Καθαρότητα και αξιοπιστία

Κώστας Μποτόπουλος 02 Ιουλ 2019

Στην απρόβλεπτη, όσο και τιμητική και από καρδιάς, συμμετοχή μου στις φετινές βουλευτικές εκλογές χρησιμοποιώ δυο προσεγγίσεις σε σχέση με την πορεία και τις προοπτικές του πολιτικού μας χώρου. Ο πρώτος, πιο περιγραφικός και απευθυνόμενος σε ευρύτερο κοινό, επιχειρεί να δώσει το στίγμα της συγκυρίας, να αποτιμήσει το έργο της απερχόμενης κυβέρνησης, να σκιαγραφήσει το πρόγραμμα του ΚΙΝΑΛ και τη στάση του κατά την επόμενη μέρα. Ο δεύτερος, με αποδέκτες τη συνείδησή μου πρώτα απ’ όλα αλλά και σκεπτόμενους ανθρώπους που κινούνται στον ίδιο χώρο, θέτει ορισμένα ερωτήματα που νομίζω ότι μας απασχολούν όλους. Ενώνω σήμερα, για τους αναγνώστες της ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ, που ανήκουν και στις δυο πάνω κατηγορίες, την περιγραφική με τη μαιευτική προσέγγιση και μοιράζομαι τα ακόλουθα.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι εκλογές παρουσιάζουν μια μεγάλη ιδιοτυπία: έχουν κατ’ ουσίαν κριθεί πριν διεξαχθούν, το γύρισμα της σελίδας είναι σχεδόν βέβαιο και ιδιαίτερα κρίσιμο, ωστόσο οι δυσκολίες και οι αβεβαιότητες, και για τη χώρα και για την παράταξη μας, είναι τόσες που δεν αφήνουν περιθώρια ευφορίας. Η βέβαια νικήτρια των εκλογών δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον αρχηγό της, τη χώρα περιμένουν, από την επαύριον της αναμέτρησης τέσσερις τουλάχιστον μείζονες όσο και δυσεπίλυτες προκλήσεις (οικονομική ανάταση, εθνικά θέματα, θεσμική ανασυγκρότηση, ασφάλεια) και η φθορά από δέκα χρόνια κρίσης και σχεδόν πέντε συριζο-διακυβέρνησης δεν πρέπει να υποτιμάται. Η ψύχραιμη αλλά σκληρή κριτική κατ’ αυτής της διακυβέρνησης όχι μόνο δικαιολογείται, κατά τη γνώμη μου, αλλά και επιβάλλεται. Στα τρία μεγάλα δεινά που επισώρευσε (παράταση λιτότητας και οικονομικής στασιμότητας, καταβαράθρωση του κράτους δικαίου, ηθική και πολιτιστική υποχώρηση), ο δικός μας ειδικά ο χώρος δεν μπορεί και δεν δικαιούται να ξεχάσει την επιχείρηση σπίλωσης και νόσφισης («πρώτη φορά Αριστερά»), τα ψέματα και τις διαστρεβλώσεις, ακόμα και τις επιθέσεις μέσω μιμήσεων και γεφυρών.

Τα χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ υπήρξαν δύσκολα για το ΚΙΝΑΛ. Άδικα, σε μεγάλο βαθμό, φορτωμένο όλο το βάρος και όλη την ευθύνη των Μνημονίων, υπέστη μια ποιοτική μετάλλαξη σε μικρομεσαίο κόμμα, με πλούσια, άνιση κι ένδοξη ιστορία, την οποία όμως σπάνια βρήκε το σωστό τρόπο να υποστηρίξει. Προσπάθησε αρκετές φορές, αλλά δεν κατάφερε, να ανοίξει και ν’ ανανεωθεί, ενώ η πίεση της όχι και τόσο παλαιάς ισχύος του, εσωτερικές διαφωνίες, προσώπων κυρίως, καθώς και η ολομέτωπη και κακοήθης επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ το κράτησαν σε μια κατάσταση αμφιβολίας και αναταραχής. Αυτό δεν του στέρησε, πάντως, το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι έμεινε πιστό, παρά και μέσα στις αναταράξεις, στη γραμμή της εθνικής σωτηρίας, ότι έβαλε πάντα πλάτη στα δύσκολα της χώρας, συχνά διακινδυνεύοντας την ίδια του την επιβίωση. Ίσως αυτή η εμπειρία, καθώς και η κατασταλαγμένη πίστη στη δύναμη και, γιατί όχι, στην κοινωνική κυριαρχία, των ιδεών του, του επέτρεψε να εμφανιστεί σε αυτές τις εκλογές με ένα πρόγραμμα στιβαρό, αρκετά ρεαλιστικό και αρκούντως σοσιαλδημοκρατικό.

Το «πρόγραμμα Ελλάδα», το οποίο δουλεύτηκε αρκετά χρόνια και συμπληρώθηκε με την κατάθεση, το Νοέμβριο του 2018, πρότασης νόμου με τίτλο «δέσμη μέτρων οικονομικής ανάκαμψης και κοινωνικής δικαιοσύνης», δεν είναι ούτε παλίμψηστο, ούτε ευχολόγιο.

