Καταστροφική πορεία

Χρίστος Αλεξόπουλος 21 Φεβ 2016

Μια συστηματική προσέγγιση της αντιμετώπισης της κρίσιμης κατάστασης, στην οποία βρίσκεται η χώρα, τόσο από το πολιτικό σύστημα όσο και από την κοινωνία οδηγεί στην εξαγωγή πολύ αρνητικών συμπερασμάτων για την πορεία πρός το μέλλον. Από επικίνδυνη έως καταστροφική θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει ένας ουδέτερος παρατηρητής.

Τα περιθώρια δε για αναστροφή αυτής της κατεύθυνσης προς μια πορεία με θετικό πρόσημο είναι πολύ μικρά, διότι τόσο η κοινωνία όσο και το πολιτικό σύστημα δεν φαίνονται, προς το παρόν, ικανά για την αναγκαία επανεκκίνηση, της οποίας θα προηγηθεί μια αυτοκριτική σε βάθος. Είναι μάλιστα αναγκαίο να συνειδητοποιηθεί, ότι για την ανάκαμψη θα απαιτηθούν πολύ δουλειά και ανατροπές κατεστημένων καταστάσεων και αδιέξοδων προσανατολισμών, όπως είναι η εμμονή στο πελατειακό σύστημα και στην μη αξιοκρατική αξιοποίηση των πολιτών. Και αυτά δεν είναι τα μόνα.

 Δεν μπορεί, για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας σε δηλώσεις του για το προσφυγικό και ιδιαιτέρως τα hotspots, να καλεί όλες τις πλευρές να φερθούν με υπευθυνότητα και ο ίδιος να μην προσδιορίζει, ποιά είναι η υπεύθυνη στάση.

Θα ήταν χρήσιμο για τον τόπο, με ρεαλισμό να προσεγγίσει το πρόβλημα και με ειλικρίνεια να καυτηριάσει και την στάση, όσων αντιδρούν στην κατασκευή τους σε συγκεκριμένες θέσεις και όχι να γενικολογεί, επειδή προσβλέπει σε πολιτικό, εκλογικό όφελος. Η ελληνική κοινωνία έχει απόλυτη ανάγκη να ακούει αλήθειες και να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα χωρίς ωραιοποιήσεις, οι οποίες δεν έχουν μεγάλη διάρκεια.

Με την ίδια λογική αλλά από διαφορετική θέση ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας στο πλαίσιο της προσπάθειας πραγματοποίησης διαλόγου, υποτίθεται, για το ασφαλιστικό και το φορολογικό με τους αγρότες επισημαίνει, ότι υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες βελτιώσεων. Αυτομάτως κάθε καλοπροαίρετος πολίτης θα αναρωτηθεί, γιατί δεν τις κάνει ο ίδιος.

Στην αντίπερα όχθη οι αγρότες κλείνουν κεντρικές οδικές αρτηρίες, τελωνεία και αεροδρόμια, ενώ απαιτούν «διάλογο από μηδενική βάση». Και σε αυτή την περίπτωση άμεσα τίθεται το ερώτημα, εάν δεν καταλαβαίνουν ή αγνοούν, ότι η χώρα έχει δεσμεύσεις στο πλαίσιο συμφωνιών, τις οποίες έχει υπογράψει.

Περίπου στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Παραδειγματικά θα αναφερθούν δύο περιπτώσεις.

Το Ποτάμι σε ανακοίνωση του για την πιθανότητα κλεισίματος των συνόρων λόγω του προσφυγικού προβλήματος επισημαίνει: «Πρέπει να προετοιμαστούμε για όλα, ακόμα και για κλείσιμο των συνόρων» δήλωσε –σαν να πρόκειται για το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο –ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκης. Είχαμε προειδοποιήσει εδώ και μήνες, αλλά τότε ειρωνεύονταν κι αδιαφορούσαν. Τώρα αντί η κυβέρνηση να πάρει όλα τα μέτρα για να αποφευχθεί μια καταστροφή, την προαναγγέλλει.

Η κριτική στην κυβέρνηση για τις αρνητικές επιπτώσεις της αδιέξοδης πολιτικής, που ακολουθεί, στέκει μόνο, εάν το προσφυγικό πρόβλημα μπει στις σωστές του πλανητικές διαστάσεις από το ένα μέρος και τεθεί επί τάπητος η ανυπαρξία όχι μόνο ελληνικής αλλά πολύ περισσότερο ευρωπαϊκής πολιτικής για την αντιμετώπιση του από το άλλο μέρος. Είναι λυπηρό μεν, αλλά οι προσφυγικές ροές θα συνεχισθούν, εάν δεν εκλείψουν οι γενεσιουργές αιτίες. Αυτό μπορεί να αντιμετωπισθεί με πλανητικών διαστάσεων πολιτικές, στις οποίες θα συμμετέχει η παγκόσμια κοινότητα.

