Κεντροαριστερά, Prorata και αυταπάτες

Νίκος Μπίστης 09 Μαρ 2017

Από τότε που η παράταξη μας κατέρρευσε σηκώνοντας μόνη της την χώρα την ώρα της κρίσης, συμμετείχα σε όλες τις προσπάθειες συγκρότησης μιας μεγάλης κεντροαριστεράς.
Σε όλες είχα μια βασική αρχή σαν οδηγό και πιστεύω οτι επιβεβαιώθηκε πλήρως παντού. Και όπου σημειώσαμε μερική επιτυχία (Ελιά με το 8%) και όπου σημειώσαμε παταγώδη αποτυχία όπως με τους 58. Η αρχή είναι ότι χωρίς το ΠΑΣΟΚ κάθε προσπάθεια είναι μάταιη και συφοριασμένη, κυριολεκτικά» είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων».
Μόνο του , πάλι,το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν μπορεί να ανασυγκρoτήσει το πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα– παράταξη και να αποκτήσει μετρήσιμο μέγεθος ικανό να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις.
Όποιοι δεν μπορούν να χωνέψουν αυτή την διπλή αλήθεια και να συμφιλιωθούν με τις επιπτώσεις της εμποδίζουν εκ των πραγμάτων και ανεξαρτήτως προθέσεως την συγκρότηση μιας μεγάλης και ισχυρής κεντροαριστεράς.
Έτσι κάποιοι θέλουν να υποβαθμίζουν η και να αγνοούν παντελώς τα ουσιαστικά πρώτα βήματα που έκανε το ΠΑΣΟΚ προς την ορθή κατεύθυνση συγκροτώντας μαζί με άλλους την Δημοκρατική Συμπαράταξη.
Μιλούν μειωτικά για «ΠΑΣΟΚ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις» , επιμένουν στην τοξικότητα του ΠΑΣΟΚ ( το οποίο υπηρέτησαν εξ απαλών ονύχων και μέχρι πρόσφατα και πολύ καλά έκαναν) ενω παρασκηνιακά αμφισβητούν και την επάρκεια της ηγεσίας της Συμπαράταξης.
Μόνο που ακριβώς- μα ακριβώς – οι ίδιες αντιδράσεις υπήρχαν και στα προηγούμενα εγχειρήματα. Γιαυτό κάποιοι έλαμψαν με την απουσία τους απο την κίνηση των 58 ενώ άλλοι συμμετείχαν μεν την τίναξαν στον αέρα δε ζητώντας ουσιαστικά την διάλυση του ΠΑΣΟΚ .
Η διαφορά είναι ότι τότε κατηγορούσαν και αμφισβητούσαν τον Βενιζέλο ο οποίος εφάρμοζε ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης μια πολιτική την οποία τώρα εξυμνούν. Αυτό που θέλω να πω είναι οτι ανακαλύπτονται προσχηματικά διαφορές είτε προγραμματικού χαρακτήρα, είτε πολιτικής συμμαχιών, ενω η ουσία έγκειται στην άρνηση της διπλής παραδοχής που ανέφερα.
Βεβαίως υπάρχουν και άνθρωποι που κάνουν τις αναμνήσεις τους πολιτική, ονειρεύονται την αναστήλωση του παλαιού κραταιού ΠΑΣΟΚ, θεωρούν την Δημοκρατική Συμπαράταξη αναγκαίο κακό, μια βιτρίνα που κάποια στιγμή θα σπάσει και από μέσα θα προβάλει το κόμμα που αγάπησαν.
Συμπαθής η νοσταλγία τους ,πολιτικά όμως απολύτως ατελέσφορη. Και ενώ θεωρητικά οι μεν βρίσκονται στον αντίποδα των δε, τους συνδέει ο μαξιμαλισμός η έλλειψη ρεαλισμού τελικά η επιμονή τους να αγνοούν το σχήμα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης
Όλο αυτό το διάστημα όσοι έθεταν ουσιαστικά την διάλυση του ΠΑΣΟΚ ως όρο sine qua non για την συμμετοχή τους στο όποιο εγχείρημα, πρόβαλλαν την αναγκαιότητα του νέου. Ενός απροσδιόριστου νέου που υπερτονίζει την υπαρκτή αντίθεση λαϊκισμού – αντιλαϊκισμού ενώ εξαφανίζει την αντίθεση αριστεράς δεξιάς την οποία εσχάτως επαναφέρουν στο προσκήνιο οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές.
