Η Δημοκρατική και Προοδευτική Παράταξη, η Κεντροαριστερά, η σοσιαλδημοκρατία δεν ήταν ποτέ μικρή σε αυτόν τον τόπο. Όχι γιατί κάποιος την επέβαλε, αλλά γιατί οι πολίτες την επέλεγαν.
Η Κεντροαριστερά συνέδεσε την ιστορία, την πορεία και τη μοίρα της με την ελληνική κοινωνία, εξέφρασε πλειοψηφικά τα αιτήματά της, λατρεύτηκε με πάθος στα καλά και μισήθηκε σφόδρα στα δύσκολα, ως ερωμένη που πρόδωσε την εμπιστοσύνη του αγαπημένου της λαού.
Η οικονομική κρίση έφερε την κοινωνία αλλά και το πολιτικό μας σύστημα στα όρια τους.
Η Ευρώπη διαχειρίστηκε την κρίση με αμυντική εσωστρέφεια, φόβο και άγνοια. Οι ισχυροί της περιχαρακώθηκαν στα στενά εθνικά τους συμφέροντα, αρνήθηκαν τις υπερβάσεις που απαιτούνταν για το κοινό ευρωπαϊκό όραμα και την άμβλυνση των εσωτερικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Το δόγμα της «λιτότητας» και της «δημοσιονομικής προσαρμογής» επικράτησε στενόμυαλα -λες και είναι πιο ρεαλιστικό να κυνηγάς άπιαστους αριθμούς από το να ενδιαφέρεσαι για την ευημερία των ανθρώπων.
Όλα αυτά μαζί οδήγησαν σε έντονο σκεπτικισμό και μετέτρεψαν την οικονομική κρίση σε κρίση Πολιτικής και Δημοκρατίας.
Στην Ελλάδα, η αδυναμία της Πολιτικής να δώσει λύσεις στα υπαρκτά προβλήματα και στις παθογένειες που ούτως ή άλλως είχαμε και πριν την κρίση, η επακόλουθη έλλειψη της ελπίδας και ο κοινωνικός αυτοματισμός που επιβλήθηκε επιτυχώς στη δημόσια σφαίρα κι έστρεψε τον κάθε πολίτη έναντι του άλλου, νομιμοποίησαν τελικά την απαξίωση κάθε δημοκρατικής έκφρασης και ισοπέδωσαν την εκλογική επιρροή της Δημοκρατικής Παράταξης.
Πολλοί από εμάς μείναμε για πολύ καιρό σιωπηλοί. Λόγω του σοκ της κατάρρευσης, εκχωρήσαμε λανθασμένα το αποκλειστικό δικαίωμα στο δημόσιο λόγο σε μύθους και ψεκασμούς, στο αδηφάγο τέρας του αντιμνημονιακού λαϊκισμού, σε δήθεν αγανακτισμένους παρθενογεννημένους επαναστάτες που ξεπλένουν το παρελθόν τους και αναβαπτίζονται πηδώντας σε νέες κομματικές κολυμβήθρες από τη μία και σε υπονομευτές της Δημοκρατίας από την άλλη. Η ελληνική κοινωνία με την ανοχή μας πήρε διαζύγιο από τη Λογική, παραδόθηκε στον ανέξοδο και ατελέσφορο λαϊκισμό και έφτασε να αποδεχτεί το ναζισμό και το φασισμό στην καθημερινότητά της.
Αυτά τα φαινόμενα στην πράξη όχι μόνο δε βοήθησαν, αλλά αντίθετα υπονόμευσαν τις πολύ μεγάλες θυσίες που ούτως ή άλλως έχουν ήδη κάνει οι Έλληνες πολίτες.
Γι’ αυτό και τα νέα πολιτικά μορφώματα δεν ενίσχυσαν την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων, ούτε έχουν πείσει ότι μπορούν εκτός από μια προσωρινή έκφραση αντίδρασης να αποτελέσουν αξιόπιστες επιλογές για το μέλλον.
Έτυχε να είμαι παρών στις εκδηλώσεις της Πρωτοβουλίας των 58 τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Αθήνα. Οι παρευρισκόμενοι -πολίτες από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες- σίγουρα δε θα συμφωνούσαν μεταξύ τους σε όλα τα επιμέρους ζητήματα. Άλλοι πιο φιλελεύθεροι, άλλοι πιο κεϋνσιανιστές. Ο καθένας ενδεχομένως με μια διαφορετική ερμηνεία για το τι έφταιξε στο παρελθόν.
Αλλά με έναν κοινό τόπο συνεννόησης, ότι έχει έρθει η ώρα να ξεπεράσουμε το παρελθόν και να δημιουργήσουμε ενωμένοι το μέλλον.
Αν μας ενώνει κάτι όλους όσους είδαμε θετικά την Πρωτοβουλία των 58, είναι δύο λέξεις: Ευθύνη και Αποτελεσματικότητα. Αλλιώς, η κοινωνική ευαισθησία -όσο κι αν διατυμπανίζεται- μένει στα λόγια.
Για να ξαναγίνει μεγάλη η Κεντροαριστερά οφείλει να ισορροπήσει ανάμεσα στην απόρριψη του λαϊκισμού και στην αποφυγή του ελιτισμού.
Η Κεντροαριστερά ήταν πάντα τα πλατιά στρώματα του κόσμου της εργασίας, ήταν τα άλλοτε δυναμικά αλλά σήμερα χτυπημένα από την κρίση μεσαία στρώματα, πρέπει να είναι οι σημερινοί άνεργοι και οι μη προνομιούχοι, οι αντοχές των οποίων δοκιμάζονται απάνθρωπα από τους δογματιστές του νεοφιλελευθερισμού.
Μόνο αν η βάση της προοδευτικής παράταξης ανακτήσει την εμπιστοσύνη της σε αυτή και βγει σθεναρά και ενωμένη υπέρ της στην κοινωνία, θα αλλάξουμε το κλίμα. Από κάτω προς τα πάνω, αντίστροφα δε γίνεται.
Η Πρωτοβουλία των 58 είναι μια ευκαιρία να ξεπεράσουμε την ψυχοθεραπεία και να μην αυτομαστιγωθούμε άλλο. Να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς με το παρελθόν και χωρίς ενοχές να κερδίσουμε την αίσθηση μιας νέας συλλογικότητας στο χώρο μας για το καλό της χώρας. Να βάλουμε ως στόχο όχι απλά την πρόσθεση μικρών εκλογικών ποσοστών για έναν «εναλλακτικό τρίτο πόλο», αλλά τη δημιουργία ενός πλειοψηφικού και νικηφόρου ρεύματος λογικής που θα ξαναδώσει δικαίωμα στην ελπίδα σε όλους εμάς που νιώθουμε σήμερα πολιτικά ορφανοί.
Το διακύβευμα τελικά ξεπερνάει κατά πολύ μια θετική καταγραφή στις επόμενες εκλογές.
Η ευθύνη μας είναι να πείσουμε τους πολίτες ότι μέσα από την Πολιτική και τη Δημοκρατία μπορούμε να επηρεάσουμε τη μοίρα μας και ν’ αλλάξουμε τα πράγματα.