 Η επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης δήλωσε σε σχέση με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, ότι εξοντώνει τις πιο παραγωγικές δυνάμεις της χώρας και «η κυβέρνηση φέρνει ένα νομοσχέδιο εισπρακτικού χαρακτήρα και όχι αναμόρφωσης του ασφαλιστικού, που οδηγεί σε φτωχοποίηση των πολιτών».

Θα πρέπει να επισημανθεί, ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις την περίοδο της κρίσης, με συμμετοχή και του ΠΑΣΟΚ, έκαναν συνεχώς περικοπές στις συντάξεις και αυξήσεις στην φορολόγηση των πολιτών με αποτέλεσμα την φτωχοποίηση και την δημιουργία προβλημάτων στην αγορά.

Ακόμη πιο παλιά δε με την ακολουθούμενη πολιτική η χώρα έπαψε να είναι παραγωγική, εισάγει ακόμη και αγροτικά προϊόντα και έχει μια παρασιτική οικονομία. Η πλασματική ευημερία του παρελθόντος έχει ευθεία αναφορά στον υπερδανεισμό.

Όμως μόνο η κριτική προσέγγιση της ζοφερής πολιτικής και κοινωνικής εικόνας της πραγματικότητας δεν αρκεί για την δρομολόγηση μιας διαφορετικής πορείας, η οποία οδηγεί σε αποφυγή των επερχόμενων αρνητικών επιπτώσεων, εάν δεν συμπληρωθεί και με ανάλυση των γενεσιουργών της αιτίων.

Κατ’αρχήν δεν μπορεί να συνεχίσει αυτήν την τυφλή πορεία προς το μέλλον, χωρίς να υπάρχει δυναμική πολιτισμικής μετεξέλιξης του ιστορικού της παρελθόντος.

Δεν συμβάλλει στην πραγματοποίηση των αναγκαίων αλλαγών και υπερβάσεων η εξιδανίκευση του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης του παρελθόντος, και η αναγωγή του σε σημείο αναφοράς και προσανατολισμού της διαμόρφωσης των συνθηκών της πραγματικότητας σε βάθος χρόνου.

Στο μέτρο που αναπαράγεται συνεχώς αυτή η στατική προσέγγιση του παρελθόντος και ευδοκιμεί η ανυπαρξία ενός σύγχρονου συστήματος κοινωνικών αξιών, η ελληνική κοινωνία δεν θα αντιλαμβάνεται την ευθύνη της για την καταστροφική πορεία, την οποία ακολουθεί. Θα συνεχίσει να χρεώνει μόνο στους «κακούς άλλους» τις αιτίες για τα δικά της δεινά.

Με αυτό τον τρόπο όμως δεν θα τα ξεπεράσει και σταδιακά θα οδηγηθεί στην πλήρη παρακμή και στην κοινωνική κατάρρευση. Σε αυτή την περίπτωση δεν βοηθά η επίκληση του ένδοξου παρελθόντος και της συμβολής στην ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας. Οι νέοι θα συνεχίσουν να μεταναστεύουν και η κοινωνία θα γηράσκει όλο και με μεγαλύτερη ταχύτητα, με αποτέλεσμα την γιγάντωση του δημογραφικού της προβλήματος.

 Επίσης δεν αποτελεί λύση των προβλημάτων, που αντιμετωπίζει η κοινωνία, η καταφυγή στις φαντασιώσεις σε σχέση με το μέλλον ως μέσου υπέρβασης της προβληματικής κατάστασης του παρόντος. Σε αυτή την περίπτωση το αποτέλεσμα είναι η μη αποδοχή της πραγματικότητας και η μη σύνδεση της πορείας στο παρελθόν με το παρόν και το μέλλον και τις επιπτώσεις του σε αυτά.

Το ίδιο ως προς την καλλιέργεια φαντασιώσεων ισχύει και για το πολιτικό σύστημα, το οποίο βασίζει σε μεγάλο βαθμό την επικοινωνιακή του πολιτική στις φαντασιώσεις με στόχο την αποκόμιση πολιτικού οφέλους.

Αυτό οδηγεί σε επικίνδυνες στρεβλώσεις την πολιτική λειτουργία των πολιτών, διότι δεν βασίζεται στον ορθολογισμό και την κριτική αξιολόγηση των εξαγγελλιών των κομμάτων για το μέλλον αλλά στο συναίσθημα. Ταυτοχρόνως υποσκάπτεται το δημοκρατικό πολίτευμα και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο τόσο για την έκφραση της ελεύθερης βούλησης των πολιτών όσο και για το πολιτικό σύστημα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αντιδράσεις των αγροτών για το ασφαλιστικό σύστημα, οι οποίες ξεπερνούν τα όρια της δημοκρατικής λειτουργίας.

