Η συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης έγινε με τα περισσότερα έδρανα άδεια. Η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών δεν ενδιαφέρθηκε να παρακολουθήσει παρά μόνο την τρίτη και τελευταία μέρα, όταν υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες να «παίξουν» στα τηλεοπτικά πλάνα. Η πόλωση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είχε ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο και θύμιζε προεκλογικό καβγά – προφανώς δεν είναι η διαφωνία που μας πάει μπροστά το αν πρέπει να γίνονται έλεγχοι για φοροδιαφυγή (και) στα πανηγύρια ή όχι.
Κατά τα άλλα, ο πρωθυπουργός με την αυταρέσκεια που δείχνει και την αλαζονική επίκληση του εκλογικού αποτελέσματος ως απόδειξη της ορθότητας των επιλογών του έχει κάψει της γέφυρες συνεννόησης με την φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση. Οι περισσότεροι υπουργοί κινήθηκαν στη σφαίρα της συνθηματολογίας και των γενικόλογων διακηρύξεων χωρίς να πείσουν ότι έχουν κάποια συγκροτημένη πρόταση που θα επιδράσει ευεργετικά στην ελληνική οικονομία.
Το κεντρικό πολιτικό συμπέρασμα από το ξεκίνημα της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου είναι ότι η συναίνεση που διαμορφώθηκε προεκλογικά με αφορμή την ψήφιση του τρίτου μνημονίου δεν υπάρχει πια, η κυβέρνηση ακολουθεί την οικεία της μανιέρα του λαϊκισμού χωρίς να έχει αίσθηση επείγοντος, ότι -πιθανότατα- πρόκειται για την τελευταία ευκαιρία της χώρας να παραμείνει στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ, η αξιωματική αντιπολίτευση, σε αναγκαστική εσωστρέφεια λόγω της προοπτικής ανάδειξης νέας ηγεσίας, δεν ασκεί κριτική μεταρρυθμιστικού προσανατολισμού αλλά στρέφεται στο αντιμνημόνιο.
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις για να γίνει, επιτέλους, το πέρασμα απέναντι. Ας ελπίσουμε ότι αυτό μπορεί να αλλάξει πριν να είναι αργά.