Η Ευρώπη διανύει κρίση. Ήδη, μεγάλο μέρος ευρωπαϊστών διανοούμενων εκφράζει τον σκεπτικισμό για τις τρέχουσες εξελίξεις και την συμβατότητά τους με το οραματικό πρότυπο της ΕΕ, της συνύπαρξης των κρατών μελών σε ένα περιβάλλον δημοκρατίας χωρίς διακρίσεις έναντι των πολιτών της. Η συζήτηση για το θέμα αφορά συνήθως τη δημοκρατική νομιμοποίηση των ευρωπαϊκών θεσμών, καθώς δεν είναι λίγοι που πιστεύουν ότι έχει από καιρό χαθεί. Η δημοκρατική νομιμοποίηση των θεσμών προκύπτει είτε άμεσα -εξαιτίας της λαϊκής εντολής που στηρίζει τη συγκρότησή τους, όπως π.χ. στην περίπτωση του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου- είτε έμμεσα, εξαιτίας της κοινωνικής αποδοχής των αποτελεσμάτων από τις ενέργειες των θεσμών που δημιουργούνται από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις. Τέλος, δημοκρατική νομιμοποίηση μπορεί να προκύπτει και σε περιπτώσεις πίστης όπως στη θρησκεία ή την ιδεολογία.
.
Η ΕΕ έχει στηριχθεί στην πίστη των πολιτών επί των αρχών της δημοκρατίας και του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα που εκπροσωπεί. Επίσης, έχει στηριχθεί στην άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση μέσω της εκλογής των εκπροσώπων στο κοινοβούλιο, ή την αναμενόμενη εκλογή του νέου Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τέλος, οι θεσμοί διοίκησης της, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), διεκδικούν τη δημοκρατική νομιμοποίησή τους έμμεσα, από την αποδοχή των αποτελεσμάτων εκ των αποφάσεων και της δράσης τους. Η κρίση και η διαχείρισή της από την πολιτική ηγεσία της ΕΕ, έχουν σίγουρα συγκλονίσει τα θεμέλια της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Η πολιτική εξουσία των άμεσα νομιμοποιημένων θεσμών, αλλοιώνεται από την παρέμβαση των τεχνοκρατών των Βρυξελλών. Η ΕΚΤ με τις αποφάσεις της στο πλαίσιο διάρθρωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας, έχει εξωθήσει πολλά κράτη μέλη σε κατάρρευση ρευστότητας. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η μεγαλύτερη απονομιμοποίηση της ΕΕ προκύπτει από τα δεδομένα. Η ανεργία στην ευρωζώνη έχει φτάσει στο ύψος ρεκόρ του 12,2%, ο ευρωσκεπτικισμός ενισχύεται πολιτικά σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη, η πόλωση μεταξύ πλουσίων και φτωχών έχει μεγαλώσει, η μεσαία τάξη έχει συρρικνωθεί, στα πιο αδύναμα οικονομικά κράτη σημειώνεται αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, ενώ τα ακροδεξιά ή και ναζιστικά κόμματα παρουσιάζονται ή ενισχύονται σε ολοένα περισσότερα εθνικά κοινοβούλια.
.