Αυτού του είδους οι αντιδράσεις δείχνουν με πολύ ανάγλυφο τρόπο και την αδυναμία ορισμένων κοινωνικών ομάδων να αντιληφθούν, ποιό είναι το κοινωνικό συμφέρον και να λειτουργήσουν ανάλογα.

Βεβαίως στο ίδιο μήκος κύματος περίπου κινείται και το πολιτικό σύστημα. Τα κόμματα διαμορφώνουν και εκφράζουν την στάση τους στο επικοινωνιακό επίπεδο ανάλογα με την θέση τους, στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση και όχι σύμφωνα με αυτό, που επιβάλλει το κοινωνικό συμφέρον, ακόμη και αν το γνωρίζουν πολύ καλά. Δυστυχώς μετράει πολύ περισσότερο το πολιτικό – εκλογικό συμφέρον και όχι το κοινωνικό, εκτός αν συμπέσει να συμπορεύονται λόγω πολιτικής συγκυρίας.

Όταν όμως δεν λαμβάνεται υπόψη το κοινωνικό συμφέρον ιδιαιτέρως σε περιόδους κρίσης, όπως είναι αυτή, που διανύει η χώρα τώρα, αποδυναμώνεται η κοινωνική συνοχή.

Όσο μάλιστα προχωρούμε προς το μέλλον και η αλληλεξάρτηση των κοινωνιών λόγω της παγκοσμιοποίησης και της ανάγκης κοινής αντιμετώπισης των πλανητικών διαστάσεων προβλημάτων θα γίνεται όλο και μεγαλύτερη, τόσο πιο σημαντικό ρόλο στις κοινωνίες θα παίζει η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και η πολιτική λειτουργία των πολιτών με βάση τον ορθολογισμό και τον ρεαλισμό.

Σε αυτό το πλαίσιο το πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν επικοινωνεί πολιτικά με την κοινωνία βασιζόμενο στον ρεαλισμό και στην λογική, αλλά ωραιοποιεί την πραγματικότητα και καλλιεργεί φαντασιώσεις, ενώ στο επίπεδο της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας δεν έχει στρατηγική και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, τότε εκτός από την δική του υποσκάπτει και την προοπτική της κοινωνίας.

Στην Ελλάδα τα κόμματα γενικά δεν ακολουθούν πολιτική πρακτική, η οποία προκύπτει από την προγραμματική τους πρόταση, αλλά κινούνται ανάλογα με τον ρόλο τους, κυβερνητικό ή αντιπολιτευτικό.

Και αυτό είναι καταστροφικό, διότι έχει πολύ αρνητικές παρενέργειες στην πορεία της χώρας. Κατ’αρχήν δεν αναπτύσσεται σοβαρός πολιτικός διάλογος τόσο στο εσωτερικό του όσο και στα θεσμικά όργανα της πολιτείας, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε συναινέσεις και συνειδητοποίηση, ότι οι ωραιοποιήσεις της πραγματικότητας δεν ωφελούν ούτε βοηθούν τους πολίτες στην προσπάθεια διαχείρισης μιας πολύ δύσκολης πραγματικότητας.

Απεναντίας διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για να βιώνουν οι πολίτες την μία διάψευση μετά την άλλη σε σχέση με τις προσδοκίες τους για ένα καλύτερο μέλλον. Όταν μάλιστα λείπει και το εργαλείο του ορθολογισμού στην προσέγγιση της πραγματικότητας, μετά τις διαψεύσεις ενεργοποιείται το θυμικό και οι αντιδράσεις δεν είναι λειτουργικές για την κοινωνική συνοχή.

Οι συνθήκες, που έχουν δημιουργηθεί με αφορμή το ασφαλιστικό και την επικοινωνιακή τακτική του κυβερνώντος κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ήταν αντιπολίτευση πριν από την ανάληψη της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας, το επιβεβαιώνουν. Οι διαψεύσεις σε σχέση με τις υποσχέσεις του παρελθόντος είναι μεγάλες και οι πολίτες δεν μπορούν να κατανοήσουν και να δεχθούν τις μεταρρυθμίσεις, που κρίνονται αναγκαίες.

Όχι μόνο απειλείται η κοινωνική συνοχή, αλλά στροβιλίζεται η χώρα μέσα στην απόγνωση και την έλλειψη ελπίδας, ενώ χάνεται η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και στην ευρωπαϊκή προοπτική του τόπου. Εάν δεν αλλάξουν αυτά τα δεδομένα εγκαίρως, η πορεία της χώρας θα είναι καταστροφική.