Η υποψηφιότητα του Γιώργου Καμίνη άλλαξε ριζικά την κατάσταση στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Εκεί που φαινόταν πως οι διαδικασίες για τη δημιουργία του «νέου φορέα» είχαν βαλτώσει σε ενδοπασοκικούς βυζαντινισμούς, δημιουργήθηκε η βάσιμη ελπίδα πως κάτι ουσιαστικά νέο μπορεί να προκύψει. Γιατί ο Γιώργος Καμίνης δεν έχει εμπλακεί σε κομματικές διαδικασίες και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως είναι φθαρμένο πολιτικό πρόσωπο – αντιθέτως, ενώ η Κεντροαριστερά κατέρρεε, ο ίδιος πέτυχε δύο μεγάλες νίκες κερδίζοντας την Αθήνα και από τη ΝΔ και από τον ΣΥΡΙΖΑ, χάρη στην προσωπικότητά του και την επιτυχημένη δημαρχιακή θητεία του. Τα επιχειρήματα του Ποταμιού και της Ωρας Αποφάσεων πως η διαδικασία ανάδειξης ηγεσίας δεν ήσαν παρά συνωμοσίες πασοκικών μηχανισμών με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα την εκλογή της Φώφης Γεννηματά, δεν ισχύουν πια και οι δύο σχηματισμοί θα πρέπει να ξαναδούν τη στάση τους.
Υπάρχει βέβαια κάτι το παράδοξο σε αυτήν τη διαδικασία που το έχει επισημάνει ο ευρωβουλευτής της ΔΗΣΥ και πιθανός υποψήφιος για την ηγεσία Νίκος Ανδρουλάκης: ότι εκλέγεται αρχηγός ανύπαρκτου ακόμα κομματικού φορέα. Το σύνηθες και λογικό είναι να προηγείται ιδρυτικό συνέδριο όπου ψηφίζονται οι ιδεολογικές, προγραμματικές και πολιτικές θέσεις και μετά εκλέγεται η ηγεσία.
Εχουμε όμως νέα πολιτικά φαινόμενα: ο Εμανουέλ Μακρόν αυτοανακηρύχθηκε υποψήφιος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, εξελέγη πρόεδρος και στη συνέχεια κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές, ενώ το κόμμα του δεν έχει κάνει ποτέ συνέδριο. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ομοίως αυτοανακηρύχθηκε υποψήφιος πρόεδρος, πολιόρκησε και κατέλαβε το ρεπουμπλικανικό κόμμα και κέρδισε την προεδρία των ΗΠΑ με εντελώς προσωπική πολιτική ατζέντα. Αλλά ίσως δεν είναι ίδιο μόνο των προεδρικών συστημάτων αυτό: ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν «κόμμα», όπως τα ξέραμε τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση και μετά κέρδισε τις εκλογές; Νομίζω ήταν απλώς ομάδα μερικών εκατοντάδων επίμονων και υπομονετικών πολιτικών στελεχών με μερικές χιλιάδες συνοδοιπόρους.
Δεν νομίζω πως πρέπει να αποδώσουμε τα φαινόμενα αυτά στην ύπαρξη «χαρισματικών ηγετών» ή σε «βοναπαρτιστικές τάσεις»: τα μαζικά κόμματα του 20ού αιώνα εκλείπουν, τα αντικαθιστούν ομάδες πολιτικών που συσπειρώνονται γύρω από τις ηγεσίες τους και διεκδικούν την ψήφο των πολιτών μέσω των πολυποίκιλων επικοινωνιακών διαύλων. Πρόκειται για νέα πραγματικότητα, την οποία φαίνεται να αποδέχεται σιωπηρά και ο κόσμος της Κεντροαριστεράς.
Η εξαφάνιση των μαζικών κομμάτων έχει το καλό ότι εξαφανίστηκαν οι πανελλήνιοι κομματικοί στρατοί που περίμεναν να αλώσουν το κράτος. Και το κακό, ότι περιορίζεται η πολιτική συμμετοχή των πολιτών. Αλλά αν η πολιτική συμμετοχή είχε στόχο την προσωπική αποκατάσταση μέσω του πελατειακού κράτους, γιατί ο περιορισμός της να είναι κακός;