Η πολιτική που έχει οδηγήσει σε αυτά τα αποτελέσματα, εκπορεύεται από τον γερμανικό ηγεμονισμό, που θέτει ως προτεραιότητα τη δημοσιονομική εξυγίανση των κρατών μελών παράλληλα και την εναρμόνιση των θεσμικών τους πλαισίων στην οργάνωση του δημόσιου τομέα και στις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών. Στόχος, να αποκτήσουν τα κράτη μέλη εξαγωγικό προσανατολισμό με υψηλή ανταγωνιστικότητα, αλλά και πλήρως εναρμονισμένα και άρα ελεγχόμενα δημόσια οικονομικά. Και όλα αυτά, υπό το ασφυκτικό νομισματικό πλαίσιο της σταθερότητας των τιμών και του περιορισμού του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα (κάτω του 3%), ώστε να μη διακυβευθεί η ανταγωνιστικότητα των γερμανικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές μέσω πληθωριστικών πιέσεων που μπορεί να εξασκηθούν στη γερμανική οικονομία από υψηλό πληθωρισμό σε άλλα κράτη μέλη. Αποκύημα αυτής της προτεραιοποίησης, είναι η θεσμική αυτοτέλεια της ΕΚΤ υπό το ασφυκτικό κανονιστικό πλαίσιο της απόλυτης στόχευσης για την σταθερότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, με την πλήρη αδιαφορία για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Πλέον, ανάπτυξη και απασχόληση αποτελούν στόχο των κυβερνήσεων που διατηρούν το προνόμιο της δημοσιονομικής πολιτικής, ενώ εμμέσως μπορούν να επηρεάζουν την εισοδηματική πολιτική και βέβαια την παραγωγικότητα μέσω μεταρρυθμίσεων και θεσμικών προσαρμογών. Στο πλαίσιο αυτό, η νομισματική πολιτική εκχωρείται αποκλειστικά στις τράπεζες, που αναλαμβάνουν να ρυθμίζουν την προσφορά χρήματος ανάλογα με τις απαιτήσεις της ζήτησης και υπό την υψηλή εποπτεία της ΕΚΤ. Διαμορφώνεται έτσι μια Ευρώπη των τραπεζών, καθώς είναι η δική τους απόφαση να χαλαρώνουν ή να περιορίζουν τα κριτήρια χρηματοδότησης που τελικά ορίζει τον επιχειρηματικό χάρτη κάθε οικονομίας. Και πάντα υπό το πρίσμα της περιοριστικής και μη υποβοηθητικής νομισματικής πολιτικής, που καταλήγει σε πολλές περιπτώσεις χωρών σε περιορισμούς ή και κατάρρευση ρευστότητας.
.
Αποκύημα της ίδιας πολιτικής είναι και η συντηρητική προσέγγιση έναντι των λύσεων στα προβλήματα της κρίσης που ταλανίζει τα κράτη μέλη της ΕΕ, όσο και η άρνηση εκχώρησης εξουσιών σε θεσμούς άμεσης εκπροσώπησης, ή ακόμα και η εμμονή του ελέγχου των μηχανισμών που λαμβάνουν αποφάσεις μέσω βαρύτητας ψήφων που ευνοούν τους ισχυρούς της ΕΕ και πρώτα από όλους την ίδια τη Γερμανία. Έτσι, στο όνομα της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με θεσμικά κατοχυρωμένη πολιτική και οικονομική ηγεμονία της Γερμανίας και ένα ελεγχόμενο τραπεζικό σύστημα, το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν είναι πια το ίδιο για όλους. Αντί για μια Ευρώπη των λαών, προκύπτει μια Ευρώπη με ισχυρή και εμμένουσα ύφεση, πτωχεύσεις επιχειρήσεων και ανεργία, έντονες ταξικές διαφορές και κοινωνική πόλωση, σε ένα πλαίσιο οργάνωσης που αναπαράγει την οικονομική κυριαρχία της Γερμανίας και συνεπακόλουθα, την πολιτική κυριαρχίας της. Επιπλέον, για τα κράτη με τραπεζικά συστήματα με λίγες και ισχυρές (συστημικές) τράπεζες, οι διοικήσεις τους αποκτούν εμμέσως πολιτικές εξουσίες καθοδήγησης της ίδιας της διάρθρωσης της οικονομικής και παραγωγικής βάσης της χώρας. Η ποιότητα της ίδιας της δημοκρατίας τίθεται σε αχαρτογράφητη τροχιά. Η δε ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, υλοποιείται ως μια συνέχεια διευθετήσεων με απόλυτο κριτήριο τη διατήρηση της θέσης της Γερμανίας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και τον εκγερμανισμό των ευρωπαϊκών χωρών, τουλάχιστον στον τομέα της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών.
.
Το μοντέλο αυτό έχει την πλήρη υποστήριξη επί των βασικών αρχών του τόσο από τα χριστιανοδημοκρατικό, όσο και από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας. Φυσικό συνεπακόλουθο, η υποστήριξη από τα δεξιά και σοσιαλιστικά κόμματα της ευρύτερης γερμανικής επιρροής. Ο γερμανικός προσανατολισμός για το σχηματισμό συμμαχικών κυβερνήσεων με την υποστήριξη των δύο αυτών χώρων, είναι χαρακτηριστικός.
