Κενό πολιτικής νομιμοποίησης

Λυκούργος Λιαρόπουλος 21 Ιαν 2013

Το θέαμα της Βουλής την Πέμπτη 17 Ιανουαρίου, ήταν αποκρουστικό. Οι 300 πατέρες και μητέρες του Έθνους, προκάλεσαν τρόμο και απελπισία σε όσους ακόμη πιστεύουν ότι από εκεί μπορούμε να αναμένουμε την εθνική ανάταση, την ηθική ανασυγκρότηση της κοινωνίας και τη διάσωση της Ελλάδας. Μία ψύχραιμη ματιά στη σημερινή Βουλή, θα δείξει ότι στη μεγάλη τους πλειοψηφία, κόμματα και βουλευτές υπολείπονται των στοιχειωδών προϋποθέσεων πολιτικής νομιμοποίησης. Αφήνοντας προς το παρόν τις αθλιότητες που σχετίζονται με το απαράδεκτα χαμηλό πολιτισμικό και μορφωτικό επίπεδο των περισσοτέρων βουλευτών, η συγκρότηση της σημερινής Βουλής στερείται την ηθική και πολιτική αντιστοίχιση με τις επιθυμίες και τις ελπίδες της ελληνικής κοινωνίας. Αντίθετα, η κομματική εκπροσώπηση στη Βουλή, αντικατοπτρίζει το φόβο, την απελπισία και το θυμό μιας κοινωνίας που νιώθει να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Κανένα από αυτά τα συναισθήματα, δεν επιτρέπουν επιλογές αντίστοιχες με τα πραγματικά πολιτικά πιστεύω της κοινωνίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν ιστορικά σε περιόδους όπου η ψύχραιμη επιλογή ήταν δυνατή.

Σύμφωνα με το ελληνικό σύνταγμα, αλλά και σε κάθε μορφής κοινοβουλευτικό πολίτευμα, η λαϊκή εκπροσώπηση στο νομοθετικό σώμα, αποτελεί νομιμοποίηση της λαϊκής βούλησης και συμμετοχής στη διακυβέρνηση της χώρας. Ως εκ τούτου, πρέπει να χαρακτηρίζεται από αριθμητική αντιστοίχιση με την κατανομή του εκλογικού σώματος, σύμφωνα με την προτίμησή του, στο φάσμα δεξιά, αριστερά. Αυτό σημαίνει ότι τα κόμματα πρέπει να έχουν σαφή τοποθέτηση ως προς τις προγραμματικές τους θέσεις και ότι οι βουλευτές πρέπει να παράγουν πολιτικές θέσεις σε αρμονία με το πρόγραμμα του κόμματος και να τις υποστηρίζουν σε αντιστοιχία με τη βούληση των ψηφοφόρων τους. Αυτό, με τη σειρά του, προϋποθέτει ιδιαίτερες ικανότητες κατανόησης και σύνθεσης πολιτικών και επικοινωνίας με το λαό. Οι πολιτικοί, με άλλα λόγια, δεν μπορεί να καταλαμβάνουν βουλευτικά έδρανα λόγω σχέσης με έναν «αρχηγό» ψυχοπαθολογικού ενδιαφέροντος. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν επιδεικνύουν σαφή στοιχεία νοητικής, ηθικής και πολιτισμικής ανεπάρκειας. Τα κόμματα, με τη σειρά τους, έχουν αποδεχθεί ορισμένους περιορισμούς που απορρέουν από το σύνταγμα όταν «κατεβαίνουν» στις εκλογές. Με το κριτήριο αυτό, τουλάχιστον ένα κόμμα δεν θα έπρεπε να συμμετέχει στις εκλογές.

Όσο τρομακτικό και αν είναι όμως το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, δεν με φοβίζει όσο η αναντιστοιχία των υπολοίπων κομμάτων με την ιστορική κατανομή λαϊκής πολιτικής διαστρωμάτωσης. Παράγουμε πολύ περισσότερη «αριστερά» από ό,τι μπορούμε να καταναλώσουμε και πολύ λιγότερη ρεαλιστική και δημιουργική ενεργό πολιτική ένταξη. Κόμματα που επαγγέλλονται τη διανομή ανύπαρκτου προϊόντος, δεν έχουν να προσφέρουν σε μία κοινωνία με έλλειμμα παραγωγής και 30% ανεργία. Αντίθετα, οι δυνάμεις που θα ενέτασσαν την Ελλάδα στο χώρο της δημιουργικής αφύπνισης των υπαρκτών δυνάμεων της χώρας και του έθνους, δείχνουν αναιμική παρουσία. Η ΝΔ έχει Πασοκοποιηθεί, με λιγότερα φιλελεύθερα ανακλαστικά από ότι θα περίμενε κανείς από ένα κόμμα της δεξιάς. Ακόμη και η θεωρητική απαλλαγή της από λαϊκοδεξιά και εθνικιστικά βαρίδια, δεν κατόρθωσε να αναδείξει τη σαφή πολιτική νοηματοδότηση ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κεντροδεξιού κόμματος. Η κυβέρνηση σήμερα στηρίζεται στη βολονταριστική υπερέκθεση και δέσμευση του κ. Σαμαρά και την άγνοια κινδύνου, τεχνοκρατική επάρκεια αλλά και πολιτικό ρεαλισμό του κ. Στουρνάρα, που, όμως, αποτελεί «δάνειο» από άλλο πολιτικό χώρο.

Αυτός, ακριβώς, ο πολιτικός χώρος έχει εξαερωθεί σήμερα, αφήνοντας ένα τεράστιο πολιτικό κενό πολιτικής νομιμοποίησης. Το ΠΑΣΟΚ έπεσε θύμα της κρίσης για την οποία δεν φέρει αποκλειστική ευθύνη. Εκλογικά καταρρακώθηκε από τη συγκυρία της υπόθεσης Τσοχατζόπουλου και την εξοργιστική ανεπάρκεια Παπανδρέου. Η ΔΗΜΑΡ δεν φαίνεται να νιώθει άνετα με τις δύσκολες επιλογές της διακυβέρνησης, αν και πρόσφατα δείχνει κάποια βελτίωση. Σε κάθε περίπτωση, ο δημοκρατικός πολίτης που πιστεύει στο ρόλο του κράτους, αλλά όχι στον κρατισμό, που πιστεύει στην αξία της επιχειρηματικότητας και στη δίκαιη αλλά προοδευτική φορολόγηση, αλλά όχι στη λατρεία της αγοράς, δεν εκπροσωπείται ούτε συμβολικά. Αυτές οι δυνάμεις, σε πολλές χώρες είναι πλειοψηφικές. Σε μία χώρα σε βαθιά κρίση, είναι, περισσότερο από ποτέ, απαραίτητες. Το κυριότερο, συνεπώς, υπάρχει. Μένει η κομματική και πολιτική εκπροσώπηση, για την οποία κάποιοι πρέπει να τολμήσουν, βάζοντας την πατρίδα και τη δημοκρατία πάνω από προσωπικές επιδιώξεις.