Τελικά ο διαγωνισμός για τις περιβόητες άδειες, έστω και με τον τρόπο που έγινε και τα πολλά, νομικά και άλλα, εκκρεμή του ζητήματα, σύμφωνα με την κυβερνητική αφήγηση, είχε αίσιο τέλος. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει και καταγγέλλει την πολυετή, ηθελημένη ή αθέλητη, ολιγωρία του προηγούμενου «παλαιού» πολιτικού συστήματος για τη ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου. Είναι όμως τα πράγματα τόσο απλά και καλά; Κατ’ αρχάς οι άδειες και επακόλουθα η δημιουργία και η εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος αντιμετωπίσθηκαν σαν απλά εμπορεύσιμα προϊόντα με μόνο ανταλλακτική αξία.
H εξωφρενικά κυνική για αριστερό δήλωση του υπουργού Επικρατείας ότι το μόνο που χωρίζει τον επιχειρηματία από την άδεια είναι το πορτοφόλι του, συμπυκνώνει όλη τη χυδαία οικονομίστικη διαχείριση του ζητήματος. Το περίεργο όμως είναι ότι όλη την προηγούμενη περίοδο, στον σχετικά άναρχο δημόσιο διάλογο, ελάχιστοι έθεσαν θέμα κάποιων κριτηρίων και εγγυήσεων για την ποιότητα του παρεχόμενου τηλεοπτικού προγράμματος. Σχεδόν όλοι στάθηκαν στην προφανή αντισυνταγματικότητα της διαδικασίας και στον επιχειρούμενο έλεγχο της πολυφωνίας και της ενημέρωσης.
Η τηλεόραση όμως δεν είναι μόνο ενημέρωση και πολύ περισσότερο τώρα που οι πληροφορίες, πέρα από τα άλλα παραδοσιακά μέσα, όπως το ραδιόφωνο, διαχέονται και αναπαράγονται πληθωριστικά από το Διαδίκτυο και τις εφαρμογές του. Παρά την ανάδυση νέων μέσων και την αμφισβήτηση και κριτική πολλών λειτουργιών της, η τηλεόραση παραμένει ένας κυρίαρχος μηχανισμός παραγωγής και διαχείρισης της μαζικής πολιτικής και κουλτούρας. Μεταφέρει την άσκηση πολιτικής από τους κοινωνικούς χώρους και τους θεσμούς στα στούντιο και την υποτάσσει στους δικούς της κανόνες της απλοϊκής καταγγελίας, της κραυγαλέας πολυφωνικής αφωνίας και της ισοπέδωσης των πραγματικών διαφορών και συγκρούσεων. Επιβάλλει την πλέον εύπεπτη ψυχαγωγία και αναδεικνύει θεματικές, συμπεριφορές και πρόσωπα με κριτήρια τον εντυπωσιασμό, την παραδοξότητα, την αύξηση της θεαματικότητας.
Η τηλεόραση, εν τέλει, με τις δικές της επιλογές και τα εργαλεία της, ανακατασκευάζει και εγχαράσσει τη συνολική εικόνα ενός ομογενοποιημένου, αφασικού, χωρίς αντιθέσεις, κόσμου. Η πολιτισμική αυτή διάσταση δεν συνυπολογίστηκε καθόλου στον υποτιθέμενο επανασχεδιασμό του τηλεοπτικού τοπίου και αφέθηκε στα χέρια της αγοράς, εναντίον της οποίας, κατά τα άλλα, το κυβερνητικό κόμμα βάλλει διαρκώς. Ο τρόπος και οι διαδικασίες που επέλεξε και δρομολόγησε η κυβέρνηση δείχνουν ότι δεν είχε και δεν εφάρμοσε κανένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο. Την ενδιέφερε μόνο να εντάξει στην προπαγανδιστική της ρητορική το υποτιθέμενο χτύπημα της λεγόμενης διαπλοκής και ένα καλό, έστω και στην πραγματικότητα προσδοκώμενο, εισπρακτικό αποτέλεσμα. Αυτό βέβαια δεν είναι αριστερή μεταρρυθμιστική πολιτική αλλά μια κλασική πολιτικάντικη και παλαιοκομματική διαχείριση ενός σημαντικού ζητήματος.