Κεντροαριστερά τώρα: ο χρόνος τελειώνει

Λευτέρης Αντωνόπουλος 12 Σεπ 2013

Η συζήτηση για την ανασύσταση της κεντροαριστεράς έδειξε πως συγκινεί ακόμα μεγάλο μέρος του προοδευτικού χώρου. Γίνεται όμως σε δανεικό χρόνο. Οι πολιτικές ηγεσίες των κεντροαριστερών κομμάτων έχουν μπροστά τους ελάχιστο διάστημα για να κάνουν το γενναίο βήμα προς μια μεταξύ τους συνεννόηση. Για την ώρα οι τωρινοί, ολέθριοι για την κεντροαριστερά εκλογικοί συσχετισμοί κινδυνεύουν να αποτυπωθούν σε δύο ακόμα εκλογικές αναμετρήσεις (ευρωεκλογές-δημοτικές). Πώς μπορεί η κεντροαριστερά να αναλώνεται σε επίπλαστες περιχαρακώσεις όταν μπροστά της επικρέμεται ένας θρίαμβος των εξτρεμιστών στους μεγάλους δήμους και ο διασυρμός της χώρας με την εκλογή κακοποιών στοιχείων στο ευρωκοινοβούλιο;

Η εκδήλωση του ΙΣΤΑΜΕ καθ’ αυτή δεν ήταν μικρό γεγονός. Πέρα από το συμβολισμό της παρουσίας των τριών ηγετών στο βήμα, υπήρξε και μια ειδοποιός διαφορά από παλιότερες πανηγυρικού ή προσωπολατρικού χαρακτήρα εκδηλώσεις. Ήταν η έκδηλη τάση πολιτικού προβληματισμού για το μέλλον της χώρας και της κεντροαριστεράς που διακατείχε ομιλητές και ακροατές. Ιδανικά, μια τέτοια εκδήλωση θα έπρεπε να είχε γίνει μια δεκαετία πριν, με τη σφραγίδα της κομματικής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ που είχε αυτοπεριοριστεί τότε σε συναφείς με την πρόσφατη διημερίδα εκδηλώσεις μόνο στον πλαίσιο του ΟΠΕΚ. Θα σηματοδοτούσε έτσι την προσπάθεια του δημοκρατικού χώρου να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του σε ένα ορθολογικό-μεταρρυθμιστικό πλαίσιο, σε άμεση συνάρτηση με τις ανάγκες της κοινωνίας και τη θέση της χώρας. Για πολλούς από όσους παρακολούθησαν την εκδήλωση η τοποθέτηση του κ. Σημίτη έμοιαζε να εκφράζει καθαρότερα το αίτημα επαναπροσδιορισμού της κεντροαριστεράς. Πράγματι θα ήταν έτσι αν ο πρώην πρωθυπουργός ήταν όχι μόνο απαλλαγμένος –όπως φάνηκε– από το δημαγωγικό κομφορμισμό των συνεδρίων του ΠΑΣΟΚ αλλά και από το βάρος μιας κυβερνητικής θητείας η οποία υπέκυψε στις παθογένειες που σκόπευε να θεραπεύσει.

Αν όμως οι παλιές ηγεσίες δεν είναι πρόθυμες ή ικανές να αποκαταστήσουν την ενότητα του κεντροαριστερού χώρου, τότε πώς θα πάρει σάρκα και οστά ένα τέτοιο εγχείρημα; Οι πιθανές απαντήσεις είναι πολλές και περιλαμβάνουν α) την προσπάθεια ανασυγκρότησης με αιχμή την κομματική – κοινωνική βάση της κεντροαριστεράς, τα συνδικάτα και τις εργατικές ενώσεις β) την εκκίνηση της προσπάθειας εκ των άνω με σύμπλευση κορυφής ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και γ) τον καταλυτικό ρόλο δεξαμενών σκέψης και ομίλων προβληματισμού. Όμως και στους τρεις αυτούς χώρους αυτοτελώς τα αιτήματα για μια νέα συνεννόηση των δυνάμεων της κεντροαριστεράς παρουσιάζουν περιορισμένη δυναμική λόγω εσωτερικών συγκρούσεων και έλλειψης ικανοτήτων. Αλλά και ο συντονισμός των όποιων δομών, εργαλείων και πόρων διαθέτουν πια οι τρεις αυτοί χώροι, ενώ είναι ίσως ο μόνος τρόπος να δοθεί ευρύτερη δυναμική στην προσπάθεια και εχέγγυα επιτυχίας, εντούτοις σκοντάφτει στα μεγαλύτερα εμπόδια.