Απαλλαγμένο από παλιά δόγματα και μανιχαϊσμούς είναι ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα ανάταξης: η “βιώσιμη ανάπτυξη” δεν είναι τα πράσινα άλογα των σχετικά πρόσφατων ηρωικών εποχών αλλά ένα γήινο μίγμα επενδύσεων, δημιουργίας θέσεων απασχόλησης, μέριμνας για το περιβάλλον και ένταξης επιτέλους στη ζωή μας στοιχείων της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης΄ οι ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής της χώρας λαμβάνονται υπόψη όπως τους οφείλεται (“περιφερειακή ανάπτυξη” δεν σημαίνει σχέδιο για την κάθε περιφέρεια χωριστά, αλλά συνολικό σχέδιο που στηρίζεται στις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας ως χώρας-αρχιπελάγους)΄ η θεσμική διάσταση παίρνει τη θέση που της αξίζει (αξιοκρατία: “καμία πρόσληψη εκτός ΑΣΕΠ”, προτεραιότητα Υγείας και Παιδείας)΄ η στήριξη της μεσαίας τάξης, η ισορροπία δημόσιου και ιδιωτικού, που δεν εξοβελίζεται πλέον στο πυρ το εξώτερον, η έμφαση στο μεγάλωμα της πίτας, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ανάπτυξη, ούτε εξισορρόπηση των ανισοτήτων -πρώτο μέλημα των σοσιαλδημοκρατών-, όλα αυτά είναι στη θέση τους.

Αποτελούν όμως πρόγραμμα ενός κόμματος που δεν προορίζεται να κυβερνήσει και που, εξαιτίας αυτού, αφενός επιτρέπει στον εαυτό του ορισμένες αοριστίες του τύπου “να αποκτήσουμε κυριαρχία στο Υπερταμείο” (όταν το Υπερταμείο είναι ακριβώς το συμφωνημένο, από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όχημα των δανειστών για αιώνια δική τους κυριαρχική σχέση με την περιουσία του ελληνικού Δημοσίου), αφετέρου δικαιολογεί ίσως κάποιες υπεκφυγές σε ζητήματα στρατηγικής και ουσίας για την επόμενη μέρα. Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι το ΚΙΝΑΛ ένα μόνο δρόμο έχει μπροστά του, το δρόμο της καθαρότητας και της βασισμένης στις αρχές του αξιοπιστίας, και, για να αρχίσει να τον περπατάει, θα πρέπει να μην ντρέπεται να λέει ποιο είναι, τι θέλει και με τι μέσα θα φτάσει στους στόχους του.

Είναι προφανές, και χάρηκα που τελικά έγινε αντιληπτό ως τέτοιο, ότι συμπόρευση με το ΣΥΡΙΖΑ είναι αφύσικη και αδύνατη (και ας μην πει κάποιος φίλος “με αυτόν το ΣΥΡΙΖΑ”, γιατί δεν υπάρχει άλλος και δεν γίνεται άλλος με την υποκριτική του “σοσιαλδημοκρατικοποίηση” την ώρα της πτώσης). Η σχέση με τη Νέα Δημοκρατία, ιδίως από τη στιγμή που θα γίνει κυβέρνηση, είναι πιο περίπλοκη. Το ΚΙΝΑΛ έχει άραγε λόγο να επιλέξει μια “συστημική” και εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεση ή έχει να κερδίσει σε αξιοπιστία αρθρώνοντας άποψη αλλά και ενδεχομένως στηρίζοντας πέρα από τα προφανή θεσμικά (συνταγματική αναθεώρηση, εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, αλλαγή εκλογικού νόμου, διερεύνηση σκανδάλων διακυβέρνησης Σύριζα, με πρώτη τη σκευωρία Novartis) και άλλα υπέρ της δημοκρατικής ανάταξης μέτρα (ορθή λειτουργία ασύλου και γενικότερα πανεπιστημιακού χώρου, ενίσχυση αξιοκρατίας και διαφάνειας, ξένες αλλά και δημόσιες επενδύσεις σε τομείς προστιθέμενης αξίας, βελτίωση θέσης στην Ευρώπη); Η προσωπική μου άποψη είναι σαφής: καθαρό και αξιόπιστο, ιδίως σήμερα, είναι ό,τι βοηθά το συμφέρον της χώρας και της δημοκρατίας μέσα από το πρίσμα των αρχών κάθε πολιτικού οργανισμού.

Η συμβολή ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που δεν βρίσκεται στην εξουσία είναι να μπολιάζει την εξουσία με στοιχεία κοινωνικής ισότητας, περιβαλλοντικής ευαισθησίας, πρόσδεσης με τις προκλήσεις της εποχής: ουσιαστική ισότητα των φύλων, εκσυγχρονισμός των κρατικών δομών, στροφή στην παραγωγικότητα, στην καινοτομία και τον πολιτισμό. Αυτή είναι, στα μάτια μου, η πραγματικά προοδευτική πολιτική και συγχρόνως η έμπρακτη καταπολέμηση του πρεολαύνοντος λαϊκισμού. Και αυτή πρέπει να είναι η πυξίδα για δράση, στάση και κριτική.

Δυο τελευταία λόγια για την επόμενη μέρα. Είναι κρίσιμο να διατηρηθεί μια ανοδική πορεία και μια δυναμική ανασυγκρότησης στο χώρο μας. Η Ελλάδα και το πολιτικό της σύστημα έχουν ανάγκη από μια υπεύθυνη σοσιαλδημοκρατική παράταξη που μέριμνά της θα είναι πρωτευόντως να αλλάξει την εξουσία. Αδιόρατα ίσως, έτσι επιστρέφουν οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες, στη Σκανδιναβία, την Ιβηρική χερσόνησο και αλλού: όταν συμμαχούν με άλλες δυνάμεις αλλά υπό τη σκέπη των δικών τους ιδεών, πείθουν τις κοινωνίες για προγράμματα βελτίωσης της ζωής, δεν αρνούνται την ποικιλότητα και τις αποχρώσεις, αποκρούουν σθεναρά τις ιδεοληψίες, τις ξεπερασμένες διαχωριστικές γραμμές, την εθνικιστική και πολιτιστική περιχαράκωση.

Τη χώρα πάνω από το χώρο. Και την αναγέννηση του χώρου μέσα από την προσφορά στη χώρα.