Η απολίτικη νεολαγνεία , ο αναθεματισμός του παλαιού και ο μηδενισμός της περιόδου της μεταπολίτευσης (γιατί δεν μπορεί να μηδενίζεις το «τοξικό» ΠΑ.ΣΟ.Κ. και να αφήνεις ανέπαφη ολόκληρη την περίοδο της οποίας το κόμμα αυτό υπήρξε συστατικό και πρωταγωνιστικό στοιχείο) αντικειμενικά ενίσχυσε δύο ανθρώπους.
Τον Τσίπρα πρωτίστως με δραματικά αποτελέσματα για τη χώρα και δευτερευόντως τον Θεοδωράκη με αρνητικά αποτελέσματα για τον ίδιο και το Ποτάμι μετά μια θεματική εκκίνηση. Είναι λοιπόν φυσικό η επίκληση του νέου να μην έχει σήμερα την απήχηση που είχε πριν λίγα χρόνια και ο κόσμος καχύποπτος να κρατάει μικρό καλάθι.
Τον τελευταίο ενάμισυ χρόνο η Δημοκρατική Συμπαράταξη αργά αλλά σταθερά συγκεντρώνει δυνάμεις αναδεικνύεται μέσα και έξω από τη Βουλή σε ένα μικρό μεν υπαρκτό δε και αναπτυσσόμενο πόλο του χώρου της κεντροαριστεράς. Προφανώς αυτό δεν αρκεί.
Σήμερα η Δημοκρατική Συμπαράταξη και όλος ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας με την ευρύτερη έννοια βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Πρέπει να κάνει με το Συνέδριο του το ποιοτικό άλμα που θα τον καταστήσει και πάλι αριθμητικά , ποιοτικά και προγραμματικά πρωταγωνιστή των εξελίξεων. Αυτό μόνο με την συμμετοχή επιτυγχάνεται, όχι με οδηγίες προς τους ναυτιλομένους.
Σε αυτό το σημείο έρχεται η έρευνα της Prorata να επιβεβαιώσει – και όχι να διαψεύσει όπως έκαναν με επιπόλαιη ανάγνωση των ποιοτικών ευρημάτων ορισμένοι- το δίπολο με το οποίο ξεκίνησα το άρθρο μου.
Παραβλέπω ότι η διατύπωση των ερωτημάτων θέλει να υποβάλλει απαντήσεις. Για παράδειγμα κόμμα ΠΑΣΟΚ – Δημοκρατική Συμπαράταξη δεν υπάρχει. Μόνο όποιος θέλει να υποβαθμίσει την ΔΗ ΣΥ και το Συνέδριο του Ιουνίου προσθέτει στο κεφάλι ένα καπέλο με το ΠΑΣΟΚ .
Κατά λογική ακολουθία το ερώτημα » αν πρέπει όλα τα κόμματα και κινήσεις να ΣΤΟΙΧΗΘΟΥΝ ( sic) με το ΠΑΣΟΚ – Δημοκρατική Συμπαράταξη » είναι το λιγότερο παραπλανητικό.
Εγώ για παράδειγμα δεν θα επέλεγα αυτή την απάντηση γιατί δεν με ενδιαφέρει να στοιχηθώ με κάποιον, με ενδιαφέρει να γίνει Συνέδριο της παράταξης. Παρόλα αυτά 11% των ερωτηθέντων απαντάει θετικά. 9% των ερωτηθέντων απαντά ότι θα ήθελε το Ποτάμι και η Κίνηση των τριών υπουργών να προχωρήσει σε εκλογική συμμαχία. Θυμίζω ότι πριν προκύψουν σύννεφα στην σχέση τους, αυτή η προοπτική ήταν η πλέον πιθανή για αυτούς τους δύο χώρους. Τώρα πλέον μάλλον δεν υφίσταται.
Πάντως ως υπόθεση εργασίας τα δύο ερωτήματα στέκουν. Αυτό που δεν πατάει στην πραγματικότητα είναι το τρίτο που θέλει νέο κόμμα εξ αρχής. Και αυτο γιατί ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε τα άλλα κόμματα και κινήσεις που συμμετέχουν στην Δημοκρατική Συμπαράταξη δέχονται να αυτοδιαλυθούν και απο όσο μπορώ να καταλάβω ούτε το Ποτάμι. Αν η απάντηση είναι » μα συμφωνεί το 22% των ερωτηθέντων » η ανταπάντηση είναι οτι σε δυνητική απάντηση το νέο πάντα αρέσει. Το ερώτημα πχ αν χρειάζεται σήμερα νέο κόμμα στο χώρο της κεντροδεξιάς ένα 15% θα το συγκέντρωνε. Ψήφους δεν θα συγκέντρωνε.
