Η ανακοίνωση δημιουργίας και λειτουργίας των πρώτων κέντρων κράτησης παράνομων μεταναστών δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει. Τρια χρόνια νωρίτερα, την επομένη των ευρωεκλογών του 2009, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προέβη σε ανάλογη ανακοίνωση βλέποντας τα ποσοστά της να διολισθαίνουν και τη δυνατότητα ανανέωσης της λαϊκής εντολής να απομακρύνεται επικίνδυνα. Και τότε είχε ανακοινωθεί η λειτουργία των πρώτων κέντρων κράτησης και είχαν μάλιστα ξεκινήσει και οι εργασίες σε κάποιους χώρους. Και τότε υπήρξε έντονη η αντίδραση των τοπικών κοινωνιών σε αυτή την προοπτική. Συνεπώς σήμερα κάτι άλλαξε ή πρόκειται να δούμε να επαναλαμβάνεται το ίδιο έργο;
Τον Αύγουστο του 2010 η κυβέρνηση Παπανδρέου κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το «Ελληνικό Σχέδιο Δράσης για τη Διαχείριση των Μεταναστευτικών Ροών». Ο σκοπός του κειμένου ήταν διπλός: αφενός να απαντήσει στις κατηγορίες των ευρωπαίων εταίρων της χώρας μας για την αναποτελεσματικότητα, το έλλειμμα και τη μη ορθόδοξη εφαρμογή της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής, αφετέρου να παρουσιάσει πρωτοβουλίες οι οποίες θα απαιτήσουν πόρους από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Σχέδιο Δράσης έχει ήδη εγκριθεί και ανάμεσα στις δεσμεύσεις του είναι και η δημιουργία «Νέων Κέντρων Κράτησης». Στους χώρους αυτούς θα κρατούνται οι υπό απέλαση αλλοδαποί που μετά τη διαδικασία καταγραφής και ταυτοποίησης είτε θα αποδεικνύεται ότι δεν ανήκουν στην κατηγορία των αλλοδαπών που χρήζουν διεθνούς προστασίας ή ειδικής προστασίας, είτε θα είναι σε αυτούς που απορρίπτεται τελεσίδικα το αίτημά τους για διεθνή προστασία. Συνεπώς, με τις πρόσφατες εξαγγελίες η ελληνική κυβέρνηση έρχεται να υλοποιήσει, μεταξύ άλλων, κάτι για το οποίο δεσμεύτηκε στους εταίρους της ότι θα πράξει. Το ερώτημα, όμως, το οποίο γεννάται είναι το εξής: Πρόκειται να λυθεί με αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα της εισόδου και διαμονής παράνομων μεταναστών; Θα δούμε να αλλάζει η κατάσταση προς το καλύτερο στο πολύπαθο κέντρο της Αθήνας; Να μειώνεται η εγκληματικότητα; Τέτοιες πρωτοβουλίες συμβάλλουν στην εξεύρεση λύσης σε ένα θέμα που είναι πρωτίστως ευρωπαϊκό και που αφορά στο σύνολο των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Η δημιουργία των χώρων κράτησης μπορεί να ανατρέψει την υφιστάμενη κατάσταση υπό τρεις προϋποθέσεις: Πρώτον, ότι είναι εφικτές οι απελάσεις και ότι λύνεται σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα των ανεφίκτου απελάσεως αλλοδαπών. Δεύτερον, ότι συνδράμει προς αυτή την κατεύθυνση η διαδικασία ασύλου. Τρίτον, ότι κόβεται ο ομφάλιος λώρος της περιφέρειας με το κέντρο της Αθήνας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να εκτελεστεί μια απέλαση αποτελεί η δυνατότητα απομάκρυνσης του παράνομου αλλοδαπού. Αυτό όμως δεν είναι πάντοτε εφικτό για την περίπτωση των ανεφίκτου απελάσεως. Πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό αριθμό μεταναστών οι οποίοι παραμένουν στη χώρα μας και οι οποίοι συνεχίζουν να καταφθάνουν κατά χιλιάδες. Η απέλαση ενός αλλοδαπού απαιτεί την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων από τις προξενικές αρχές του κράτους προέλευσής του. