Δύο έλληνες στρατιωτικοί εισήλθαν σε τουρκικό έδαφος, σε συνθήκες έντονης χιονόπτωσης. Παρόμοια περιστατικά στο παρελθόν ήταν άνευ σημασίας και επιλύονταν μέσα σε λίγες ώρες. Ομως στην παρούσα συγκυρία τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι δύο στρατιωτικοί συνελήφθησαν και σήμερα δικάζονται. Πρόκειται να κατηγορηθούν για «είσοδο σε απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή», ή μήπως θα τους απαγγελθούν κατηγορίες για «απόπειρα κατασκοπείας», όπως γράφουν κάποια φιλοκυβερνητικά τουρκικά ΜΜΕ; Εάν συμβεί το πρώτο, λήξη συναγερμού. Εάν συμβεί το δεύτερο, βρισκόμαστε μπροστά σε μείζον θέμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Σε περίπτωση που οι στρατιωτικοί καταδικαστούν για κατασκοπεία, τότε οι εικασίες για μεθόδευση ανταλλαγής τους με τους 8 τούρκους στρατιωτικούς που έχουν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα θα εμφανιστούν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Παράλληλα, θα ξυπνήσουν μνήμες από την τελευταία ανταλλαγή αιχμαλώτων που έγινε ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία το 1923, μετά το τέλος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1919-1922. Οι πληροφορίες από την Τουρκία είναι αντιφατικές. Δεν μοιάζει να υπάρχει μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία υποστήριξης της κατηγορίας για κατασκοπεία αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πόσο απρόβλεπτος είναι ο Ερντογάν.
Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να αποφασίσει για τις επόμενες κινήσεις της.
Πολιτικά, ανταλλαγή «αιχμαλώτων» σε καιρό ειρήνης είναι αδιανόητη. Το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, παρά τους θεσμικούς πρωτογονισμούς της κυβέρνησης, δεν πρέπει να το επιτρέψει. Στο θέμα αυτό θα κριθεί η ίδια η λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των θεσμών της.
Αυτονόητο είναι ότι η διεθνοποίηση του ζητήματος είναι υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης.
Αυτοί που κάποτε κραύγαζαν «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι» και «έξω από το ΝΑΤΟ» θα κληθούν, για μια ακόμα φορά, να ζητήσουν βοήθεια από την υπερατλαντική σύμμαχο.
Η εκδίκηση της Ιστορίας.