Όσοι έχουν θητεύσει πολιτικά στην Αριστερά, στις διάφορες εκδοχές της —και πάντως στην Ανανεωτική Αριστερά— θα θυμούνται ότι η «απλή και άδολη αναλογική» δεν ήταν μόνο μια μόνιμη προγραμματική θέση αλλά και μια ευχή για να εξασφαλιστεί το συχνά δύσκολο εισιτήριο της εισόδου ενός κόμματος στη Βουλή. Συνοδευόταν μάλιστα από διάφορα ξόρκια για τον περίφημο «δικομματισμό», που αναλυόταν σα να ήταν προϊόν του εκλογικού συστήματος και όχι σταθερή πολιτική συμπεριφορά της κοινωνίας και δομικό χαρακτηριστικό της μεταπολιτευτικής κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Με τον καιρό, η «απλή και άδολη αναλογική» στοίχειωσε μέσα στο λεξιλόγιο της Αριστεράς και έγινε μια άλλη μια ιδεολογική εμμονή «παντός καιρού», ακόμη και όταν η κρίση άρχισε να ταρακουνά συθέμελα το πολιτικό σύστημα της χώρας, αντικαθιστώντας τον «δικομματισμό» με ένα ρηχό «διπολισμό». που άλλαξε πλήρως την πολιτική γεωγραφία των κομμάτων. Ξεχασμένη στη φαρέτρα του ΣΥΡΙΖΑ, η «απλή αναλογική» ανακοινώθηκε πρόσφατα ως βασικό στοιχείο του προς ψήφιση εκλογικού νόμου, προκαλώντας αναταράξεις στην ελάσσονα, κυρίως, αντιπολίτευση, για τη δήθεν μεγάλη ευκαιρία που δίνεται προκειμένου να δικαιωθεί το μεγάλο όραμα μιας ολόκληρης γενιάς προοδευτικών πολιτών. Πρόκειται όμως για «απλή και άδολη αναλογική» ή για σύνθετη και δόλια;
Επειδή καμία πολιτική πρωτοβουλία δε γεννιέται εν κενώ, καλό θα ήταν να εξετάσουμε το φορέα από τον οποίο προτείνεται, τη συγκυρία στην οποία θα εφαρμοστεί και κυρίως τους στόχους, τους οποίους εξυπηρετεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δώσει ήδη επαρκή δείγματα του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη δημοκρατική αντιπροσώπευση: εκβιαστικό δημοψήφισμα, πλήρης περιφρόνηση των ανεξάρτητων αρχών, διαρκείς θεσμικές εκτροπές με οσμή καθεστωτισμού, εκλεκτικές συγγένειες με λούμπεν ακροδεξιά μορφώματα (ΑΝΕΛ) «φιλικές σχέσεις» με χρήσιμες «πτέρυγες» της απαξιωμένης καραμανλικής δεξιάς. Επεκτείνοντας τον εξουσιαστικό πειρασμό του, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί τώρα τη συνολική υπονόμευση του πολιτικού συστήματος, οδηγώντας τόσο σε μελλοντικά κυβερνητικά αδιέξοδα όσο και σε πλήρη κερματισμό των δυνάμεων της «ελάσσονος αντιπολίτευσης». Κεντρικό χαρακτηριστικό αυτού του τακτικισμού είναι μάλιστα και η πίεση στην ελάσσονα δημοκρατική αντιπολίτευση να συναθροίσει αίφνης τις ψήφους της μαζί με τη Χρυσή Αυγή, (για «δημοκρατικούς» λόγους, βεβαίως – βεβαίως). Σε μια εποχή, που στην Ευρώπη ισχυροποιούνται τα νεοναζιστικά άκρα του ευρωσκεπτικισμού και αμφισβητούνται τα ευρωπαϊκά κεκτημένα της δημοκρατίας, ο ΣΥΡΙΖΑ κυνηγάει το «μαγικό νούμερο» των 200 ψήφων, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτό τους υπόδικους ακροδεξιούς χρυσαυγίτες της Βουλής. Είναι ευνόητο νομίζω πως, αν αλλάξει το εκλογικό σύστημα με τη συνδρομή της Χρυσής Αυγής, θα δυναμιτιστεί η ίδια η διαδικασία της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης, και θα ενισχυθεί περαιτέρω η απαξίωσή της.