Το πρώτο σκέλος βασίζεται στη σκεπτικό ότι η αρχή για μια νέα κεντροαριστερή πορεία με μεταρρυθμιστική κατεύθυνση δεν μπορεί να γίνει μόνο από τις ηγεσίες και τις ελίτ αλλά χρειάζεται να προέλθει και από τους πολίτες, τις δυνάμεις τις εργασίας και της κοινωνίας των πολιτών, αν πρόκειται να έχει διάρκεια. Εδώ όμως υπάρχουν εμπόδια που σχετίζονται με τη φυγή των συνδικαλιστικών ηγεσιών από τον κεντροαριστερό χώρο αλλά και τα προβλήματα συμμετοχής και νομιμοποίησης που εμφανίζουν τα συνδικαλιστικά κινήματα. Ούτε όμως και η κοινωνία των πολιτών δείχνει έτοιμη. Καθώς κυριαρχούν η διαγενεακή ανισότητα, η γήρανση του πληθυσμού και ο κοινωνικός και πολιτικός αποκλεισμός των νέων και των ανέργων, δύσκολα μπορούν να εκδηλωθούν πρωτοβουλίες από τη βάση με στοιχεία ζωτικότητας και μεταρρυθμιστικά αιτήματα, τα οποία μια νέα κεντροαριστερά θα μετουσιώσει σε πολιτική πράξη.

Το δεύτερο σκέλος εμφανίζεται είτε ως προσπάθεια συγκρότησης ενός συνομοσπονδιακού χαρακτήρα συνασπισμού κομμάτων ή υπέρβασης των σημερινών δομών με ένα νέο κομματικό σχήμα. Η συλλογιστική του βάση είναι ότι μια προσπάθεια ευρύτερης συνεννόησης και συμμαχιών κορυφής θα προσφέρει αρχικά επικοινωνιακά και δημοσκοπικά οφέλη με κατάληξη μια μεγαλύτερη συσπείρωση του κεντροαριστερού χώρου πριν από τις κάλπες. Όμως και εδώ υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός παραμέτρων με αδιευκρίνιστη κατάληξη: πρώτον, η επιτυχία ή όχι της συσπείρωσης του κεντροαριστερού χώρου από το ΠΑΣΟΚ, δεύτερον το αντίστοιχο εγχείρημα της ΔΗΜΑΡ και τρίτον η μεταξύ τους σχέση. Αφενός η επίκληση ενός εθνικού σχεδίου της ενωμένης κεντροαριστεράς από το ΠΑΣΟΚ και της ανάγκης σύγκλισης του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού από την ηγεσία της ΔΗΜΑΡ, φυσικά και επιτρέπουν τεράστια περιθώρια συμβιβασμών. Το να τοποθετείται όμως ο δημοκρατικός σοσιαλισμός σε αντιδιαστολή με τη σοσιαλδημοκρατία εκτός του ότι βρίσκεται εκτός λογικής του ευρωπαϊκού προοδευτικού και δημοκρατικού χώρου, μάλλον εξυπηρετεί τη διαστρέβλωση και δυσφήμιση των κατακτήσεων που προέκυψαν στη μεταπολεμική Ευρώπη από το διάλογο των δυνάμεων της εργασίας (κεντροαριστερά) με τις δυνάμεις του κεφαλαίου (κεντροδεξιά). Μόνο στον πολιτικό λόγο της κομμουνιστικής αριστεράς η σοσιαλδημοκρατία, η πολιτική δηλαδή έκφραση του εργαζόμενου κόσμου, έχει το χαρακτήρα συγκεχυμένης ύβρης. Επομένως, παρά τα ορατά οφέλη η σύμπνοια των δύο παρατάξεων συναντά δυσκολίες που σχετίζονται περισσότερο με τη δυσκαμψία των κομματικών θεσμών και ηγεσιών μπροστά στο ενδεχόμενο συμπόρευσης παρά με προγραμματικές ή ιδεολογικές διαφορές.

