Κεράσματα

Γιάννης Παπαθεοδώρου 19 Δεκ 2017

Παραμονές γιορτών, η υπουργός Εργασίας κ. Έφη Αχτσιόγλου εμφανίστηκε στην ΕΡΤ, προκειμένου να ανακοινώσει ακόμη ένα χριστουγεννιάτικο δώρο της κυβέρνησης. Πρόκειται για το εφάπαξ επίδομα «νεανικής αλληλεγγύης» 400 ευρώ, το οποίο θα δίδεται σε κάθε άνεργο ηλικίας από 18 έως 24 ετών. Όπως διευκρίνισε μάλιστα η κ. υπουργός, οι δικαιούχοι του επιδόματος θα είναι όλοι οι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του ΟΑΕΔ, κατά τον Οκτώβριο, που δεν λαμβάνουν επίδομα ανεργίας. Λίγο αργότερα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός έσπευσε να εντάξει τη συγκεκριμένη επιδοματική πολιτική σε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο αναπτυξιακής προοπτικής. «Η απόδοση του κοινωνικού μερίσματος», είπε ο πρωθυπουργός, «δεν είναι πράξη ευαισθησίας αλλά κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι νέοι μας είναι πιο ευάλωτοι στις πιέσεις της οικονομικής κρίσης αλλά είναι κι η ελπίδα μας για το μέλλον. Το επίδομα νεανικής αλληλεγγύης σε εγγεγραμμένους του ΟΑΕΔ μαζί με τα προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας των νέων που εξήγγειλε σήμερα η υπουργός Εργασίας είναι η πρόθεση μας να φέρουμε στο προσκήνιο την ελπίδα, να επενδύσουμε σε αυτήν. Ο δυναμισμός των νέων μας θα αλλάξει τη χώρα. Τους εύχομαι καλές γιορτές».[1]

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο τόνος των κυβερνητικών εξαγγελιών γίνεται, ασυνείδητα ίσως, ειρωνικός. Ούτε είναι η πρώτη φορά που ο μποναμάς των Χριστουγέννων συγχέεται με το κράτος πρόνοιας. Αυτό που εντυπωσιάζει στις δηλώσεις για τις παροχές είναι η αλαζονική και ταυτόχρονα εξοργιστική φαντασίωση της κυβέρνησης πως ο «δυναμισμός» —ίσως και η ψήφος— των νέων θα κερδηθεί ξανά … με 400 ευρώ! Η αντίληψη αυτή έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τον συμβολισμό ενός μικρού επετειακού δώρου προς τους μελλοντικούς ψηφοφόρους, που καλούνται πλέον να μετρήσουν την απόσταση που χωρίζει τις σειρήνες τις αποχές από την ανταποδοτική προτίμηση στην κάλπη. Από μια άποψη, το επίδομα «νεανικής αλληλεγγύης» είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική αποτυχία της κυβέρνησης, για το σχεδιασμό του μέλλοντος της χώρας. Ακριβώς επειδή αφορά τους νέους.

Η κυβέρνηση σερβίρει διαρκώς μια πολύ παλιά και αποτυχημένη «αριστερή» συνταγή γύρω από το κράτος πρόνοιας: την ισοπεδωτική και οριζόντια αντιμετώπιση των κοινωνικών παροχών είτε ως επιδομάτων «ταξικής μεροληψίας» είτε ως μισθών φτωχοποιημένης «απασχολησιμότητας». Όπως όμως σωστά παρατηρεί στο πρόσφατο βιβλίο του για τη «σοσιαλδημοκρατία σήμερα» ο Ξενοφών Κοντιάδης, «το κράτος πρόνοιας παραμορφώνεται όταν περιορίζεται στην αναδιανομή του κοινωνικού προϊόντος, αποστερούμενο λειτουργιών που αποσκοπούν στην ανανοηματοδότηση του πολιτικού και κοινωνικού πλουραλισμού, την αναβίωση της πολιτικής συμμετοχής και την επιδίωξη της κοινωνικής δημοκρατίας».[2]  Αν υπάρχει σήμερα ένα κομμάτι του πληθυσμού που πλήττεται από την κοινωνική και εργασιακή ανασφάλεια είναι σίγουρα οι νέοι. Ακριβώς για αυτό το λόγο, η λύση δεν βρίσκεται στην παθητική αλλά στην ενεργητική προώθηση των νέων στην αγορά εργασίας, και κυρίως στην πρόσβασή τους σε νέα δίκτυα εκπαίδευσης, επιχειρηματικής δράσης και ίσων ευκαιριών. Η ίδια η συμμετοχή τους στην πολιτική εξαρτάται, ολοένα και περισσότερο, από τη μεσολάβηση του κράτους πρόνοιας ως μηχανισμού καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού και όχι ως ηθικοπλαστικού φορέα εγγυήσεων για τον τρόπο «που θα μοιράσουμε τη φτώχεια μας». Αυτή η μιζεραμπιλιστική αντίληψη για το κράτος πρόνοιας,  η έκτακτη, δηλαδή, επιδοματική ενίσχυση όχι μόνο αποκόπτει τους νέους από την οικονομία αλλά τους απομακρύνει και από την πολιτική.

Το κράτος πρόνοιας, ίσως το πιο ανθεκτικό αποτύπωμα της σοσιαλδημοκρατίας στη μεταπολεμική Ευρώπη, ποτέ δεν συνδέθηκε με ένα οικονομιστικό μοντέλο αλληλεγγύης αλλά με μια βαθιά ιδεολογική στάση για τους κινδύνους που κρύβει η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής καθώς και η αποσύνδεση των υλικών συνθηκών διαβίωσης με την ποιότητα των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Ακριβώς για αυτό το λόγο, οι επιδοματικές πολιτικές δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ποτέ μόνο —και στενά— «επιδοματικές» αλλά να εστιάζουν στο πολιτισμικό πρότυπο της δημοκρατίας, τόσο ως προς την καταγραφή των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων όσο και ως προς την ένταξη τους σε μια αναπτυξιακή τροχιά. Η λογική της αποσπασματικότητας, της ευκαιριακής αναδιανομής πόρων και της «ταξικής» προστασίας οδηγεί σε μια μερικευμένη αντίληψη για το κράτος πρόνοιας, που μόνο προοδευτική δεν είναι. Το να χαρίζει η κυβέρνηση στους νέους αυτής της χώρας φιλοδωρήματα ή κεράσματα, σα να είναι τα παιδιά που λένε τα κάλαντα, είναι μια στάση που μάλλον θα τους χαλάσει τις γιορτές.

[1] http://www.kathimerini.gr/939622/article/epikairothta/politikh/h-anarthsh-toy-ale3h-tsipra-sto-twitter-gia-to-epidoma-neanikhs-allhleggyhs

[2] Ξενοφών Κοντιάφης, Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα, Πόλις, Αθήνα, 2017, σ. 163.

—για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα