Η μέχρι σήμερα αποτυχία της προσπάθειας για την ενότητα των πολιτικών δυνάμεων που κινούνται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, δεν οφείλεται μόνο σε οργανωτικές-διαδικαστικές διαφορές ή στις διαταραγμένες σχέσεις μεταξύ ορισμένων εκ των ηγεσιών. Όλα αυτά ασφαλώς και δυσκόλεψαν τη σύγκλιση στην παρούσα φάση. Όμως, το μεγαλύτερο εμπόδιο που υφίσταται και που λίγο απασχόλησε τον δημόσιο διάλογο, είναι το ιδεολογικό στίγμα και ο πολιτικός προσανατολισμός του προτεινόμενου νέου ενιαίου φορέα.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη κινείται στον χώρο της Κεντροαριστεράς και διακηρύσσει την ανάγκη ενός νέου φορέα της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Το Ποτάμι από την άλλη, κατ΄ επανάληψη δηλώνει ότι ανήκει στον χώρο του προοδευτικού κέντρου και ότι δεν ενδιαφέρεται για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς. Στο προοδευτικό κέντρο εντάσσονται επίσης και οι άλλες πολιτικές κινήσεις του ενδιάμεσου χώρου οι οποίες βρίσκονται εκτός Δημοκρατικής Συμπαράταξης και οι οποίες επιμελώς αποφεύγουν οποιαδήποτε αναφορά στη Κεντροαριστερά ή στη σοσιαλδημοκρατία, με μοναδική εξαίρεση τους «Μεταρρυθμιστές» του Σπ. Λυκούδη που συνεργάζονται όμως με το Ποτάμι.
Ως εκ τούτου, πρόκειται για δυο συγγενείς αλλά διαφορετικούς πολιτικούς χώρους και υπό την έννοια αυτή, η πολυσυζητημένη πολυδιάσπαση δεν αφορά στην πραγματικότητα τις συγκροτημένες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, οι οποίες πλέον συνυπάρχουν σχεδόν όλες στη Δημοκρατική Συμπαράταξη. Αντίθετα, πολυδιάσπαση συνεχίζει να υφίσταται στον χώρο του προοδευτικού κέντρου, όπου δραστηριοποιούνται τουλάχιστον τρεις διαφορετικοί πολιτικοί φορείς (Ποτάμι, Ώρα Αποφάσεων, Δημοκρατική Ευθύνη) αλλά και η Ένωση Κεντρώων.
Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί την ανάγκη ενότητας των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας με τις δυνάμεις του προοδευτικού κέντρου, την οποία υποστηρίζουν σθεναρά οι «Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία». Μόνο χάρις σε μία τέτοια ενότητα θα μπορέσει η παραδοσιακή Κεντροαριστερά να μπολιαστεί περαιτέρω με τις ιδέες και τις δυνάμεις του πολιτικού φιλελευθερισμού και του εκσυγχρονιστικού μεταρρυθμισμού, ώστε να ενισχυθεί ο ανανεωτικός της λόγος και η δυνατότητα της να συσπειρώσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Το ποιος όμως από τους δύο αυτούς πόλους της ενότητας θα ασκεί ηγεμονικό ρόλο, παραμένει ζήτημα ουσιαστικής διαφοράς, που μόνο οι επόμενες κάλπες ή οι μελλοντικές δημοσκοπήσεις θα μπορέσουν να το επιλύσουν, εάν δεν το έχουν ήδη κάνει.
Σε άμεση συνάφεια με τον κεντρώο ή σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα του ενιαίου φορέα είναι και το ακανθώδες ζήτημα του πολιτικού προσανατολισμού και των συνακόλουθων μετεκλογικών συνεργασιών. Αν και οι μετεκλογικές συνεργασίες πρέπει να αποφασίζονται μετά και όχι πριν τις εκλογές, η αναπόφευκτη και δικαιολογημένη συζήτηση που έχει ήδη ανοίξει, καθιστά φανερό πως ένας κεντρώος πολιτικός σχηματισμός πολύ πιο εύκολα μπορεί να συνεργαστεί με ένα δεξιό ή κεντροδεξιό κόμμα απ’ ότι ένας σοσιαλδημοκρατικός φορέας, ο οποίος έχει μεγαλύτερες προγραμματικές και πολιτικές διαφορές. Πολύ περισσότερο μάλιστα που στη δική μας περίπτωση, οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας δεν έχουν ως στόχο την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ μόνο για να υπάρξει άλλη καλύτερη κυβέρνηση, αλλά και για να επανακτήσουν την ηγεμονία στον λεγόμενο «προοδευτικό» χώρο, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για το μέλλον της χώρας.