Η σύγκρουση με αφορμή το Μνημόνιο, έφερε τη χώρα στην καταστροφή. Το φαινόμενο των κομμάτων που μάχονται για την εξουσία ενώ η χώρα πτωχεύει και αποσυντίθεται, είναι αποκρουστικό. Το τραγικότερο όλων είναι ότι η όλη σύγκρουση στηρίζεται σε ένα ψέμα. Το ότι «για όλα φταίει το Μνημόνιο». Οι «μνημονιακοί» βρίσκονται σε μία ιδιαίτερα δύσκολη, έως ανυπόφορη θέση. Η χώρα και όλοι ζούμε τα αποτελέσματα μίας πολιτικής που, εσφαλμένα, θεωρείται πρόβλεψη του Μνημονίου. Το γεγονός ότι το Μνημόνιο ποτέ δεν εφαρμόσθηκε στην πράξη, δεν εξηγήθηκε και δεν έγινε σαφές στον κόσμο. Έτσι, η κυβέρνηση και τα κόμματα που εφάρμοσαν την πολιτική των τελευταίων δύο ετών, δικαίως εξοστρακίσθηκαν, αλλά για λάθος λόγους. Υποτίθεται ότι τιμωρήθηκαν επειδή εφάρμοσαν το Μνημόνιο, ενώ θα έπρεπε να τιμωρηθούν επειδή δεν το εφάρμοσαν. Το ότι τιμωρήθηκαν για λάθος λόγους, έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί σήμερα προκύπτει ως συμπέρασμα και προβάλλεται, ανέξοδα, από την Αριστερά, η ανάγκη κατάργησης του Μνημονίου, ενώ η παλλαϊκή απαίτηση θα έπρεπε να είναι η πλήρης και πιστή, επί τέλους, εφαρμογή του.
Αντίθετα, η αντιμνημονιακή θέση είναι, εκλογικά, απίστευτα εύκολη. Με ένα ψεύτικο επιχείρημα, η Αριστερά επιχειρεί να κυριαρχήσει για να φέρει την πραγματική καταστροφή του τόπου. Με δεδομένο ότι το εκλογικό σώμα έχει γονατίσει και η οργή είναι το κυρίαρχο συναίσθημα, η θέση που ενοχοποιεί τους «μνημονιακούς» είναι προνομιακή. Τόσο, μάλιστα, που είναι μάλλον αποτυχία της Αριστεράς η συγκέντρωση μόνο του 31,37% των ψήφων. Τα τρία κόμματα της Αριστεράς θα πρέπει να νοιώθουν άβολα με το τελικό αποτέλεσμα, ενώ, παραδόξως, ένα κόμμα του 17% έχει αναγορευθεί σε «θριαμβευτή» των εκλογών. Όπως και να το κάνουμε, οι δύο «απόβλητοι» του Μνημονίου, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, συγκέντρωσαν 32,03%. Μαζί με τις ψήφους των τριών μικρών φιλελεύθερων κομμάτων, που, αφρόνως, ακολούθησαν μοναχικές πορείες, αθροίζοντας 6,5%, το θεωρητικά «μνημονιακό» μέρος του εκλογικού σώματος ανέρχεται στο 38,53%. Αν τα τρία μικρά κόμματα είχαν συνασπισθεί, σήμερα θα μιλούσαμε για μία Ελλάδα, στοιχειωδώς, έστω, κυβερνήσιμη και όχι έρμαιο στις ορέξεις και φαντασιώσεις των κ.κ. Τσίπρα, Λαφαζάνη, Τσακαλώτου και Γλέζου.
