Εν μέσω ζοφερού κλίματος ας τολμήσουμε να μιλήσουμε για το άμεσο μέλλον. Οι πολίτες που θεωρούμε ότι πρώτιστο σήμερα για τη χώρα είναι η απομάκρυνση της κυβέρνησης Σύριζα-Ανέλ έχουμε ισχυροποιήσει κάποια από τα προαπαιτούμενα.
Ο Κ. Μητσοτάκης στη Θεσσαλονίκη εμπέδωσε την θέση του ως ηγέτης των δυνάμεων που επιδιώκουν την απομάκρυνση της κυβέρνησης. Ο ελάχιστος στόχος μιας τέτοιας προσπάθειας είναι μια καλλίτερη κυβέρνηση από αυτή που έχουμε σήμερα αλλά η επιδίωξη πρέπει να είναι η εθνική ανασυγκρότηση.
Ήδη και από την πρόσφατη συνέντευξή του στο ΣΚΑΪ διασκέδασε τις εντυπώσεις ότι έχει παγιδευτεί στο ζοφερό κλίμα του κομματικού μηχανισμού της Νέας Δημοκρατίας. Πρέπει άλλωστε να το πάρουμε απόφαση ότι το κομματικό σύστημα σήμερα είναι φορέας καθυστέρησης. Γι αυτό και οι ελπίδες για αλλαγές συγκεντρώνονται γύρω από κάποιο ηγέτη και λίγο πολύ ανεξάρτητων στελεχών πολιτικών και μη(«τεχνοκρατών»). Και η Ν.Δ. ανήκει σε αυτό τον κανόνα. Μπορεί να επέλθουν κάποιες αλλαγές στο κόμμα αυτό αλλά η κατάσταση δεν θα αλλάξει δραματικά. Ο Κυριάκος δεν θα αποφύγει βαρόνους και βαρίδια. Και δείχνει, το ελπίσουμε, να μην τους υπερτιμά.
Άλλωστε κατάφερε να εκλεγεί κόντρα στους βαρόνους, ως ηγέτης ανανέωσης, αξιοποιώντας το κομματικό καταστατικό εγγράφοντας μη κομματικές δυνάμεις. Στην ίδια αυτή διαδικασία μπόρεσε να αυτονομηθεί από το ισχυρό οικογενειοκρατικό σύστημα από το οποίο και προέρχεται. Και πλέον προσπαθεί να δημιουργήσει μιας άλλης ποιότητας πολιτικό λόγο. Υπεύθυνο, ήπιο και τεκμηριωμένο στον αντίποδα του λαϊκιστικού λόγου του Α. Τσίπρα που ήδη βρίσκεται σε αποδρομή. Αυτής της ποιότητας πολιτικό λόγο είδαμε να εκφωνείται, στην Θεσσαλονίκη.
Όσον αφορά το γεγονός ότι η ηγεσία της προσπάθειας ανατροπής του Σύριζα προέρχεται από τον συντηρητικό χώρο αυτό ήταν περίπου προδιαγραμμένο. Μετά την λαίλαπα του ανερμάτιστου αριστερού «προοδευτισμού» είναι φυσικό το «ραβδί», για να μην ξεχάσουμε και το Λένιν, να χρειάζεται να λυγίσει προς την άλλη πλευρά. Άλλωστε η ίδια η μεταπολίτευση ήταν επίσης και μια υπερβολική επέκταση σε διάφορους τομείς (παιδεία, υγεία, ΔΕΚΟ, κλπ) δηλαδή του δημόσιου τομέα, η οποία επέκταση δεν μπορεί πλέον να χρηματοδοτηθεί και υπό τις ευνοϊκότερες συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο δηλαδή ότι ο Κυριάκος ρίχνει το βάρος στην επιχειρηματικότητα, στις ξένες επενδύσεις, στον ιδιωτικό τομέα. Από αυτή τη άποψη δεν είναι επίσης τυχαίο ότι δεν βρίσκεται κάποια προσωπικότητα από τον ευρύ χώρο του Κέντρου να δηλώσει ηγετικό παρόν και εκ των πραγμάτων να αναδημιουργήσει το χώρο αυτό.
Οι δυνάμεις του Κέντρου
Στην πολιτική οι αναλύσεις σχετίζονται με τις επιδιώξεις. Δεν είναι ποτέ απολύτως αντικειμενικές. Κι από το λόγο των δύο κομμάτων του Κέντρου απουσιάζει ο καθαρός λόγος που διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα. Αναφέρομαι στο αίτημα να φύγει η κυβέρνηση Σύριζα –Ανέλ. Δεν το έχουν σε προτεραιότητα. Την απουσία αυτή την δικαιολογούν με διάφορους τρόπους πολλοί από τους οποίους είναι και εύλογοι. Όμως το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούν σύγχυση στους πολίτες για τις επιδιώξεις τους ως προς το Σύριζα.
Η δική μου άποψη είναι πως, και εξ αυτού του λόγου, δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία των δύο πλευρών.
