Αν και ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας διεθνώς είναι μετέωρος, διάφοροι “ισμοι” όπως ο λαϊκισμός, ο εθνικισμός ή ο ρατσισμός τείνουν να κυριαρχήσουν στο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι και η διάκριση αριστεράς-δεξιάς γίνεται ολοένα και πιο θολή, η ελληνική πολιτικήσκέψη, ένα βήμα πιο πίσω, κινείται σε μια πεπαλαιωμένη ανάγνωση της πολιτικής γεωγραφίας και σε μια ανάλυση που κυρίως αναπτύχθηκε τον προηγούμενο αιώνα σχετικά με τις κυρίαρχες κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις.
Τον τελευταίο καιρό, στα πλαίσια αυτής της ψευδεπίγραφης πραγματικότητας, έχει αναπτυχθεί μια συζήτηση σχετικά με την πολιτική εκπροσώπηση της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας και μας υποχρεώνει να παρέμβουμε -μιας και αυτή δυστυχώς καθορίζει τις ζωές μας- για να εκφράσουμε τις έτσι κι αλλιώς διαφορετικές απόψεις μας και στη συνέχεια, με ένα επόμενο βήμα, να επιχειρήσουμε να την ανατρέψουμε.
Αναπτύχθηκε λοιπόν μια φιλολογία ύστερα από την -κατά “δήλωση” (!!!) κάποιων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ- μετατόπισή του στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, εάν δικαιωματικά ο χώρος της κεντροαριστεράς μπορεί πλέον να εκφράζεται από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν και θα άξιζε να σχολιαστεί η υπεραπλουστευμένη αυτή άποψη ή σκέψη, δεν έχουμε σκοπό να το κάνουμε αφού το θέμα έχει συζητηθεί αρκετά και η επιχειρηματολογία των ενιστάμενων σε μια τέτοια εκδοχή έχει ολοκληρωθεί.
Όμως υπάρχει ένα βασικό ερώτημα στο οποίο οι θιασώτες μιας τέτοιας θεωρίας και προοπτικής για το μέλλον της κεντροαριστεράς θα πρέπει να τοποθετηθούν.
Παρότι το Κίνημα Αλλαγής είναι ο αναμφισβήτητος εκφραστής της κεντροαριστεράς -και όχι μόνο κατά “δήλωσή” των στελεχών του- προς τι η αναζήτηση κάποιου άλλου και μάλιστα από διαφορετικό χώρο;
Εδώ τα επιχειρήματα και οι απαντήσεις ποικίλλουν αλλά πάντως η βασική θέση είναι ότι το πρόσωπο που ηγείται της προσπάθειας δεν “τραβάει”, ότι δηλαδή η Φώτη Γεννηματά είναι “λίγη” γι’ αυτόν το ρόλο.
Φυσικά, η επιχειρηματολογία υποστηρίζεται και από άλλα επιχειρήματα, όπως π.χ. ότι το ΠΑΣΟΚ, το οποίο αποτελεί τον κορμό της κίνησης, είναι φθαρμένο ή ότι απουσιάζει η πολιτική πρόταση.
Τα επιχειρήματα αυτά πράγματι είναι ισχυρά, αλλά ο τρόπος με τον οποίο προβάλλονται δείχνει ότι δεν ακολουθείται πειστικά η αρχή της αιτιότητας των πραγμάτων και ότι τα επιχειρήματα αναζητούνται προκειμένου να τεκμηριώσουν την επιθυμία.
Αλήθεια, γιατί όταν προβάλλεται το επιχείρημα ότι το ΚΙΝΑΛ εμπεριέχει μέσα του τη φθορά του ΠΑΣΟΚ, αποσιωπάται η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα επίπεδα, πράγμα που αποδεικνύει η δημοσκοπική κατρακύλα του και κυρίως η δημοφιλία του πρωθυπουργού, η χαμηλότερη για πρωθυπουργό στην ιστορία των δημοσκοπήσεων;
Αλλά μήπως παρουσιάζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ κάποια πολιτική πρόταση, η οποία μας διαφεύγει; Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε έξυπνη ιδέα, πρόταση ή σκέψη πέρα από κάποια επικοινωνιακά τρικ.
Άρα λοιπόν το βασικό ζήτημα που παραμένει είναι η Φώφη Γεννηματά ως αρχηγός και η “ανεπάρκειά” της.
ΟΙ υποστηρικτές όμως της άποψης αυτής, διανοούμενοι, πολιτικοί αναλυτές κλπ, κατά βάση πολέμιοι του λαϊκισμού και υπέρμαχοι του ορθού λόγου, θα πρέπει να μας απαντήσουν για τον τύπο ηγεσίας που προκρίνουν.
Τον παντοδύναμο ηγέτη που επικοινωνεί αδιαμεσολάβητα με το λαό, ή τον ηγέτη που μοιράζει ρόλους και διεκδικεί να είναι πρώτος μεταξύ ίσων; Ποιος κατά τη γνώμη τους “τραβάει” και ποιος όχι;
Όποιοι προκρίνουν τον πρώτο τύπο ηγεσίας τότε πολύ καλά κάνουν και στρέφονται προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ίδια την ιδέα της σοσιαλδημοκρατίας.
Φυσικά, όλοι θα επιθυμούσαμε την παρουσία ενός ηγέτη που να εμπνέει, ταυτόχρονα να σέβεται τους θεσμούς και ενίοτε να πηγαίνει κόντρα στο κύμα. Όταν ανακαλύψουμε αυτό το σπάνιο είδος, ας προστρέξουμε.
Αυτό που σήμερα έχει ανάγκη η χώρα είναι να κατανοήσουμε την πραγματικότητα, να αξιοποιήσουμε τις δυνάμεις του τόπου και να απαλλαγούμε από τους ηγέτες “σωτήρες”.
Και επειδή ο χώρος του κέντρου αποτελεί την ήρεμη δύναμη, με κοινωνικές ευαισθησίες και θεσμική αντίληψη της δημοκρατίας, η ηγεσία που του ταιριαζει είναι μια ηγεσία αποσυγκεντρωτική, που μοιράζει ρόλους και δίνει χώρο σ’ αυτούς που μπορούν να προσφέρουν στον τόπο. Που μπορεί να στηρίζει προσωπικότητες και να στηρίζεται απ’ αυτές. Μια ηγεσία που αδυνατίζει τον προσωποκεντρισμό και ενισχύεται από τη διεύρυνσή της.
Μεγαλέξανδροι στη σημερινή Ελλάδα δεν φαίνεται να υπάρχουν. Αντίθετα, υπάρχουν διεσπαρμένες δυνάμεις που μόνο μια “αδύναμη” ηγεσία μπορεί να προσελκύσει.
Κλείνοντας: Εάν απαντηθεί το ερώτημα για τον τύπο της ηγεσίας που επιθυμούμε, τότε μπορούμε εύκολα να απαντήσουμε σ’ ένα επόμενο ερώτημα:
Κίνημα Αλλαγής ή ΣΥΡΙΖΑ;