Ας θυμηθούμε τα ποσοστά δυνητικής ψήφου που συγκέντρωνε το κόμμα του κυρίου Αβραμόπουλου όταν ανακοίνωσε την πρόθεσή του. Η προσγείωση ήταν σκληρή. Γενικώς η επίκληση του δυνητικού είναι παραπλανητική και συνήθως παίρνει κόσμο στο λαιμό της. Και αυτή ακριβώς είναι η διαφορά με την Δημοκρατική Συμπαράταξη. Αυτήν δεν » δύνανται » να την ψηφίσουν αλλά την ψηφίζουν και στις μετρήσεις για πρόθεση ψήφου την ενισχύουν.
Ενώ το Ποτάμι «δύνανται» να το ψηφίσουν 8% αλλά το ψήφισαν 4% και στις μετρήσεις το βρίσκουν στο 2,5%. Γιαυτό ας μην τρέφει κανείς αυταπάτες και ας μη θεωρεί εαυτόν ιδιοκτήτη αυτού του » δυνητικού» 22%. Αυτό που τελικά έχει ενδιαφέρον στην έρευνα της Prorata είναι ότι και αυτό το υποθετικό – δυνητικό 22% για να συγκεντρωθεί χρειάζεται σε κάθε περίπτωση το ΠΑΣΟΚ.
Επιβεβαιώνεται έτσι από άλλο αναπάντεχο δρόμο ότι «χωρίς το ΠΑΣΟΚ δεν γίνεται, μόνο με το ΠΑΣΟΚ δεν φτάνει».
Το ρεαλιστικό ερώτημα είναι : » Συμφωνείτε να ενταχθούν όλοι κόμματα κινήσεις πρόσωπα στην Δημοκρατική Συμπαράταξη και αμέσως μετά να προκηρυχθεί συνέδριο για τον Ιούνιο από το οποίο θα προκύψει ένας νέος πολυκομματικός σχηματισμός, με πολιτικές θέσεις και πρόγραμμα ,με νέο σύμβολο και ηγεσία εκλεγμένη από καθολική ψηφοφορία των μελών του;»
Και επειδή κάποιοι έσπευσαν ήδη να πουν ότι αυτό δε γίνεται , ότι είναι μεσοβέζικο και καινοφανές , ότι δεν υπάρχει προηγούμενο θέλω να τους πω ότι έτσι ακριβώς συγκροτήθηκε η Ελιά στην Ιταλία . Κυβέρνησε σαν πολυκομματικός σχηματισμός δύο φορές τη χώρα και στην πορεία εξελίχθηκε σε ενιαίο κόμμα. Το ενιαίο κόμμα πρέπει να είναι η κατάληξη δεν μπορεί να είναι όρος για την εκκίνηση.
Η εμμονή στο όλα η τίποτε οδηγεί τους φορείς αυτής της αντίληψης με μαθηματική ακρίβεια στο τίποτε. Και είναι κρίμα γιατί κυριολεκτικά -και δεν είναι σχήμα λόγου- κανείς δεν περισσεύει.
Αντιθέτως, συνετά αλλά και σταθερά βήματα μπορούν να εξασφαλίσουν και την ενότητα και την ανανέωση.
Θα είναι εύκολος ο δρόμος; Οχι θα είναι δύσκολος αλλά δεν υπάρχει άλλος. Έχουν λυθεί ή συμφωνηθεί όλα τα ζητήματα προοπτικής, συνεργασιών κλπ. Όχι αλλά γιαυτό γίνονται τα Συνέδρια, για να αποφασίζουν πολιτική, πρόγραμμα και ηγεσία. Και όταν ανοίξει συζήτηση θα δούμε ότι οι διαφορές μας είναι πολύ μικρότερες από τις εικαζόμενες. Τι εγγυήσεις έχουμε; Μόνο τη συμμετοχή μας και την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας.
Όποιος ζητάει συνεχώς από άλλους εγγυήσεις, τρέμει τους – αποδυναμωμένους σε κάθε περίπτωση- μηχανισμούς και φοβάται να μετρηθεί ας μην ασχολείται με την πολιτική.
Η τελευταία ως γνωστόν δεν διεξάγεται σε συνθήκες εργαστηρίου.