Το ΠΑΣΟΚ διαθέτει ένα πανελλήνιο, έστω αποσαρθρωμένο, μηχανισμό στελεχών και δεν πρόκειται να τον εγκαταλείψει. Διαθέτει μια επιρροή που του επιτρέπει να έχει κοινοβουλευτική παρουσία. Είναι μάταιο να πιστεύει κανείς ότι αυτό μπορεί να αλλάξει. Όλες οι προσπάθειες από τους 58, την ελιά και στη συνέχεια προσέκρουσαν στον κομματικό πατριωτισμό του ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε τους ζητάμε να εγκαταλείψουν την βεβαιότητα για αόριστες επιδιώξεις. Να τονιστεί εδώ ότι οι προγραμματικές συμφωνίες είναι εύκολη υπόθεση όσο δεν θίγονται οι μηχανισμοί και δεν αποφασίζεται η πολιτική γραμμή για την συγκυρία (συμμαχίες, αίτημα για εκλογές).
(Οι ίσες αποστάσεις μόνο με την παραδοχή ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν διαφέρει ουσιωδώς από τις άλλες κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, και επομένως ας παραμείνει, μπορούν στοιχειωδώς να είναι ανεκτές. Και έχουν νόημα μόνο αν στο αίτημα για την πολιτική αλλαγή ηγείσαι. Για παράδειγμα ο Γ. Παπανδρέου έκανε διμέτωπο την δεκαετία του 60 αλλά όχι ακριβώς. Ηγείτο του αγώνα εναντίον της τότε ΕΡΕ αλλά για κάποια περιχαράκωση και λόγω της εγγύτητας του εμφυλίου έριχνε και κάποια βέλη εναντίον της Αριστεράς η οποία τελικά -φυσικά με τα τότε προβλήματά της- τον στήριξε. Παρόμοια κάνει σήμερα και ο Κυριάκος. Επιτίθεται στην κυβέρνηση και κάπου -κάπου διαφοροποιείται ως προς το Κέντρο όταν δεν το προσκαλεί σε συνεργασία).
Το Ποτάμι δημιουργήθηκε με κεντρικό, σχεδόν αποκλειστικό, αίτημα την ανανέωση του πολιτικού συστήματος. Το σημαντικό αυτό αίτημα είχε απόλυτη προτεραιότητα όταν το ζήτημα της εξουσίας δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη. Με την έννοια ότι για το 2015 η εκλογή του Σύριζα ήταν βεβαία. Στο 2016 όταν υπήρξε ο σχετικός κλυδωνισμός το αίτημα ανανέωσης δεν αρκούσε κι αυτό καταγράφηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα. Και τώρα, ενώ εξακολουθεί να είναι σπουδαίο δεν αρκεί. Μάλιστα θόλωσε περισσότερο με την συμμετοχή στον διάλογο με το ΠΑΣΟΚ τον οποίο ο αρχηγός του ποτέ δεν είχε καθαρά αποδεχθεί. Αν συμπεριληφθεί και το γεγονός ότι είχε δημιουργηθεί (δικαίως ή αδίκως;) η υποψία ότι ερωτοτροπούσε με τον Σύριζα το αίτημα της ανανέωσης έχει πνιγεί. Και δεν είναι πολιτική γραμμή η άποψη ότι το Ποτάμι έχει επεξεργασμένες θέσεις για πολλά ζητήματα. Η πολιτική είναι στο 90% μάχη για την εξουσία.
Υπό αυτό το πρίσμα τα δύο κόμματα θα ήταν καλύτερο να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους αλλά να επεξεργαστούν πολιτική γραμμή. Να ξεκαθαρίσουν αν επιδιώκουν την άμεση ή όχι αποπομπή της κυβέρνησης Τσίπρα.
Αν η απάντησή τους είναι καταφατική τότε είναι υποχρεωμένα να επιδιώξουν προγραμματική σύγκλιση με τον Κυριάκο διατηρώντας την αυτονομία τους και την ιδιαίτερη το καθένα ταυτότητά του. Στην περίπτωση αυτή και θα επιβιώσουν και θα ενισχύσουν το κλίμα αποπομπής της σημερινής κυβέρνησης. Θα αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν για την ανόρθωση της χώρας. Και ίσως εκεί βρεθεί και το «μυστικό» της αναδημιουργίας του Κέντρου.
Διαφορετικά η γνώμη μου είναι ότι θα φυτοζωούν, ιδίως το Ποτάμι. Γιατί, όσο κι αν δεν τίθεται με τους λεγόμενους κινηματικούς όρους του πρόσφατου παρελθόντος, το αίτημα της αποπομπής αυτής της κυβέρνησης είναι κυρίαρχο στην κοινωνία. Όποιος αυτό δεν το βλέπει θα εισπράξει το αντίτιμο της λαθεμένης εκτίμησης ή της μη ετοιμότητάς του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις κρίσιμων καιρών.