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει πρωτίστως να ταυτοποιηθεί, γεγονός το οποίο δεν είναι αυτονόητο όταν στερείται σκοπίμως εγγράφων που πιστοποιούν την ταυτότητα, τη χώρα προέλευσης και τη χώρα καταγωγής του. Ακόμα, όμως, και όταν αυτό επιτυγχάνεται οι αλλοδαπές προξενικές αρχές των κυρίως χωρών αποστολής εμφανίζονται συχνά απρόθυμες να συνεργαστούν και θέτουν αριθμητικούς περιορισμούς στην εξέταση των ελληνικών αιτημάτων. Στόχος τους: η αποστολή εμβασμάτων και η αντιμετώπιση των οξύτατων κοινωνικών προβλημάτων στις πατρίδες τους μέσω και της μετανάστευσης. Δεν πρέπει, επιπλέον, να μας διαφεύγει το σημαντικό πρόβλημα που υπάρχει για τον επαναπατρισμό παράνομων μεταναστών από χώρες που δεν έχουν διπλωματική εκπροσώπηση στη χώρα μας (Αφγανιστάν, Σομαλία, Μαυριτανία). Το πρόβλημα των ανεφίκτου απελάσεως δεν έχει λυθεί μέχρι σήμερα και δεν πρόκειται να λυθεί με τη δημιουργία των κέντρων κράτησης. Και για να δώσουμε μια τάξη μεγέθους του προβλήματος το 2011 πραγματοποιήθηκαν 25.000 απελάσεις όταν ο αριθμός των συλληφθέντων από τις αστυνομικές και τις λιμενικές αρχές ανήλθε στις 87.000. Και κάθε χρόνο παραμένει στη χώρα μας ένας σημαντικός αριθμός παράνομων μεταναστών πολλοί εκ των οποίων χαρακτηρίζονται ως ανεφίκτου απελάσεως. Αναμφίβολα το θέμα αυτό πρέπει να επιλυθεί σε συνεργασία με τους ευρωπαίους εταίρους μας, αναλαμβάνοντας ο καθένας το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί, λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη ότι οι παράνομοι μετανάστες επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τη χώρα μας ως κράτος διέλευσης και όχι ως τελικό προορισμό.
Εάν οι ανεφίκτου απελάσεως αποτελούν ένα σημαντικό αριθμό εκ των παράνομων μεταναστών, οι υπόλοιποι είναι αιτούντες άσυλο, κάτοχοι ροζ κάρτας. Το άσυλο με τη μορφή που λειτουργούσε έως σήμερα με τη μακρά διαδικασία εξέτασης ενός αιτήματος δημιουργούσε παράνομους μετανάστες. Αφενός γιατί γίνονταν καταχρηστική επίκληση από τους μη έχοντες το δικαίωμα προκειμένου να διασφαλίσουν το νόμιμο της διαμονής τους. Αφετέρου γιατί οι έχοντες το δικαίωμα δεν κατέθεταν αίτημα καθώς είτε θα ταλαιπωρούνταν, είτε θα απαξιώνονταν από την όλη διαδικασία, είτε πιθανώς θα αδικούνταν από την τελική απόφαση. Το ευτύχημα στην περίπτωση του ασύλου έγκειται στο ότι σήμερα έχουν εξεταστεί όλες οι αιτήσεις σε α’ βαθμό και ότι η απάντηση σε κάθε αίτημα δίνεται πλέον σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το «καταφύγιο» εν προκειμένω βρίσκεται στο β’ βαθμό όπου οι διαδικασίες κινούνται σε αργούς ρυθμούς. Το μήνυμα ακόμα ότι η καταχρηστική επίκληση της ιδιότητας του πρόσφυγα παύει να συνιστά λύση δεν έχει αποσταλεί, αλλά σίγουρα θα είναι ισχυρό και θα αφαιρέσει ένα σημαντικό «βέλος» από τη φαρέτρα των παράνομων αλλοδαπών.
