«Από πίτα που δεν τρως τι σε νοιάζει κι αν καεί». Αυτήν ακριβώς την παροιμία επιβεβαίωσε χθες ο Αλέξης Τσίπρας αποφασίζοντας και διατάσσοντας την αγορά να αυξήσει τον κατώτατο μισθό με δικά της χρήματα. Ούτε η ουσιαστική εξαΰλωση της αύξησης από την προαποφασισμένη μείωση του αφορολόγητου ορίου, ούτε η νέα εισφοροεπιβάρυνση των μικρομεσαίων επιχειρηματιών απασχόλησαν τον πρωθυπουργό. Κυρίως όμως δεν τον απασχόλησε η συνεπαγόμενη μείωση των θέσεων ή των ωρών εργασίας ως αποτέλεσμα της αδυναμίας της αγοράς να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα.
Σημασία δεν είχε άλλωστε η αύξηση του κατώτατου μισθού. Σημασία είχε να μπορεί να θέσει αμέσως μετά ο Παππάς το νέο δίλημμα: «Με τον Όρμπαν και τον Μητσοτάκη ή με τον Κόστα και τον Τσίπρα που αυξάνουν τους μισθούς;» Το ίδιο ακριβώς έγινε και με την νέα έξοδο στις αγορές. Τι κι αν δήλωσε ο Ντράγκι ότι «τα ελληνικά ομόλογα δεν πληρούν ακόμα τα κριτήρια της ΕΚΤ», προδιαθέτοντας αρνητικά τις αγορές; Αυτό που είχε σημασία, για την κυβέρνηση είναι να μπορεί να πει ότι τόλμησε και βγήκε στις αγορές και όχι το επιτόκιο της εξόδου. Κι αυτό εξ άλλου άλλοι θα κληθούν να το πληρώσουν.
Η οδυνηρή εμπειρία της τελευταίας τετραετίας δεν στάθηκε ικανή να ανατρέψει την εδραιωμένη πεποίθηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι αγορές θα χορεύουν στο ρυθμό των νταουλιών και των αποφάσεών της. Άλλη μια ιδεοληψία, η πιο επικίνδυνη ίσως, που θα πληρώνει η χώρα για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα.