Κεντροαριστερές ταμπακιέρες και προγραμματικό πλαίσιο

Γιώργος Σιακαντάρης 09 Νοε 2013

Είναι σαφές ότι αν σήμερα είμαστε σε θέση να διαπραγματευτούμε μέσα σε καλύτερες συνθήκες με τους εταίρους στην ΕΕ αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι φαίνεται να υπάρχει ένα βιώσιμο πρωτογενές πλεόνασμα. Και βεβαίως σ’ αυτό δεν φθάσαμε ξαφνικά το 2013. Η χώρα ακόμη από το 2011 με τις τεράστιες θυσίες του μεγαλύτερου τμήματος του ελληνικού λαού, αλλά και τη δουλειά των προηγούμενων κυβερνήσεων, ακόμη και αν ήταν πρόχειρη και άδικη σε πολλά σημεία, μείωσε το έλλειμμά από τα 24 δις ευρώ του 2009 σε 4 δις. Μόνο που αυτό έγινε αυξάνοντας περαιτέρω τις ανισότητες.

Πριν όμως την εμφάνιση της κρίσης και παρόλα τα δις του δανεισμού επίσης υπήρχαν μεγάλες ανισότητες. Γι’ αυτό και δεν με βρίσκουν σύμφωνο όλες αυτές οι χαιρέκακες αναλύσεις οι οποίες παρουσιάζουν το σύνολο των ελλήνων πολιτών πριν το 2009 να κολυμπά μέσα στο χρήμα, σαν τον Σκρούτζ στο χρηματοφυλάκιο του. Για παράδειγμα ο μισθός ενός δασκάλου έπειτα από 30 χρόνια υπηρεσίας άγγιζε το ένα δεύτερο ή το ένα τρίτο του μισθού των «ρετιρέ» των ΔΕΚΟ. Τότε αλλά και σήμερα η σύνταξη ενός διοικητικού υπαλλήλου του δημόσιου τομέα, πανεπιστημιακής μόρφωσης υπολείπεται περίπου 500 ευρώ του συναδέλφου του της ΔΕΗ, δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης ο συνταξιούχος υπάλληλος της ΔΕΗ, απόφοιτος Λυκείου, λαμβάνει σύνταξη κατά 60% περίπου υψηλότερη από τον αντίστοιχης μόρφωσης διοικητικό υπάλληλο.

Στην Παιδεία σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ (2011) οι πολίτες πλήρωναν συνολικά 5,17δισ. ευρώ από τις τσέπες τους, δηλαδή το 35,2% της συνολικής χρηματοδότησης που ανέρχεται στο ποσό των 14,7 δισ. ευρώ, για τις διάφορες εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών. Το 1,6 δισ. προορίζονταν για τη Μέση Εκπαίδευση. Απ’ αυτό το 37,4% πηγαίνει σε φροντιστήρια. Κι όμως κάθε χρόνο υπάρχει μεγάλη σχολική διαρροή, περίπου 40.000 παιδιά εγκαταλείπουν τα σχολεία τους.

Οι φορολογικές ανισότητες της προ 2009 περιόδου, λόγω της στενής φορολογικής βάσης, όπως δείχνει στο βιβλίο του «Η Ελλάδα στην κρίση» (Πόλις) ο Τάσος Γιαννίτσης ήταν τεράστιες. Μήπως όμως είναι καλύτερα σήμερα τα πράγματα όσον αφορά το φορολογικό σύστημα; Θα αρκεστώ μόνο στην αναφορά του καθηγητή Βασίλη Ράπανου στην παρουσίαση του προαναφερθέντος βιβλίου. Εκεί ο κος Ράπανος ανέφερε ότι «ενώ όλοι μιλούν για τη φοροδιαφυγή στους ελεύθερους επαγγελματίες, οι πρόσφατες αλλαγές μείωσαν τη φορολογία στα υψηλά εισοδήματα και την αύξησαν στα μικρά. Έτσι ενώ ο μισθωτός έχει ανώτατο συντελεστή 42%, ο ελεύθερος επαγγελματίας γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός, κ.α. έχει συντελεστή 33%. Η φορολογία στα αδιανέμητα κέρδη αυξήθηκε από 20% στο 26%, ενώ η φορολογία στα διανεμόμενα μειώθηκε, δηλαδή αντί να τονώσουμε τις επενδύσεις κάνουμε το αντίθετο».

Τα ίδια και στην υγεία. Η Ελλάδα είναι η χώρα με τις υψηλότερες (μετά τις ΗΠΑ) ανισότητες στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας παρά το γεγονός ότι έχουμε τους περισσότερους γιατρούς, φαρμακοποιούς και οδοντιάτρους ανά 1000 κατοίκους όχι μόνο στην ΕΕ αλλά και παγκόσμια. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί τα λεγόμενα «ευγενή» ταμεία υγείας αντλούν τους πόρους για την «ευγένειά» τους από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή από τους Έλληνες που πληρώνουν φόρους. Αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται.

