Η ιδιαιτερότητα της στιγμής -και το δράμα της Ελλάδας- συνίσταται στο ότι, μέσα στα ερείπια της κρίσης, ένας νέος κόσμος, επώδυνα και εμπειρικά επωάζεται. Το ζήτημα είναι αν ο μεγάλος αλλά αργός κύκλος -οι δομικές αλλαγές- θα βρει ζωντανό και θα διασώσει τον μικρότερο αλλά πιεστικότερο εθνικό κύκλο. Ή αν ο τελευταίος θα έχει προλάβει να βγάλει ολόκληρες χώρες εκτός παιχνιδιού, πριν το παιχνίδι αλλάξει.
Οι θεσμικές εξελίξεις στο ευρωπαϊκό τραπεζικό μέτωπο είναι πολύ εύγλωττες. Ενώ οι τράπεζες στις χώρες υπό Μνημόνια, και όχι μόνο, αδυνατούν να αιμοδοτήσουν τις εθνικές οικονομίες και αποτελούν τροχοπέδη στο σπάσιμο του υφεσιακού κύκλου, βλέπουν το φως της μέρας σχέδια και προτάσεις για ριζικές διαφοροποιήσεις στη λογική, τη λειτουργία και την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος.
Μετά την «Τραπεζική Ένωση», ήρθε χτες το πόρισμα της «Επιτροπής Λίκανεν», που προτείνει μια σειρά από αρκετά ρηξικέλευθα πράγματα, κινούμενα όλα γύρω από την αρχή του διαχωρισμού των «κλασικά τραπεζικών» από τις «επενδυτικές» (πολύ θα πρόσθεταν, «και κερδοσκοπικές») δραστηριότητες. Η λογική της «ύψωσης φράγματος» (ringfencing σε καλά βρυξελλιανά) για την αντιμετώπιση της βουλιμίας των Αγορών, φεύγει από τις μπροσούρες των «αριστερών» κομμάτων και αποκτά επίσημη έκφραση εντός των ίδιων των τραπεζικών και κοινοτικών κύκλων (ο Πρόεδρος της ομώνυμης Επιτροπής, Έρκι Λίκανεν, είναι Φιλλανδός κεντρικός τραπεζίτης, ενώ η Έκθεση παραγγέλθηκε από τον Επίτροπο Οικονομικών Μισέλ Μπαρνιέ).
Ασφαλώς κανείς δεν πρέπει να βιαστεί να πανηγυρίσει ή να χαλαρώσει. Πρώτον, γιατί η Επιτροπή Λίκανεν κάνει απλώς προτάσεις στην Επιτροπή Μπαρόζο, που ήδη βιάστηκε να δηλώσει ότι «Δεν πρέπει να βιαζόμαστε». Δεύτερον, γιατί ο «φράχτης» έχει αρκετές τρύπες (εξαιρούνται οι κρίσιμες δραστηριότητες της «κάλυψης»-hedging και της χρήσης παράγωγων προϊόντων -derivatives underwriting). Τρίτον, γιατί το προηγούμενο του -αντίστοιχου αλλά πιο περιορισμένου εύρους- «νόμου Volcker», στις ΗΠΑ, έδειξε ότι άλλο πράγμα η θέσπιση ενός απαγορευτικού κανόνα στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές και άλλο η εφαρμογή του (ακόμα παλεύουν επιστήμονες και τραπεζίτες να προσδιορίσουν ποιες είναι οι δραστηριότητες που υπάγονται στην απαγόρευση που αφορά τις αμερικανικές τράπεζες). Τέταρτον, γιατί είναι βέβαιο πως οι (μεγάλες ιδίως) τράπεζες θα αντιδράσουν λυσσαλέα στο διαχωρισμό, χρησιμοποιώντας διόλου παράλογα νομικά και πρακτικά επιχειρήματα (από την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς ως τον τρόπο λειτουργίας των σύγχρονων τραπεζών). Πέμπτον, γιατί κανένα θεσμικό μέτρο δεν είναι ποτέ «σίγουρο», αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ο πλήρης διαχωρισμός που ίσχυε στις ΗΠΑ (νόμος Glass-Steagal), καταργήθηκε από τον «προοδευτικό» Πρόεδρο Κλίντον, ενώ ούτε ο διαχωρισμός απέτρεψε τη γιγάντωση της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, ούτε, ακόμα περισσότερο, ο μη διαχωρισμός, την παρούσα παγκόσμια κρίση.
Παρόλα αυτά, η σημασία τέτοιων κινήσεων δεν πρέπει να υποτιμάται. Δείχνει, αν μη τι άλλο, ότι η οικονομική κοινότητα ξυπνάει. Ότι καταλαβαίνει πως τα πράγματα δεν μπορούν να μείνουν όπως είναι. Με τη γνωστή υστέρηση των αντανακλαστικών της, είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσει και η πολιτική τάξη και να διαφοροποιήσει και τη δική της ομοιόμορφη και αδιέξοδη «συνταγή». Το κέρδος τότε θα είναι πραγματικά μεγάλο και γενικό. Αρκεί να είμαστε, όπως είπαμε, ακόμα ζωντανοί.
.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς