Καταστροφικό για την Ε.Ε. το δίλημμα «συνοχή ή άμυνα»

Αλέκος Κρητικός 18 Μαρ 2025

Το έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 6ης Μαρτίου, που εκών άκων συγκάλεσε ο πρόεδρός του μετά από τις -θεσμικά συζητήσιμες- «μίνι συνόδους κορυφής» στο Παρίσι και στο Λονδίνο, επιβεβαίωσε την επείγουσα, υπαρξιακού χαρακτήρα ανάγκη ενίσχυσης της συνολικής αμυντικής ετοιμότητας της ΕΕ και μείωσης των στρατηγικών εξαρτήσεών της. Για αυτόν το σκοπό, οι 27 ηγέτες, συμφωνώντας σε γενικές γραμμές με όσα πρότεινε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στη γνωστή επιστολή της, κάλεσαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επεξεργασθεί διάφορα μέτρα, με κυριότερα την ενεργοποίηση της περίφημης ρήτρας διαφυγής, τη δημιουργία ενός νέου μέσου που θα παρέχει στα κράτη μέλη δάνεια συνολικού ύψους 150 δισ. ευρώ με κάλυψη από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, και την αναζήτηση πρόσθετων πηγών χρηματοδότησης της άμυνας σε επίπεδο ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πόρων από υφιστάμενα ευρωπαϊκά προγράμματα.

Επιχειρώντας μια πρώτη αξιολόγηση όσων ζητεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα σημειώσουμε ότι η ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής είναι απαραίτητη υπό τις παρούσες περιστάσεις υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνει καλή χρήση της  και όχι κατάχρησή της. Θα συμφωνήσουμε επίσης ότι η δημιουργία του νέου μέσου των 150 δισ. ευρώ είναι ένα πολύ θετικό βήμα αφού, όπως προκύπτει, θα είναι προϊόν νέου κοινού δανεισμού. Αυτό το βήμα, βέβαια, θα ήταν πολύ θετικότερο αν η χρηματοδότησή του δεν περιοριζόταν μόνο σε δάνεια προς τα κράτη αλλά συμπεριλάμβανε και επιχορηγήσεις. Σε ό,τι αφορά δε τη χρήση πόρων από υφιστάμενα ευρωπαϊκά προγράμματα, θα παρατηρήσουμε ότι, φρονίμως ποιούν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναφέρεται γενικώς σε «προγράμματα ενωσιακής χρηματοδότησης» χωρίς να τα εξειδικεύει, όπως δυστυχώς κάνει η πρόεδρος της Επιτροπής στην επιστολή της, όπου προτείνει χωρίς περιστροφές στα κράτη-μέλη «να χρησιμοποιήσουν τα προγράμματα της πολιτικής συνοχής για να αυξήσουν της δαπάνες της άμυνας». 

Δεν αποτελεί έκπληξη η πρόταση της Επιτροπής. Εδώ και πολλούς μήνες προετοιμάζεται το έδαφος για να εκτραπούν οι πόροι της πολιτικής συνοχής προς την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, αυτή δε η τάση ενισχύθηκε -δυστυχώς όχι άδικα- μετά την εκλογή Τραμπ. Δεν πρέπει ακόμη να λησμονείται το ότι οι πόροι συνοχής αποτελούν εδώ και τουλάχιστον δυόμιση δεκαετίες  αντικείμενο διεκδίκησης από άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές. Θα θυμηθούμε, για παράδειγμα, την περίφημη «στρατηγική της Λισαβόνας» που φιλοδοξούσε να κάνει την ΕΕ «πριν το 2010, την πλέον ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης στον κόσμο» προσανατολίζοντας και τους πόρους της πολιτικής συνοχής σε αυτή την κατεύθυνση.

Με τη στρατηγική της Λισαβόνας ούτε πρώτη στον κόσμο έγινε η ευρωπαϊκή οικονομία της γνώσης, αλλά ούτε η αναπροσανατολισμένη πολιτική συνοχής πέτυχε τους στόχους της. Σήμερα, δε, τείνει να επαναληφθεί το ίδιο λάθος: Να αντιμετωπισθεί η πολιτική συνοχής κατ’ αντιδιαστολή προς άλλες πολιτικές, με πιθανολογούμενο αποτέλεσμα να μην πετύχει, και πάλι, καμία από αυτές.

Είναι βεβαίως αναμφισβήτητο ότι οι περιστάσεις αναδεικνύουν σήμερα την ενίσχυση της άμυνας και της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ σε ύψιστη προτεραιότητα. Το ερώτημα όμως είναι εάν αυτός ο στόχος είναι διαχειρίσιμος και διατηρήσιμος όταν η προσπάθεια επίτευξής του αναλαμβάνεται εις βάρος της πολιτικής συνοχής και ιδίως της βασικής συνιστώσας της που είναι η μείωση των ανισοτήτων. Δεδομένου δε ότι δεν μπορεί να νοηθεί στρατηγική αυτονομία της ΕΕ χωρίς αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της, το δεύτερο ερώτημα είναι εάν μπορεί να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά της χωρίς μείωση των γεωγραφικών και κοινωνικών ανισοτήτων και, μάλιστα, με παρόντες τους πολιτικούς κινδύνους που συνεπάγεται η διατήρηση αυτών των ανισοτήτων.

Όπως πρόσφατες αλλά και παλαιότερες έρευνες αναδεικνύουν, η υψηλή συγκέντρωση εισοδήματος σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές και κοινωνικές ομάδες υπονομεύει την ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου περιορίζοντας την πρόσβαση ομάδων με χαμηλότερο εισόδημα στην αναπτυξιακή διαδικασία, γεγονός που με τη σειρά του μειώνει την παραγωγικότητα και την καινοτομία, δηλαδή τους βασικούς συντελεστές της ανταγωνιστικότητας. Επιπλέον, οι ανισότητες αυξάνουν τη δυσαρέσκεια και διαβρώνουν την κοινωνική συνοχή, οδηγώντας σε κοινωνικοπολιτική αστάθεια η οποία αποθαρρύνει επενδύσεις και ανάπτυξη.

Παράλληλα, όπως με έμφαση υπογραμμίζουν οι «σοφοί» στους οποίους ανέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη σύνταξη έκθεσης για το μέλλον της πολιτικής συνοχής στην ΕΕ, «η πολιτική συνοχής είναι απαραίτητη για την πλήρη αξιοποίηση του οικονομικού δυναμικού της ΕΕ. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την αξιοποίηση του δυναμικού κάθε περιοχής, ιδίως εκεί όπου το δυναμικό αυτό έχει παραμείνει ανεκμετάλλευτο (…) Μια τέτοια προσέγγιση θα προκαλέσει ταυτόχρονα έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης που θα προάγει και θα διαδώσει την ευημερία και θα οδηγήσει σε οικονομική σύγκλιση σε ολόκληρη την ΕΕ».  

Πέραν τούτων, όμως, η πολιτική συνοχής, και δη της συνοχής υπό την ευρύτερη έννοιά της, δηλαδή ως δύναμης που συγκρατεί τα συστατικά στοιχεία ενός συνόλου και αποτρέπει τη διάσπασή του, είναι προϋπόθεση για να αναπτυχθεί στα κράτη-μέλη, στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, στους Ευρωπαίους πολίτες η αίσθηση του «ανήκειν» σε ένα σύνολο με κοινές αξίες, κοινά συμφέροντα και κοινούς στόχους. Χωρίς αυτήν την αίσθηση του «ανήκειν»,  είναι δύσκολο να φαντασθούμε πώς -και αν- η Ευρώπη θα μπορέσει να αντιδράσει με επιτυχία στις αυξανόμενες προκλήσεις που αντιμετωπίζει.

Εάν, λοιπόν, στις ήδη εμφανείς και προκλητικές υπερατλαντικές προσπάθειες αποδόμησης της Ευρώπης προστεθεί, με δική μας πρωτοβουλία, και η αποδυνάμωση της πολιτικής συνοχής, τότε αποδυναμώνουμε εν τη γενέσει της και την προσπάθεια ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας και της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ.

Δεν είναι επομένως επιτρεπτό να τίθενται διλήμματα του είδους «πόροι για την άμυνα ή για τη συνοχή». Η απάντηση είναι: Πόροι και για την άμυνα και για τη συνοχή.  Πώς θα γίνει αυτό, λύσεις υπάρχουν και έχουν κατ’ επανάληψη προταθεί, με πρώτη αυτήν ενός νέου και γενναίου κοινού δανεισμού, κατά το πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης.

«March or die» ήταν ο τίτλος μιας ωραίας ταινίας του 1977 που θυμηθήκαμε με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο του πρωταγωνιστή της Τζιν Χάκμαν. Ένας τίτλος που θα ήταν χρήσιμο να θυμηθεί και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της ερχόμενης εβδομάδας.

Πηγή: www.kreport.gr