόν τον κόσμο τα πέτυχαν όσοι τόλμησαν το ακατόρθωτο.
Μπορεί τον Γλάρο Ιωνάθαν να τον τιμώρησαν οι κανονικοί, μπορεί να τον έδιωξαν από την κοινότητα των άλλων, των φρόνιμων γλάρων, αλλά αυτός έμεινε αιώνιο σύμβολο της απροσαρμοστίας και της ελευθερίας.
Εξάλλου και η αρχή της “απροσδιοριστίας” του Xάιζενμπεργκ δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα πέταγμα και μία “προσβολή” της κανονικότητας του Αϊνστάιν, της γνωστής “αιτιοκρατίας”.
Έτσι προχωρά, όμως, η Επιστήμη και η Ζωή. Έτσι δικαιώνεται και ο ορισμός του ανθρώπου, που άνω θρώσκει.
Ας πετάξουμε, λοιπόν, ψηλά κι ας δούμε τη ζωή αλλιώς. Όχι για να ξεχωρίσουμε από τους άλλους, αλλά για να δούμε τη ζωή αλλιώς.
Άλλοι θα μάς θα μάς πουν φευγάτους-αιθεροβάμονες κι απόκοσμους. Άλλοι θα μάς κατηγορήσουν γι αυτό το πέταγμα γιατί εισάγουμε καινά δαιμόνια στην κοινωνική ζωή και σπρώχνουμε και άλλους να δοκιμάσουν το διαφορετικό.
Εμείς, όμως, θα επιμείνουμε να πετάμε κι ας μάς γκρεμίσει το φως του ήλιου και η δύναμη του αέρα.
Τουλάχιστον έτσι και για μία φορά νιώσαμε διαφορετικοί και Ε λ ε ύ θ ε ρ ο ι…