Το χειρότερο, όσο φρικτά κι αν ακούγεται, δεν είναι ότι μετά από οκτώ χρόνια οι δολοφόνοι των εργαζομένων της Μαρφίν – της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, του Επαμεινώνδα Τσάκαλη και της Παρασκευής Σούλια – παραμένουν άγνωστοι και ασύλληπτοι. Ούτε και το γεγονός ότι χρειάστηκαν οκτώ χρόνια για να τολμήσει να προτείνει ένας πολιτικός να στηθεί μνημείο για τα θύματα της τυφλής εγκληματικής ενέργειας.
Το χειρότερο είναι ότι η όλη αυτή η παρανοϊκή «ιδεολογία» της βίας και του μίσους εξακολουθεί να δρα ανενόχλητη στην καθημερινότητά μας, να έχει γίνει μια ρουτίνα αποδεκτή από την πλειοψηφία της κοινωνίας. Αυτή η φρικιαστική κραυγή «αφήστε τους να καούν» συνεχίζει και σήμερα να συγκλονίζει καίγοντας συνοικίες, πανεπιστήμια, θεσμούς, καίγοντας τη Δημοκρατία και τη χώρα.
Είναι η «ιδεολογία» που παραδίδει την Ελλάδα στον ακραίο λαϊκισμό, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό, που γέννησε το χρυσαυγίτικο τέρας των νεοναζί, που δολοφόνησε τον Παύλο Φύσσα. Είναι η «ιδεολογία» μιας από τις εμετικές αναρτήσεις που διαβάσαμε:
«Όμως… γιατί κάθονταν τέτοια ώρα στη δουλιά τους για υπερωρίες, τη στιγμή που ήξεραν ότι θα γινόταν συγκέντρωση; Και μάλιστα πάνω στο ξέσπασμα της κρίσης με πλήρη επίγνωση των οικονομικών κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων που πλέον φαίνονταν ξεκάθαρα;»
Ας μην γελιόμαστε. Οι δολοφόνοι της Μαρφίν παραμένουν ασύλληπτοι γιατί έχουν την ανοχή-συνενοχή μιας κοινωνίας που ουσιαστικά δεν απαίτησε ποτέ τη σύλληψή τους. Η Μαρφίν εξακολουθεί να είναι ο καθρέφτης της αποτρόπαιας πραγματικότητας που δεν καταφέραμε ν’ αλλάξουμε.