.
Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα
.
Η απεικόνιση αυτής της στρατηγικής στη χώρα μας, κατανοεί τη σοσιαλδημοκρατία σαν προοδευτική διάθλαση μιας κοινής πολιτικής στόχευσης. Σαν ένα ηχόχρωμα σε μια προκαθορισμένη συμφωνία. Ουσιαστικά, η πορεία της χώρας είναι προδιαγεγραμμένη. Το μόνο που μένει για την εθνική κυβέρνηση (όταν και όποτε συγκροτείται) υπό προοδευτική κατεύθυνση, είναι η όσον το δυνατόν κοινωνικά αποδεκτή άρση των εμποδίων για την έλευση του αναπόφευκτου. Ο εκσυγχρονισμός ως κακέκτυπη ανάπτυξη, που η προοδευτικότητά του αφορά αποκλειστικά την υιοθέτηση του ευρωπαϊκού πολιτισμικού μοντέλου, και ας χάσκουν οι κοινωνίες και περιθωριοποιούνται οι άνεργοι και οι φτωχοί. Πρωτεύον: η διατήρηση του πλαισίου δημοσιονομικής πολιτικής που καθορίζεται ενιαία από την γερμανικού ηγεμονισμού ΕΕ. Το είδος του καπιταλισμού προσδιορίζεται από την κυριαρχία των τραπεζών που αναλαμβάνουν την αναπαραγωγή του συστήματος. Το μόρφωμα της πραγματικής οικονομίας θα ακολουθήσει αναλόγως, οδηγώντας σε ολιγοπωλιακές ή λιγότερο ολιγοπωλιακές διαρθρώσεις. Η ισορροπία μεταξύ της δημοκρατίας και της πολιτικής κοινωνίας και των τραπεζών, μένει να λυθεί από το πολιτικό σύστημα. Οι ταξικές και κοινωνικές διαστρωματώσεις, έπονται. Οι πολιτικοί και κομματικοί συσχετισμοί, υποταγμένοι στην αναγκαιότητα σχηματισμού συμμαχικών κυβερνήσεων εντός του πλαισίου. Και όσο αντέξει!
.
Ελλάδα και ΕΕ
.
Για την Ελλάδα, ο δρόμος της αποχώρησης από το ευρώ και την ΕΕ ισοδυναμεί με την κατάρρευση της οικονομίας. Η αποκοπή από τη χρηματοδοτική στήριξη της ΕΕ και της τρόικας, θα μετεξελιχθεί σε μακροχρόνια δομική απομόνωση από τις διεθνείς αγορές. Η χώρα θα βρεθεί σε ανάγκη συνεχούς αυτοχρηματοδότησης, ενώ οι περιορισμοί των παραγωγικών δυνατοτήτων θα καταλήγουν σε περιορισμό των δαπανών, μαζική ανεργία, κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου και οχλοκρατία. Η αναζήτηση εναλλακτικών οικονομικών συμμαχιών, είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να γίνει με πολιτικά ανταλλάγματα, στο πλαίσιο διμερών διαπραγματεύσεων της χώρας με τους προτιθέμενους χρηματοδότες. Καθίσταται έτσι ιδιαίτερα πιθανή η προοπτική της απώλειας εθνικής κυριαρχίας και η επιβολή πολιτικών και οικονομικών επιλογών που θα εκφεύγουν κάθε θεσμικού ελέγχου από το πλαίσιο διεθνικών κανόνων συνεργασίας αναπτυγμένων χωρών, όπως αυτές της ΕΕ ή του ΟΟΣΑ.
.
Η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας είναι μονόδρομος. Αυτός ο μονόδρομος, ωστόσο, δεν προσδιορίζεται εξαιτίας της οικονομικής συγκυρίας ή ως το αναπόφευκτο αντάλλαγμα της χρηματοδότησης. Προκύπτει και από τη θεμελιώδη συμφωνία της πατρίδας στο ευρωπαϊκό όραμα για την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των ευρωπαϊκών λαών, υπό το πλέγμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού που βασίζεται στις αδιαπραγμάτευτες αρχές διασφάλισης και σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ίσων ευκαιριών και κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης, σε ένα περιβάλλον δημοκρατίας, ανοικτών, προσβάσιμων και ανταγωνιστικών αγορών.