Η συγκέντρωση παράνομων μεταναστών στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας με όλα αυτά τα προβλήματα που βιώνουν οι κάτοικοι και αντιμετωπίζουν οι επισκέπτες της αποτελούν την κατάληξη μιας πολιτικής που δεν θέλει τους παράνομους μετανάστες στην παραμεθόριο της χώρας για εθνικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς λόγους. Η επίδοση στους συλληφθέντες παρανόμως εισερχομένους αλλοδαπούς μιας εντολής οικειοθελούς αναχώρησης με προορισμό τη χώρα τους ή μια χώρα της αρεσκείας τους και ενός εισιτηρίου για την Αθήνα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Είναι το εισιτήριο αυτό που αναζητούν οι μετανάστες που τους ωθεί στο να παραδοθούν από μόνοι τους στις αστυνομικές αρχές εφόσον δεν συλληφθούν κατά την είσοδό τους. Με τη δημιουργία των κέντρων κράτησης θα πρέπει οι συλληφθέντες να κρατούνται, να εξετάζεται σε σύντομο χρονικό διάστημα οποιοδήποτε αίτημα για διεθνή προστασία ώστε να ακυρώνεται κάθε μέσο παράτασης της διαμονής τους και στη συνέχεια, εφόσον είναι εφικτή η απέλασή τους, να απελαύνονται. Αυτό, βέβαια, θα συμβαίνει ενώ παράλληλα θα λαμβάνει χώρα μια διαδικασία κράτησης των παράνομων μεταναστών που κατοικούν στην Αθήνα με προοπτική, εφόσον είναι δυνατό, η άμεση απέλασή τους.
Μια μεταναστευτική πολιτική για να είναι ισχυρή πρέπει πρωτίστως να εκπέμπει ισχυρά μηνύματα. Μηνύματα αποφασιστικότητας προς πάσα κατεύθυνση ότι υπάρχει συγκεκριμένη βούληση η οποία εφαρμόζεται ώστε να βρεθούν λύσεις στα συσσωρευμένα προβλήματα. Η μετανάστευση προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρόκειται να σταματήσει. Και η χώρα μας ως πύλη εισόδου θα συνεχίσει να δέχεται μετανάστες. Αυτό, όμως, που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι δεν σερνόμαστε πλέον πίσω από μια κατάσταση. Προβαίνουμε σε ανατροπές. Παύουμε να είμαστε ο επαίτης της Ευρώπης. Γιατί η χώρα μας θα πρέπει να μετατραπεί σε κέντρο κράτησης των παράνομων μεταναστών των ευρωπαίων εταίρων μας; Γιατί η αλληλεγγύη τους θα πρέπει να εξαντλείται στη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών ταμείων και στη συνδρομή τους στην επιτήρηση των συνόρων και να σφυρίζουν αδιάφορα στην εξεύρεση οποιασδήποτε άλλης λύσης; Γιατί θα πρέπει να μας χλευάζει στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις ο κύριος Σαρκοζί και να μας απειλεί με αποβολή από το χώρο Σένγκεν για αναποτελεσματική φύλαξη των συνόρων, όταν οι τοπικές κοινωνίες στη χώρα μας δοκιμάζουν συχνά τα όριά τους λόγω της ύπαρξης χιλιάδων παράνομων μεταναστών, πολλοί εκ των οποίων θέλουν να καταλήξουν στη Γαλλία; Ίσως η λειτουργία των πρώτων κέντρων κράτησης παράνομων μεταναστών να αποτελέσει την αφετηρία αλλαγής πολιτικής για την αντιμετώπιση και διαχείριση του φαινομένου των παράνομων μεταναστών. Μέχρι σήμερα, γιατί θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, η όλη πολιτική μας αρκείται στη μεταφορά του ευρωπαϊκού κεκτημένου για την παράνομη μετανάστευση. Εθνική πολιτική δεν έχουμε. Ας ευχηθούμε ότι τώρα κάτι θα αλλάξει. Με σύμμαχο βέβαια την ελληνική κοινωνία για ένα θέμα που εκείνη πρέπει να καταλάβει ότι την αγγίζει άμεσα.
Ο Μάρκος Παπακωνσταντής είναι δικηγόρος, ΔΝ, Διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μέλος του δικτύου Εξειδικευμένων Ομιλητών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Team Europe).