Στο μυθιστόρημα της Τζόις Κάρολ Όουτς «Αδελφή μου, αγάπη μου» (εκδ. Καστανιώτη), η πεντάχρονη που διαπρέπει στο παιδικό καλλιτεχνικό πατινάζ ρωτάει τον οκτάχρονο καταπιεσμένο από τις επιτυχίες της αδελφό της:
«Αν πέσω (στο πατινάζ) θα με αγαπούν; Εσύ θα με αγαπάς;»
Η κυβέρνηση ίσως ήρθε η ώρα να αρχίσει να θέτει το ίδιο ερώτημα. Όπως προκύπτει στη δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ήδη η αίσθηση είναι πως η κυβέρνηση, αξιολογούμενη από τους πολίτες, παίρνει πάνω από τη βάση μόνο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Ίσως γι’ αυτό, προνοητικά σκεπτόμενη, εξοβελίζει την αξιολόγηση από τα σχολεία. Όχι, όχι, μη φοβηθείτε, δεν έχει ακόμη αποφασίσει να καταργήσει τις αξιολογήσεις και στις δημοσκοπήσεις. Αυτό μπορεί να περιμένει λίγο.
Το πιο ανησυχητικό μήνυμα από αυτή τη δημοσκόπηση όμως δεν είναι η πτώση της δημοτικότητας της κυβέρνησης, αλλά η αύξηση του φόβου στην ελληνική κοινωνία. Στο ερώτημα «Ποιο συναίσθημα σας δημιουργεί η προοπτική εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ», ο φόβος κερδίζει έδαφος, φτάνοντας το 56%, από 35,5% στην προηγούμενη δημοσκόπηση του ίδιου Πανεπιστημίου.
Το μεγάλο πρόβλημα δεν θα είναι αν πέσει η κυβέρνηση, αλλά τι θα γίνει αν πέσει η κοινωνία. Εκεί μάλιστα που πέφτουν οι κοινωνίες, δεν ισχύει το μαοϊκό «μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση». Ή μάλλον ισχύει, αλλά όχι γι’ αυτούς που εμπνέονται από τα οράματα του Διαφωτισμού, τα οποία συχνά επικαλείται ο πρωθυπουργός μας, αλλά μόνο για όσους μισούν τις αξίες του διαφωτιστικού πνεύματος. Ένας τέτοιος ήταν και ο σύντροφος Μάο.
Ο φόβος γεννάει τέρατα, και όχι «πρώτη φορά Αριστερά». Εκτός αν κάποιοι επιμένουν να μας πείσουν πως η Αριστερά είναι τέρας. Ας μην επιτρέψουν κάτι τέτοιο να γίνει κοινή συνείδηση των πολιτών, όσοι αγωνίστηκαν μια ζωή για να πείσουν πως Αριστερά σημαίνει ισότητα εν ελευθερία, κράτος δικαίου και παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, ανεκτικότητα και όχι ασυδοσία, αντιεθνικισμός και όχι ψεκασμένος εθνικισμός, λογική και όχι παραλογισμός, αποδοχή των συμβιβασμών, όχι ως αναγκαία μέσα για να περάσεις το δικό σου, αλλά ως τρόπο πολιτικής συμπεριφοράς στο πλαίσιο των δημοκρατικών διαδικασιών.
Το πρόβλημα αυτής εδώ της κυβέρνησης δεν είναι οι δημιουργικές ασάφειες και οι αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις της. Δεν είναι οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (δύο σε 80 μέρες). Δεν είναι ότι κάθε λίγο και λιγάκι κάποιος υπουργός ανοίγει θέμα δημοψηφίσματος. Δεν είναι η «απειρία» της, δεν είναι ότι στο οικονομικό επιτελείο πιστεύουν πως με προτάσεις για την περαιτέρω φορολόγηση της κοινωνίας θα κλείσουν τη διαπραγμάτευση. Δεν είναι οι αλαζονικές δηλώσεις περί προσφύγων που λιάζονται. Δεν είναι οι απειλές του κ. Βούτση ότι θα κόψει «το χέρι από τη ρίζα» όσων «κατασυκοφαντούν την κυβέρνηση».
Είναι, ασφαλώς, και όλα αυτά, αλλά το μείζον είναι πως όλα αυτά γίνονται επειδή η κυβέρνηση δεν έχει πολιτική. Η λογική ότι το μνημόνιο είναι παρελθόν δεν αποτελεί πολιτική πρόταση. Η κεντρική θέση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή που τον έφερε στην εξουσία, ήταν ο διαχωρισμός των πολιτικών δυνάμεων σε μνημονιακές και αντιμνημονιακές.
Αντιμνημονιακή πολιτική για τη διεκδίκηση της εξουσίας ήταν το πρόγραμμα Θεσσαλονίκης. Μια πολιτική που φόρτωνε 11,5 δισ. ευρώ ακόμη στο δημοσιονομικό κενό, όπως 19 δισ., να μην το ξεχνάμε, φόρτωνε και το Ζάππειο του Σαμαρά. Αυτή η πολιτική έφερε την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορούσε να αλλάξει αν δεν υπήρχε τρίτος προοδευτικός πόλος. Αυτό δεν κατάλαβαν όσοι νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να τού επιβάλλουν άλλη πολιτική εντασσόμενοι στον δικό του συνασπισμό εξουσίας και όχι συγκροτώντας με τις υπόλοιπες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις της χώρας έναν διαφορετικό εκλογικό συνασπισμό.
Ο άξονας της πολιτικής του όποιου προοδευτικού, κεντροαριστερού, σοσιαλδημοκρατικού πόλου πρέπει να μετατοπιστεί από τις «συμβουλές» και την «κριτική υποστήριξη» για όσα δεν κάνει η κυβέρνηση στην οξύτατη κριτική σε όσα πράττει η κυβέρνηση Τσίπρα – όχι του Λαφαζάνη, για να εξηγούμεθα. Η παρτίδα θα σωθεί αν σωθεί η πατρίδα, και αυτό μπορεί να γίνει αν ενωθούν όλοι όσοι είναι με την Ευρώπη του Διαφωτισμού και όχι με τον καμένο σκοταδισμό. Αν αυτοί βρίσκονται και μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, τόσο το καλύτερο για τη χώρα.
Τα ψέματα τελείωσαν, ο καβγάς όμως δεν είναι για το πάπλωμα αλλά για την παραμονή μας στην Ευρώπη, και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί υποστηρίζοντας «κριτικά» την κυβέρνηση για πράγματα που δεν κάνει και σφυρίζοντας αδιάφορα για όσα καταστροφικά πράττει. Οι καθαρές αλήθειες κάνουν και τους καθαρούς φίλους και συντρόφους. Και αυτό σημαίνει ότι, για να έχουμε τον σοσιαλδημοκρατικό πόλο, χρειάζεται πρώτα να έχουμε την κριτική υποστήριξη στον φιλοευρωπαϊκό πόλο, απαλλαγμένο βεβαίως από τους ηγέτες της προηγούμενης διακυβέρνησης. Ευρωπαϊσμός ή έξοδος από την Ευρώπη και όχι μνημόνιο ή αντιμνημόνιο είναι το πραγματικό δίλημμα. Η πραγματικότητα συνήθως είναι περίπλοκη, αλλά σήμερα η ελληνική πραγματικότητα είναι απλούστατη. Ευελπιστώ ότι η χώρα θα σωθεί για να ξαναγίνει η πραγματικότητά της περίπλοκη.