.
Ποια Ευρώπη;
.
Όμως, ποια είναι η Ευρώπη στην οποία προσβλέπουμε; Σίγουρα δεν μπορεί να είναι η Ευρώπη του γερμανικού ηγεμονισμού. Η κεντροαριστερά που προσδιορίζεται από τις ανάγκες και τη στρατηγική της γερμανικής ιντελιγκέντσιας (χριστιανοδημοκρατικής ή σοσιαλδημοκρατικής), συγκρούεται αντικειμενικά με τις αρχές μιας προοδευτικής παράταξης που στοχεύει σε μια κοινωνία με δικαιοσύνη, ίσες ευκαιρίες και αναπτυξιακές προοπτικές, σε μια κοινωνία με ισχυρή παρουσία της μεσαίας τάξης, που αποτελεί την κινητήρια κοινωνική συνιστώσα της, σε μια κοινωνία αλληλεγγύης. Μια τέτοια κεντροαριστερά, πρέπει να προσδιοριστεί από τη διεκδίκηση μιας άλλης Ευρώπης, μιας άλλης πρότασης οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικής ισορροπίας, πολιτικής και πολιτειακής συγκρότησης στο δρόμο προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η δική μας κεντροαριστερά, πρέπει να θέτει ως στόχο όχι την κακέκτυπη ανάπτυξη, αλλά την προοδευτική αναδιάταξη του συστήματος στο σύνολό του, όσο και στις επιμέρους συνιστώσες του. Διεκδικώντας την Ευρώπη των λαών, σε μια θεσμική διάταξη που θα κατοχυρώνει την αντιπροσωπευτικότητα των συσχετισμών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, θα σέβεται την συμμετοχή των κρατών μελών στην ευρωπαϊκή ομοσπονδία, αλλά θα μεριμνά για το σύνολο των ισότιμων ευρωπαίων πολιτών. Σε μια Ευρώπη που θα κυριαρχούν οι ελεύθερες και ανταγωνιστικές αγορές και όχι τα ολιγοπωλιακά συστήματα, η πραγματική οικονομία και όχι οι τράπεζες. Μια Ευρώπη χωρίς εμπόδια εισόδου και εξόδου στις επιχειρήσεις, χωρίς προνομιακές σχέσεις μεταξύ κομμάτων και επιχειρηματικών συμφερόντων. Μια Ευρώπη που θα διαχειρίζεται εξίσου τη δημοσιονομική, την εισοδηματική όσο και τη νομισματική πολιτική, με στόχο και την σταθερότητα αλλά και την ανάπτυξη και την απασχόληση. Μια Ευρώπη με πρόνοια για όλους, κοινωνική αλληλεγγύη και κυρίως ίσες ευκαιρίες. Αυτή η άλλη κεντροαριστερά προτείνει αλλαγές για τη Ευρώπη. Αλλαγές στο καταστατικό της ΕΚΤ ώστε η πολιτική της να προνοεί εξίσου και για την ανάπτυξη και την απασχόληση διαμορφώνοντας το πλαίσιο έκδοσης ευρωομολόγου. Αλλαγές στις αρμοδιότητες του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και ενίσχυση των ελέγχων των οργάνων της ευρωπαϊκής διοίκησης από τα εκλεγμένα αντιπροσωπευτικά σώματα της ΕΕ. Επιτάχυνση και ουσιαστικοποίηση της πορείας Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπό τις αρχές της αλληλεγγύης και της συνεργασίας. Συγκρότηση και υιοθέτηση ενός ευρωπαϊκού συντάγματος που θα κατοχυρώνει στην πράξη τις αρχές της ειρηνικής και δημοκρατικής συνύπαρξης όλων των ευρωπαίων, θα συντείνει στη διεύρυνση της συνεργασίας προβλέποντας για τη δυνατότητα ενός κράτους να αυτοεξαιρείται από ενιαίες ρυθμίσεις υπό προϋποθέσεις, χωρίς να χάνει την ιδιότητα του μέλους.