Είναι ιδιαίτερα εύγλωττο το γεγονός ότι, την ίδια ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ «ανοίγει» το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης, προτάσσει ως άμεση πολιτική προτεραιότητα το θέμα του εκλογικού νόμου. Αν πραγματικά είχε όμως τη στοιχειώδη δημοκρατική ευαισθησία δεν θα κατέφευγε σε ένα βιαστικό θερινό κόλπο αλλά σε ένα συντεταγμένο διάλογο θεσμικών μεταρρυθμίσεων, από τις οποίες θα απέρρεε, στο τέλος, και ο εκλογικός νόμος. Το πρωθύστερο σχήμα δεν δηλώνει μόνο την αποσπασματική θεώρηση του ζητήματος αλλά και το δόλιο στόχο της δήθεν άδολης αναλογικής: την ιδιοτελή και κυνική χρήση των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Από αυτή την άποψη, αν προσέξει κανείς τη στάση της Ένωσης Κεντρώων, μπορεί να βγάλει εξίσου ενδιαφέροντα συμπεράσματα για το συνολικό σχέδιο της κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που απορρίπτει το «σπάσιμο των περιφερειών» βρήκε τον μοναδικό πρόθυμο σύμμαχο στο πρόσωπο του κ. Λεβέντη? τον κατεξοχήν μεταπολιτικό εκπρόσωπο της τηλεοπτικής δημοκρατίας, που ευκαιριακά εισήλθε στη Βουλή, προσημειωμένος ήδη στα χαρτιά του κ. Φλαμπουράρη. (Θυμίζω τοπερίφημο σημείωμα στη φωτογραφία της Βουλής: «Λεβέντης: στην πορεία, όχι τώρα»).
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το εκλογικό σύστημα δεν είναι αυτοσκοπός αλλά είναι ένα εργαλείο στην υπηρεσία της δημοκρατικής σταθερότητας. Αν λοιπόν μας ενδιαφέρει η δημοκρατική κυβερνησιμότητα στην βάση της μεγαλύτερης κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης και ισοτιμίας της ψήφου, τότε αυτό που προέχει σε αυτή τη συγκυρία είναι η ανάγκη σταθερής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η «απλή αναλογική», ενταγμένη στο κλίμα των πολωτικών αρνήσεων της συναίνεσης που εκπέμπει μόνιμα η κυβέρνηση στις τελευταίες εκλογές (θυμίζω: «ή εμείς ή αυτοί», «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν») όχι μόνο θα εντείνει την οικονομική και πολιτική αστάθεια αλλά και θα καλλιεργήσει μια αντιπολιτική και χαοτική αντίληψη, στην οποία θα συγχέεται η αναλογικότητα της ψήφου με την υπέρβαση της κρίσης. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, κινδυνεύουν να χαθούν ακόμη και τα τελευταία εργαλεία για μια νέα κυβέρνηση συνεργασίας και «εθνικής ευθύνης», καθώς η στήριξη και η συνοχή της θα έπρεπε διαρκώς να δοκιμάζεται από πολλούς ετερόκλιτους και μάλλον ανεύθυνους εταίρους.
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία και με αυτά τα δεδομένα, η ψήφιση του νόμου εξαρτάται υποχρεωτικά από τη στάση των κομμάτων και των βουλευτών της προοδευτικής μεταρρύθμισης, της δημοκρατικής αριστεράς, της σοσιαλδημοκρατίας. Για μερικές έδρες παραπάνω, δεν θα πρέπει, σε καμία περίπτωση, να αποδεχτούν μια τυχοδιωκτική λύση, την ώρα μάλιστα που η δημοσκοπική κατάρρευση και η κοινωνική απαξίωση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οδηγεί την κυβέρνηση σε νέους εκλογικούς τακτικισμούς. Τόσο η Δημοκρατική Συμπαράταξη όσο και το Ποτάμι επιμένουν άλλωστε πως η πρώτη προτεραιότητα της χώρας δεν είναι ο εκλογικός νόμος αλλά η ανάγκη για ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης, που θα προωθήσει τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Το πολιτικό συμφέρον, επομένως, της Κεντροαριστεράς αλλά και το εθνικό συμφέρον της χώρας απαιτεί την καταψήφιση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, ακριβώς επειδή η λεγόμενη «απλή αναλογική» του ΣΥΡΙΖΑ είναι, τελικά, και πολιτικά σύνθετη και εκλογικά δόλια.
Πράγματι, μετά την ενδεχόμενη καταψήφιση, διάφοροι κυβερνητικοί καλοθελητές θα σπεύσουν να εντάξουν την Κεντροαριστερά στον έναν πόλο του «μικρού δικομματισμού» που εκπροσωπείται από τη ΝΔ. Ας το κάνουν. Η πρόταση των «πέντε σημείων» που κατατέθηκε πρόσφατα όχι μόνο διασώζει την ιδέα της «απλής αναλογικής» αλλά διευρύνει τον ορίζοντα της και αναβαθμίζει τη λειτουργία της. Και είναι ευθύνη της κυβέρνησης να την ακούσει προσεκτικά και να την θέσει σε διαβούλευση. Οι προοδευτικοί πολίτες πάντως δεν μπερδεύονται εύκολα. Η καταψήφιση του νομοσχεδίου μπορεί να αποτελέσει μια αφετηρία για την κοινωνική ανασύνταξη του προοδευτικού κόσμου, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει χάσει οριστικά το «ηθικό του πλεονέκτημα», μέσω ενός ευτελούς εκλογομαγειρείου με την ευκαιριακή ταμπέλα: «κάτι ψήνεται»!