Συμπερασματικά το μεγάλο στοίχημα είναι η συμπόρευση του κεντροαριστερού προοδευτικού χώρου στην κοινοβουλευτική και κοινωνική του έκφραση. Είναι σκόπιμο το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ να λειτουργήσουν συμπληρωματικά με ορίζοντα τις εκλογικές διαδικασίες του 2014. Το ΠΑΣΟΚ γιατί από μόνο του δύσκολα θα ξεπεράσει την οικονομική δυσπραγία, την απίσχνανση των τοπικών και κλαδικών οργανώσεών του, την αυτοκατάργηση των οργάνων του πλην της ηγεσίας και την αποξένωση του από τους αντιπροσώπους του στο ευρωκοινοβούλιο. Η ΔΗΜΑΡ γιατί και αυτή δεν έχει ολοκληρώσει την οργανωτική της συγκρότηση και στερείται τα μέσα για να διενεργήσει μεγάλης κλίμακας εκλογικές εκστρατείες. Πάνω από όλα σε μια συμπόρευση των δύο κομμάτων, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να αντισταθμίσει την ευθυνοφοβία της ΔΗΜΑΡ και την απομόνωσή της στη γνώριμη για τον ανανεωτικό χώρο ανασφάλεια του ορίου του 3%. Η ΔΗΜΑΡ από την πλευρά της, μπορεί να εξισορροπήσει τη δυσνόητη για το σύγχρονο σοσιαλιστικό-σοσιαλδημοκρατικό χώρο τάση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ να προτάσσει ένα εθνικό παρά κοινωνικό προφίλ.

Ακόμα η δραστηριοποίηση δεξαμενών σκέψης και ομίλων προβληματισμού είναι παραπάνω από αναγκαία. Η κεντροαριστερά έχει ανάγκη να τροφοδοτηθεί με προτάσεις διακυβέρνησης που θα αντλούν από την νηφάλια και ορθολογική μελέτη των κοινωνικών δεδομένων και των σύγχρονων τάσεων. Για αυτό το λόγο η ενεργοποίηση του ΙΣΤΑΜΕ, του κέντρου προβληματισμού «Παπαγιαννάκης» έχουν μεγάλη σημασία για την ικανότητα του κεντροαριστερού χώρου να εκφράσει μια πρόταση διακυβέρνησης με ουσιαστικό υπόβαθρο ορθολογικής σκέψης. Η παρουσία του ιδρύματος Friedrich Ebert είναι κι αυτή ωφέλιμη για την υπόθεση της κεντροαριστεράς στο βαθμό που σηματοδοτεί την εκφρασμένη αλληλεγγύη των ευρωπαίων δημοκρατών και σοσιαλιστών από την οποία μπορεί να προκύψουν γόνιμες δράσεις με διεθνή κινητοποίηση ακτιβιστών, ανταλλαγή εμπειριών και εργαλείων πολιτικής. Το κλειδί για μια υγιή σχέση δεξαμενών σκέψης και πολιτικής κατεύθυνσης είναι ο σεβασμός στις κοινωνικές αναφορές της κεντροαριστεράς.

Εν κατακλείδι η δυνατότητα κοινής καθόδου μέσα από τα ψηφοδέλτια του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος δίνει μια διεθνιστική ευρωπαϊκή διέξοδο από τα φθαρμένα κομματικά σύμβολα και μπορεί να εκφράσει την ευρύτερη συναίνεση που απαιτεί η βάση της κεντροαριστεράς και οι ανάγκες ισότιμης και με αξιώσεις αντιπροσώπευσης στους θεσμούς ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Γενικότερα, οι διπλές εκλογές του 2014 αποτελούν την τελευταία ευκαιρία να επαναδρομολογηθούν οι ελληνικές πολιτικές εξελίξεις σε προοδευτική, μεταρρυθμιστική τροχιά. Όπως όμως έδειξε και η πρόσφατη εμπειρία της τρικομματικής, παρά τους τεράστιους κινδύνους η ικανότητα της πολιτικής ελίτ για συμβιβασμούς και υπερβάσεις είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Το τίμημα να συρθεί το άθροισμα των κεντροαριστερών δυνάμεων σε μια μη αναστρέψιμη ήττα στις επόμενες εκλογές θα είναι βαρύτατο για την κοινωνική συνοχή. Χρέος των κεντροαριστερών δυνάμεων είναι να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια συνεννόησης πριν η ορατή έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων και η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού καταστούν ολοκληρωτικά μη διαχειρίσιμες.