.
Στο όραμα αυτής της Ευρώπης η δική μας κεντροαριστερά δεν συμβιβάζεται υπό το ψευδεπίγραφο ευρωπαϊσμό του γερμανικού ηγεμονισμού αλλά αποκτά ταξικά χαρακτηριστικά, ευδιάκριτο πολιτικό λόγο, ιδεολογικό στίγμα και κοινωνική αναφορά. Δεν συμβιβάζεται με τις δυνάμεις αναπαραγωγής του κυρίαρχου συστήματος που εγγυάται την «ησυχία» των γερμανικών συμφερόντων στην προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης. Αντίθετα διεκδικεί την αλλαγή του συστήματος που μας έφερε στην κρίση σε μια νέα ισορροπία της θέσης της χώρας στον ευρωπαϊκό οικονομικό χάρτη. Δεν ενδίδει στις απαιτήσει των ειδικών συμφερόντων αλλά προνοεί και μάχεται για το γενικό συμφέρον και την συνακόλουθη προσαρμογή των ειδικών. Δεν υποτάσσεται στις απαιτήσεις των συστημικών τραπεζών αλλά οργανώνει ένα ανταγωνιστικό και ασφαλές τραπεζικό σύστημα με πολλές ανταγωνιστικές και υγιείς τράπεζες που εξασφαλίζουν φθηνό και προσβάσιμο χρήμα στις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Δεν υπακούει στα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά της πραγματικής οικονομίας, της επιχειρηματικότητας και των πολιτών.
.
Όχι στο «μνημόνιο». Ναι στην εθνική ευθύνη
.
Στο πλαίσιο αυτό η άλλη κεντροαριστερά διεκδικεί ειδική ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας από την ΕΚΤ καθόλη τη διάρκεια της προσπάθειας της για την υπέρβαση της κρίσης. Επιβάλλει και εποπτεύει το πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών ώστε να μειωθεί το κόστος χρήματος, να ενισχυθούν αξιοκρατικά οι επενδύσεις και να υποστηριχθούν οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων των πολιτών και των επιχειρήσεων. Διαπραγματεύεται για την μείωση του χρέους και τη χαλάρωση των όρων αποπληρωμής του. Απαιτεί την επιμήκυνση των χρονικών περιθωρίων σύγκλισης για την διευκόλυνση της εφαρμογής πραγματικών μεταρρυθμίσεων που ανασχεδιάζουν το κράτος και το πλαίσιο ανοικτής και ανταγωνιστικής λειτουργίας της οικονομίας σε μηδενική βάση. Εναρμονίζει το εθνικό φορολογικό σύστημα στις αυστηρότερες των διατάξεων για την πάταξη της φοροδιαφυγής και καλεί για την διακρατική συνεργασία που θα συντονίσει τη καταπολέμηση του μαύρου χρήματος. Αναδιανέμει τα βάρη προς όφελος των μη προνομιούχων στρωμάτων και ενισχύει τη μεσαία τάξη. Και όλα αυτά όχι ως υποχρέωση έναντι μιας διεθνικής συμφωνίας αλλά ως ευθύνη ενός δημοκρατικού και εθνικά κυρίαρχου κράτους έναντι των πολιτών και του μέλλοντος τα χώρας.
.
Αυτή η άλλη, η δική μας κεντροαριστερά δεν προσδιορίζεται συμμαχώντας με τη δεξιά ούτε σέρνεται σε άνευ αρχών συμπράξεις με την αγωνία της κυβερνοποίησης της. Διεκδικεί το δικό της όραμα στη βάση της δικής της αυτόνομης πολιτικής πρότασης και του ευδιάκριτου ιδεολογικού στίγματος. Στη βάση αυτή συμπράττει, συνεργάζεται, συγκυβερνά. Με προκαθορισμένα όρια εντός των περιθωρίων που θέτει η φυσιογνωμία, η αντίληψη και οι αρχές της. Δεν ετεροκαθορίζεται. Καθορίζει. Δεν ηγεμονεύεται. Ηγεμονεύει.