Kεντροαριστερά: Η συζήτηση που δεν γίνεται

Εύη Δεληπέτρου 20 Σεπ 2012

Ρήξη με το παρελθόν επαγγέλεται ο κ. Λοβέρδος. Δυναμική Ελλάδα ευαγγελίζεται ο κ. Μόσιαλος. Μεγάλη, δημοκρατική παράταξη της αριστεράς φαντασιώνεται τον ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Τσίπρας, θεωρώντας την ηγεμονία του δεδομένη και τους άλλους ως Ενωση Κέντρου ή ΚΟΔΗΣΟ, απειλώντας με το διαβόητο ‘χρονοντούλαπο της ιστορίας’ όποιον δεν πείθεται από ένα γενικόλογο καταγγελτισμό και εναν αφελή,στην καλύτερη περίπτωση ριζοσπαστισμό. Ομως αυτός ο ριζοσπαστισμός δεν ειναι τίποτε άλλο από έναν επικίνδυνο ηθικισμό: ο ηθικισμός πάντα προσπαθεί να επιβάλλει την δική του, άκριτη αντίληψη γιά το ‘καλό’, που ορίζει σε αντιδιαστολή με κάποιο ‘κακό’, και να το παρουσιάσει ως αδιαμφισβήτητα αληθινό. Ετσι τα γεγονότα γίνονται εύπλαστη ύλη υπό την πίεση ενός πολιτικού βολονταρισμού. Ευτυχώς όμως η αλήθεια δεν ειναι ποτε γενική, ειναι συγκεκριμένη και δεν είναι θέμα επιθυμίας.

Αν μέρος της Αριστεράς έχει προσβληθεί μαλλον ανεπανόρθωτα από το μικρόβιο ενός δημαγωγικού ηθικισμού, οι κύριοι δυνητικά πολιτικοί εκφραστές της κεντροαριστεράς έχουν εδώ και χρόνια προσβληθεί απο ένα άλλο: αυτό του θετικισμού. Και βέβαια δεν αναφερόμαστε στον κ. Λοβέρδο και πολλούς άλλους που συνεχίζουν να είναι φορείς ενος ανίατου ελληνικού ιού: του απτόητου παραγοντισμού που εκλαμβάνει την πανωλεθρία ως επιβεβαίωση. Αναφερόμαστε σε πραγματικές και όχι κατ’επίφασην μεταρυθμιστικές δυνάμεις στην Ελληνική κοινωνία, που άλλοτε με συγκρατημένο ενθουσιασμό, άλλοτε με μετρημένη καχυποψία, στήριξαν και στηρίζουν το μεταρυθμιστικό εγχείρημα. Ο θετικισμός δεν είναι μόνο ένα φιλοσοφικό και πολιτικό δόγμα που γεννήθηκε μαζί με τη νεωτερικότητα και εκκινεί από το αξίωμα ότι είναι δυνατό να γνωρίσουμε πλήρως τον κόσμο και να τον μετασχηματίσουμε αλλάζοντας μόνο κάποιες βασικές κοινωνικές και οικονομικές δομές. Κυρίως δέχεται αξιωματικά ότι οι συνειδήσεις, οι νοοτροπίες, οι κοινωνικές ιδιοπροσωπείες και οι πρακτικές αλλάζουν λίγο-πολύ αυτόματα όταν μετασχηματίζονται δομές και θεσμοί, και με αυτήν την έννοια αντιλαμβάνεται την κοινωνική μεταρύθμιση ως εφαρμογή θεσμικών και δομικών εκσυγχρονισμών και στρατηγικών ανάπτυξης που απορέουν από κοινωνικές νομοτέλειες: εδώ το ‘καλό’ ορίζεται ως το ‘αποδεδειγμένα’ αληθινό και η αλήθεια ταυτίζεται με μία ουδέτερη αντίληψη γιά το τι είναι σύγχρονο και προοδευτικό πού θεωρούνται αυταπόδεικτα. Ετσι η αλήθεια ως κριτική αναζήτηση, το σύγχρονο ως συνεχές διακύβευμα πού δεν ταυτίζεται με την προσαρμογή στο τρέχον και δεν εξαντλείται στα πλαίσια ενός γενικού τύπου αλλά απαιτεί διαρκείς, τολμηρές ρήξεις, συγκρούσεις και επιλογές, ατροφούν. Τι να συζητήσεις και πώς, όταν το διακύβευμα της συζήτησης θεωρείται δεδομένο και αυταπόδεικτο;

Οι μεταρυθμιστικές δυνάμεις στην ελληνική κοινωνία θεωρούσαν συνήθως τον εαυτό τους- πιθανά δικαίως- ως μειοψηφικό ρεύμα. Θεωρούσαν όμως την κοινωνική πλειοψηφία, οχι μόνο συντηρητική και αντίπαλη, αλλά και κύριο υπαίτιο της μειούμενης δυναμικής των μεταρυθμιστικών σχεδίων. Είναι καιρός όμως να δούνε και τις δικές τους εγγενείς αδυναμίες και ευθύνες. Η μερική, τουλάχιστον αποτυχία, του μεταρυθμιστικού εγχειρήματος πού ξεκίνησε το 1996 δεν οφείλεται μόνο στιις αντιστάσεις μιας κοινωνίας που δεν ήθελε να μεταρυθμιστεί, όσο ισχυρές και αν ήταν. Οφείλεται κυρίως στην τεχνοκρατική, θετικιστική αντίληψη του εκσυγχρονισμού που αντιλαμβάνεται τη μεταρύθμιση ως θεσμικό και όχι ως πολιτισμικό γεγονός, που πρότασε οικονομικές μεταρυθμισεις ενώ αδιαφορούσε για την παιδεία και την εκπαίδευση, που συνταγογραφούσε μεταρυθμιστικές δόσεις ως δόσεις φαρμάκου πού θα κοιμίσουν τον ‘ασθενή’ και θα επιφέρουν τη μετάλλαξή του σε σύγχρονο Ευρωπαίο εν υπνώσει, χωρίς συζήτηση, διάλογο και ρήξη. Που αντιλαμβανόταν τη συνύπαρξη της διττής και πολλαπλής ταυτοτητας του σύγχρονου Ευρωπααίου, Ελληνα πολίτη ως μη προβληματική, προιόν ‘πλαστικής επέμβασης’ μάλλον παρά πολιτισμικής μέθεξης και σύγκρασης. Που στοχοποιουσε μόνο τα κακά της υπανάπτυξης και δεν προβληματιζόταν απο τα προβλήματα της ύστερης ανάπτυξης. Που τέλος αδιαφορούσε για το ποιόν απροκάλυπτα ιδιοφελών οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών ηγεσιών που διαιώνιζαν την πολιτισμική τους ευτέλεια στην ελληνική κοινωνία, αρκεί να φορούσαν τον εκσυγχρονιστικό μανδύα.

Ολα αυτά ομως δεν έχουν συζητηθεί και χωρις να γίνει αυτό το μεταρυθμιστικό εγχείρημα μάλλον θα ακροβατεί. Το μέλλον του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διατύπωση και τη διερεύνηση ενός καίριου ερωτήματος: Tι είδους μεταρύθμιση και με ποιούς;