Γιατί έμεινε το Μνημόνιο ανυπεράσπιστο; Γιατί σιώπησαν τόσον καιρό οι άνθρωποι που γνωρίζουν τι προέβλεπε στην πραγματικότητα; Γιατί έβλεπαν σιωπηλοί τις κυβερνήσεις των πολιτικάντηδων να ξεζουμίζουν το λαό αδίκως και άσκοπα για να μην πειράξουν τις στρατιές προνομιούχων που οι ίδιοι εξέθρεψαν; Πόσοι μίλησαν ανοικτά για την παραγωγική αποσάθρωση της χώρας, που η ανεύθυνη αριστερά χρέωνε στο Μνημόνιο, ενώ υπεύθυνος ήταν ο κομματικός κρατισμός και ο αδηφάγος κρατικός τομέας, στον οποίο οι ίδιοι ομνύουν; Πόσοι αναλώθηκαν σε ιδεολογικές αναζητήσεις συζητώντας για το φύλλο των αγγέλων, ενώ η ανεργία θέριευε, τράπεζες χρεοκοπούσαν και οι μικρομεσαίοι εξαφανίζονταν; Πόσοι οικονομολόγοι, διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί και πολιτικοί επιστήμονες, φλέρταραν αυτάρεσκα με μία Αριστερά λάιτ, χαϊδεύοντας αυτιά, για να φέρουν τη χώρα στο σημερινό αδιέξοδο; Ποιος απέμεινε, τελικά, να στηρίξει ιδεολογικά την Ελλάδα της παραγωγής, της καινοτομίας, της εξωστρέφειας και της ανάπτυξης, με πρακτικά βήματα και προτάσεις, αλλά και πολιτική ένταξη; Πόσοι «λέρωσαν» τα χέρια τους κυνηγώντας ψήφους για να νομιμοποιήσουν μία αλλιώτικη πολιτική; Πόσοι κουράστηκαν να εξηγήσουν στον κουρέα τους και στο μπακάλη τι πραγματικά γινόταν στην οικονομία, τι σημαίνει Ευρώπη και Ευρώ, χρέος, έλλειμμα, δανειακή σύμβαση και «κούρεμα»;
Καταλαβαίνω, βέβαια, γιατί το έζησα, ότι όταν η οργή και ο φόβος πρυτανεύουν, είναι δύσκολο να εξηγήσεις στον ψηφοφόρο γιατί η στείρα καταδίκη του Μνημονίου που δεν εφαρμόζεται, είναι λάθος. Είναι δύσκολο να πείσεις ότι χρειάζονται κλείσιμο άχρηστοι κρατικοί φορείς, όταν η ανεργία θεριεύει και τα ΜΜΕ λαϊκίζουν ασύστολα. Είναι πολύ πιο συμπαθητικό να βρίσκεσαι μεταξύ «φίλων» σε αριστερά χάπενινγκ, σε φόρα ενεργών πολιτών, ακόμα και σε πολιτικούς σχηματισμούς, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτό είναι «ανταλλάξιμο» και με βουλευτική έδρα. Εκεί, βέβαια, μιλούν περισσότερο για δίκαιη κατανομή, κοινωνική προστασία και το ρόλο του Κράτους. Δεν μιλούν πολύ για παραγωγή, οικονομία και ανάπτυξη, επιχειρήσεις και δουλειές. Ο Στέφανος Μάνος έμεινε πάλι μόνος, αλλά αυτή τη φορά όχι μόνο με δική του ευθύνη. Αυτό δεν πρέπει να ξαναγίνει. Στις εκλογές που έρχονται, εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι θέλουν να δουν όλους όσοι συμβολίζουν τη φιλελεύθερη αντίληψη για την οικονομία, ενωμένους. Το γνωρίζω προσωπικά, γιατί, τώρα πια εκπροσωπώ περισσότερους από 2.000 από αυτούς. Όλοι μού ζητούν να ενωθούμε και να καλέσουμε μαζί μας όλα τα λαμπρά μυαλά που έζησαν την τελευταία εκλογική μάχη στην εξέδρα. Τους θέλουμε στο γήπεδο για να δείξουμε ότι υπάρχει και άλλος δρόμος, σωστός και ρεαλιστικός, προς την ανάπτυξη και την ευημερία. Δεν είναι ανάγκη να καταστρέψουμε πρώτα τη χώρα, για να τη σώσουμε, τάχα, στο άδηλο και αβέβαιο μέλλον.
*Ο Λυκούργος Λιαρόπουλος είναι Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών,
Υποψήφιος στη Β΄ Αθηνών με τη ΔΡΑΣΗ.