Ένας τακτικός επισκέπτης του «κέντρου φιλοξενίας προσφύγων» στη Μόρια αφηγείται τις εντυπώσεις του
—του Λεωνίδα Παλιακού—
Πριν από δύο χρόνια στο κέντρο κράτησης στη Μόρια αναμετριόμασταν με τη λογική των «στρατοπέδων συγκέντρωσης» και των Auschwitz. Τρομάζαμε με τα ανεπαρκή λυόμενα, τους υψωμένους τοίχους και τους αστυνομικούς που φυλούσαν αμπαρωμένες πόρτες. Πάνω από όλα τρομάζαμε με εκείνα τα συρματοπλέγματα που διαχώριζαν αυστηρά τον εξωτερικό άδειο χώρο και το μέσα της. Και τότε ήταν δύσκολο να μπεις και να βγεις — άδειες από την αστυνομία, αξεπέραστες γραφειοκρατικές δυσκολίες. Στην πράξη ωστόσο, κάποιες φορές τουλάχιστον, τα πράγματα γίνονταν απλά. Αν κάποιος είχε κέφια, αν κάποιος μπερδευόταν, αν τύχαινε βρε παιδί μου μπορεί και να περνούσες έτσι. Μαθαίναμε, ωστόσο, ότι απαγορεύεται. Αυστηρά. Ήμασταν τότε στην εποχή των «λαθρομεταναστών» και των κολαστηρίων τύπου Αμυγδαλέζα.
Το περασμένο καλοκαίρι, προς τις αρχές του, η Μόρια φάνηκε στα μάτια όσων από εμάς την επισκεπτόμασταν αραιά και πού να αλλάζει. Ο εγκλεισμός είχε αποκτήσει χαρακτηριστικά προσωρινότητας και με αυτή την έννοια ήταν πολύ περισσότερο ανεκτός από τους ανθρώπους που μετακινούνταν, που έφευγαν. Το εντός των συρματοπλεγμάτων και το εκτός είχαν γίνει λιγότερο ευδιάκριτα. Ο εξωτερικός χώρος είχε γεμίσει εξίσου ασφυκτικά με τον μέσα, οι συνθήκες ήταν παντού αφόρητες αλλά μέσα ήταν χειρότερα. Οι άνθρωποι που έμπαιναν για να λάβουν το χαρτί προσωρινά ελεύθερης μετακίνησης υφίσταντο για λίγο έναν απόλυτο εγκλεισμό, όχι μόνο εντός των τειχών, αλλά και εντός των λευκών κελιών που έβραζαν, συχνά χωρίς νερό, χωρίς δυνατότητα μετακίνησης εντός της δομής. Ήταν η εποχή των κέντρων «φιλοξενίας», των ανοιχτών κέντρων, των ανοιχτών δομών, του ανοίγματος. Την εποχή εκείνη για να περπατήσει κανείς από το ένα κτίριο σε άλλο, από την είσοδο τάδε στην έξοδο δείνα έπρεπε να πατήσει υποχρεωτικά πάνω σε σωρούς από πλαστικά μπουκάλια ούρων που έκαναν έναν ανατριχιαστικό ήχο. Μισούσα πάντα τις εξισώσεις και τις γενικεύσεις τύπου «Auschwitz είναι όλα αυτά». Ομολογώ, όμως, ότι την στιγμή ακριβώς που ακροβατούσα πάνω στα μπουκαλάκια, προσπαθώντας να μην τα σπάσω, έφερα στο μυαλό μου μια αίθουσα με κρανία στο μουσείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο…
Διαβάστε τη συνέχεια στο dim/art