Κεντροαριστερά όμως δεν είναι και αυτός ο πολιτικός φορέας που ανέχεται η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη να συνδέεται με την εργασία, αλλά εκείνος ο φορέας που υποστηρίζει το δικαίωμα πρόσβασης κάθε πολίτη στις υπηρεσίες υγείας, ανεξαρτήτως της εργασιακής σχέσης του καθενός. Η υγεία είναι ατομικό δικαίωμα (γι’ αυτό και η δημόσια υγεία είναι κατεξοχήν φιλελεύθερη προτεραιότητα) και όχι αντιπαροχή. Αυτή η Κεντροαριστερά δεν στηρίζει υπουργούς, οι οποίοι δηλώνουν ότι «τα ιδιωτικά συστήματα υγείας μάς συμφέρουν περισσότερο από τα δημόσια».

Είναι μήπως Κεντροαριστερά η μάχη για τη διατήρηση των προσοδοθηριούχων της προηγούμενης περιόδου; Φυσικά και δεν είναι. Αν η Κεντροαριστερά προγραμματικά ταυτίζεται με την δίκαιη αναδιανομή, οι πόροι της οποίας προέρχονται από την ελεύθερη λειτουργία της παραγωγικής επιχειρηματικής δράσης, αλλά και από το υγιές χρηματοοικονομικό σύστημα, τότε όλα τα παραπάνω καμία σχέση δεν έχουν με κάποιο σοσιαλδημοκρατικό ή κεντροαριστερό πρόγραμμα. Όσοι αντιπαραθέτουν στις προτάσεις που μιλούν για κοινωνική αναδιανομή και για τις ανισότητες την πρόθεση του κρατικιστή, μάλλον χρειάζεται να μελετήσουν τι είναι κρατισμός, τι είναι Σοσιαλδημοκρατία και κυρίως τι είναι Φιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι Κεντροαριστερά είναι ένα νεοκεϊνσιανό μοντέλο που θα ρίξει «χρήμα» στην αγορά και θα οδηγήσει στην ανάπτυξη. Κεντροαριστερά δεν σημαίνει αλόγιστες κρατικές δαπάνες. Το κράτος βιομήχανος και προμηθευτής που ρίχνει χρήμα στην αγορά δεν αποτελεί ούτε κεντροαριστερή ούτε αναπτυξιακή πρόταση. Αν σήμαινε κάτι τέτοιο τότε το 2009 που είχαμε 24 δις πρωτογενές έλλειμμα, γιατί ταυτόχρονα είχαμε ύφεση και μείωση του ΑΕΠ; Τα μεγάλα ελλείμματα δεν αποτελούν πάντα και παντού πρόβλημα, αλλά τα μεγάλα ελλείμματα που καταλήγουν σε ομάδες συμφερόντων και σε προσοδοθηρία είναι παντού και πάντα τεράστιο πρόβλημα.

Στον πυρήνα της πολιτικής της Φιλελεύθερης Σοσιαλδημοκρατίας- που

υποστηρίζω- βρίσκεται η συγκρότηση ενός κράτους παροχής κοινωνικών

υπηρεσιών, κυρίως στους τομείς της υγείας, της παιδείας και της ατομικής

ασφάλειας. Η συγκρότηση ενός τέτοιου κράτους αποτελεί εργαλείο μείωσης

των ανισοτήτων και αναδιανομής, αλλά και αναπτυξιακή πρόταση. Το κράτος

παροχής υπηρεσιών και όχι το επιδοματικό κράτος-βιομήχανος αποτελεί την

κεντροαριστερή πρόταση για την ανάπτυξη.

Νομίζω ότι αντί να συγκρουόνται για τα δευτερεύοντα, αλλά και για τις θεμιτές σε κάθε πολιτική εκπροσώπηση προσωπικές στρατηγικές, όλοι όσοι αγωνιούν για το μέλλον της Κεντροαριστεράς- ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, πολιτικές κινήσεις και 58- χρειάζεται πρώτα να καταθέσουν ένα ξεχωριστό ο καθένας ή και ένα κοινό, αν είναι δυνατόν, γενικό προγραμματικό πλαίσιο για να αρχίσει η συζήτηση. Συζήτηση που θα έχει προγραμματικό βάθος και δεν θα είναι ένας διάλογος προεκλογικών ή άλλων σκοπιμοτήτων. Αυτό το πρόγραμμα είναι η κεντροαριστερή ταμπακιέρα.