Η συζήτηση για το μέλλον της Κεντροαριστεράς επαναλαμβάνεται κάθε φορά που κανένα από τα κόμματα που αυτοτοποθετούνται κατά καιρούς σε αυτό τον χώρο δεν βρίσκεται στην εξουσία και δεν έχει προοπτικές να βρεθεί σύντομα σε αυτήν. Ας θυμηθούμε την περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, τότε που η Αριστερά είχε βαπτιστεί υποτιμητικά «και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις». Καθώς επίσης και την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ -ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για την ακρίβεια-, τότε που ο όρος «Κεντροαριστερά» ήταν ύβρις και είχε απαξιωθεί πολιτικά με τον χαρακτηρισμό «Ολανδρέου».
Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η περίοδος του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος του Κώστα Σημίτη ο οποίος από την αρχή της θητείας του απηύθυνε κάλεσμα στην Αριστερά για συνεργασία από το βήμα του συνεδρίου του «Συνασπισμού». Το κάλεσμα αυτό, παρά το ότι συνάντησε την κάθετη άρνηση της τότε ηγεσίας του Νίκου Κωνσταντόπουλου, είχε θετική ανταπόκριση σε μερίδα στελεχών της Αριστεράς. Όμως, ούτε η «Ελιά» ούτε και το «Κίνημα Αλλαγής» αργότερα κατάφεραν τελικά να ξεπεράσουν τις προσωπικές και μικροκομματικές παθογένειες του χώρου. Η προσθήκη του «ΠΑΣΟΚ» στο όνομα του ΚΙΝΑΛ από το 2021 ενταφίασε κάθε ειλικρινή κεντροαριστερή προοπτική.
Μετά την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, το 2023, και την εγκαθίδρυση της κομματικής κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας, η συζήτηση για την Κεντροαριστερά αναζωπυρώθηκε. Ειδικά μετά το πρόσφατο καταλυτικό για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ο σχετικός διάλογος απέκτησε και τα χαρακτηριστικά προτάσεων οργανωτικών μορφών τις οποίες θα μπορούσε να πάρει το νέο εγχείρημα. Άλλοι έβαλαν στο τραπέζι την ιδέα της συμμαχίας κομμάτων με τη μορφή της ομοσπονδίας άλλοι την κοινή κάθοδο στις εκλογές με αρχηγό που θα εκλεγεί από τη βάση, άλλοι προχώρησαν ακόμα περισσότερο ζητώντας τη συγχώνευση των δύο κομμάτων.
Το σκεπτικό των σχεδίων αυτών είναι αυτονόητο. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει -και θα συνεχίζει- την πτωτική του πορεία, το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να κερδίσει την πρωτοκαθεδρία του χώρου και η Νέα Δημοκρατία, παρά τις εμφανείς αποστάσεις που κράτησε δια της αποχής ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού της σώματος, συνεχίζει να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό. Ο μόνος τρόπος λοιπόν, σύμφωνα με τους κεντροαριστερούς «θεωρητικούς», είναι να αθροιστούν οι δυνάμεις των δύο κομμάτων ώστε να προκύψει ένα εκλογικό ποσοστό ικανό να απειλήσει την κυβερνητική πλειοψηφία. Η συμμετοχή των σχημάτων που συγκρότησαν διάφοροι «πρωταγωνιστές» της κρίσης, όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο Γιάνης Βαρουφάκης και πρόσφατα τα αποχωρήσαντα στελέχη της «Νέας Αριστεράς» προβλέπεται, λόγω διαφωνιών, να κριθεί στην πορεία και κατά περίπτωση.
Ωστόσο, το σχέδιο αυτό θα πρέπει να λάβει υπ’ όψη του και τα παράλληλα σχέδια που έχουν τεθεί σε εφαρμογή τόσο από τον νυν όσο και από τον πρώην πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Στέφανος Κασσελάκης μπορεί να μην πολυκαταλαβαίνει από κεντροαριστερά σενάρια -ούτε και ο όρος φαίνεται να του λέει κάτι- αλλά δηλώνει την ετοιμότητά του να θέσει υποψηφιότητα για να νικήσει οποιονδήποτε θα θελήσει να αμφισβητήσει την ηγεσία του. Ο Αλέξης Τσίπρας, που έκανε ήδη το πρώτο βήμα στο rebranding του, θέλει να αξιοποιήσει την «ξηρασία» του χώρου και να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο ως ο κεντροαριστερός μεσσίας με την καινούργια του σοσιαλδημοκρατική φορεσιά.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον όπου ο κάθε αποδοκιμασθείς από τους πολίτες στην κάλπη «κεντροαριστερός» επιζητεί την πολιτική του επιβίωση μέσω τεχνητών συγκολλήσεων και ανατάξεων προκύπτει μια εύλογη απορία: Τι δουλειά έχει να αναμειχθεί σε τέτοιου είδους σχέδια το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ; Να θεωρούν, άραγε, όσα στελέχη του βλέπουν θετικά μια τέτοια εξέλιξη, ότι η κεντροαριστερή αυτή συμμαχία μπορεί να αποτελέσει την εναλλακτική πρόταση εξουσίας απέναντι στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη; Να μην συνειδητοποιούν τον κίνδυνο να ανοίξουν έτσι την κερκόπορτα για να εισβάλλει ξανά στο πολιτικό σκηνικό ο αριστερός λαϊκισμός που τόσο ακριβά κόστισε στη χώρα;
Συνέχεια στην Athens Voice