Τα όσα γίνονται στη Συρία και την Τουρκία καθιστούν επιβεβλημένο η ματιά μας να ξεφύγει για λίγο από το μικρόκοσμό μας και να στραφεί στις δύο χώρες όπου οι εξελίξεις είναι δραματικές και μάλλον συνυφασμένες.
Στη Συρία η άμεση επέμβαση της ρωσικής αεροπορίας με το βομβαρδισμό στόχων των τζιχαντιστών φανερώνει τη διάθεση του Πούτιν να υπερασπιστεί δυναμικά τον ιστορικό του σύμμαχο Άσαντ και τη στρατιωτική βάση που διαθέτει στη Λατάκεια. Εκμεταλλευόμενος τα λάθη που έκαναν οι ευρωπαίοι ηγέτες, Κάμερον και Ολάντ, να ταυτιστούν με την αδιέξοδη πολιτική του Ομπάμα για την ανατροπή του συριακού καθεστώτος, εμφανίζεται σήμερα στη διεθνή κοινή γνώμη ως ο μοναδικός πολέμιος των βαρβάρων του ISIS. Αντιλαμβάνεται ο Πούτιν πως οι βομβαρδισμοί δεν αρκούν και θα χρειαστούν και χερσαίες επιχειρήσεις. Γι’ αυτό ο συριακός στρατός ετοιμάζεται να επιτεθεί κάτω από την κάλυψη των υπερσύγχρονων ρωσικών αεροπλάνων, ενώ ετοιμάζεται και η Χεζμπολάχ στη Νότια Συρία να εκκαθαρίσει την περιοχή από τις ομάδες φανατικών ισλαμιστών που δρουν στο χώρο της. Ως γνωστόν η Χεζμπολάχ, σιιτική οργάνωση, έχει χρόνιους ισχυρούς δεσμούς με το Ιράν. Εδώ ακριβώς εμπλέκεται και το Ισραήλ, που θεωρεί βασικό του εχθρό την Τεχεράνη και το πυρηνικό της πρόγραμμα. Συνεπώς, ο Πούτιν καλείται να καθησυχάσει τον Νετανιάχου για τη βοήθεια που προσφέρει στο συριακό καθεστώς και τη Χεζμπολάχ, καθώς και για την ανάμειξη του Ιράν στον πόλεμο κατά των σουνιτών τζιχαντιστών. Συγχρόνως, ο ρώσος ηγέτης προσπαθεί να συγκροτήσει μία διαρκή διάσκεψη για το συριακό, στην προσπάθειά του να διασώσει το καθεστώς Άσαντ αλλά και για να καταστήσει συνυπεύθυνες στη λύση που θα βρεθεί τη Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ, σταθερούς χρηματοδότες των σουνιτικών εξτρεμιστικών κινημάτων.
Οι ΗΠΑ φαίνεται πως αιφνιδιάστηκαν με την αποφασιστικότητα του Πούτιν. Μέχρι στιγμής αδυνατούν να αρθρώσουν μία συγκροτημένη πρόταση, αναμασώντας τη σταθερή τους θέση για την απομάκρυνση του Άσαντ, μία θέση που εκ των πραγμάτων πλέον έχει ξεπεραστεί. Καλούνται δε να αντιμετωπίσουν τη ρωσική διείσδυση σε έναν χώρο που το μοναδικό τους στήριγμα είναι η Αίγυπτος του στρατηγού Σίσι, καθώς οι σχέσεις της κυβέρνησης Ομπάμα με το Ισραήλ βρίσκονται στο χειρότερο δυνατόν επίπεδο. Αλλά και η Αίγυπτος στο σκληρό αγώνα που κάνει κατά των Αδελφών Μουσουλμάνων χρειάζεται τη βοήθεια των Ρώσων, με τους οποίους θα συνάψει συμφωνία για στρατιωτική βοήθεια.
Η εικόνα ολοκληρώνεται με το ρόλο της Τουρκίας. Αρχικά ο Ερντογάν, ποντάροντας στην πτώση του Άσαντ, επεδίωξε να αποκτήσει ζωτικό χώρο στη νότια περιοχή των συνόρων της χώρας του, ώστε να ελέγξει το τμήμα εκείνο της Συρίας που θα μπορούσε να καταστεί μέρος κουρδικού κράτους. Η αποδεδειγμένη συμμετοχή της Τουρκίας στον εξοπλισμό του ISIS και η ύποπτη αδιαφορία της στην πολιορκία της κουρδικής πόλης Κομπάνι την εξέθεσαν στη διεθνή κοινότητα και την υποχρέωσαν να αναπροσαρμόσει την πολιτική της. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποτρέψει τις πολύνεκρες επιθέσεις του ΡΚΚ κατά του τουρκικού στρατού.
Ευρισκόμενος πλέον μεταξύ δύο πυρών ο Ερντογάν και προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ του πολέμου κατά των τζιχαντιστών και κατά του ΡΚΚ, μοιραία γίνεται μέρος του προβλήματος. Η πολύνεκρη βομβιστική επίθεση του Σαββάτου αυτό δείχνει.