Καταρρέω, θα ψηφίσω τον Ποπάι, τον Ζορό

Ιωάννης Ε. Νικολάου Αλέξανδρος Στεφανάκης 09 Σεπ 2015

Οι προσεχείς εκλογές προσλαμβάνουν μέχρι στιγμής τη μορφή ντέρμπι μεταξύ του Σύριζα και της Ν.Δ., ενώ μια σειρά μικρότερων κομμάτων έχουν την υποστήριξη μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος (περίπου 20-25% στις τελευταίες δημοσκοπήσεις). Το θετικό στοιχείο που προκύπτει με μια πρώτη ανάλυση είναι η συνεχιζόμενη στήριξη της πλειοψηφίας των πολιτών προς κομματικούς σχηματισμούς που υποστηρίζουν την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, παρόλο που αυτή συνοδεύεται και με επώδυνες επιλογές (μνημόνια).

Δεν θα πρέπει όμως να τρέφουμε αυταπάτες ότι το εκλογικό σώμα ωρίμασε πολιτικά και συνειδητοποίησε το δρόμο για τη λύτρωση και τη σωτηρία της πατρίδας σε όλη την έκτασή του. Διαχρονικά οι πολίτες επέδειξαν πολιτική ανωριμότητα στις επιλογές τους και παρουσιάστηκαν ευάλωτοι στο λαϊκισμό και τις εύκολες υποσχέσεις. Τρανά παραδείγματα: το 2004 ψήφισαν την «επανίδρυση του κράτους» η οποία κατέληξε στη διόγκωση του πελατειακού κράτους. Το 2012 πίστεψαν στα ισοδύναμα των 18 δις που τελικά οδήγησαν στη εισαγωγή και μονιμοποίηση του ΕΝΦΙΑ και τη διακοπή των όποιων μέχρι τότε μεταρρυθμιστικών προσπαθειών. Τον Ιανουάριο του 2015 γοητεύτηκαν από ένα θελκτικό μεν, ουτοπικό δε υπό τις παρούσες συνθήκες πρόγραμμα παροχών ύψους 11 δις. Το αποτέλεσμα γνωστό. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια αναπτύσσονταν διάφορες θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με οργανωμένα σχέδια κάποιων σκοτεινών κέντρων του εξωτερικού (κυρίως) για την κατάληψη-υποδούλωση της χώρας. Θα ήταν συνεπώς λάθος να πιστέψουμε ότι είναι δυνατή η κάθαρση του εκλογικού σώματος από τον λαϊκισμό που διαπαιδαγώγησε τον πολίτη όλα αυτά τα χρόνια. Η μετακίνηση πολλών ψηφοφόρων από τα παλαιά πλειοψηφικά κόμματα προς μικρότερα (μνημονιακά και μη) υποκρύπτει τη διαμαρτυρία και βασίζεται περισσότερο στο συναίσθημα και όχι σε κάποια βαθιά πολιτική ωρίμανση ή νέο όραμα.

Το ερώτημα λοιπόν είναι αν γίναμε σοφότεροι από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Κατά πόσο η πτώση και του τελευταίου αντιμνημονιακού κάστρου (του Σύριζα) μας έκανε σοφότερους. Κατά πόσο η ατζέντα του πολιτικού διαλόγου έχει αλλάξει ή πρέπει να αλλάξει.

Στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις έμφαση είχε δοθεί κυρίως στο (ψευδεπίγραφο όπως αποδείχτηκε) δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο, δηλαδή ψήφος σε κόμματα που υποστηρίζουν το μνημόνιο ή σε αυτά που το εξορκίζουν μετά βδελυγμίας. Και στις δυο περιπτώσεις η συζήτηση πραγματοποιούνταν στη βάση ενός οικονομικού ντεντερμινισμού και  δευτερευόντως ενός ιδεολογικού υπόβαθρου. Πρώτα λοιπόν τα οικονομικά μέσα και μετά η ιδεολογία. Αυτό ασφαλώς αληθεύει εν μέρει, διότι οι ψηφοφόροι μπορεί μεν να απομακρύνθηκαν από τα γνωστά κόμματα εξουσίας, εντούτοις παρέμειναν εντός του ευρύτερου ιδεολογικού χώρου και επέλεξαν κόμματα που πίστευαν ότι εξέφραζαν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και ιδεολογίες έστω και κατ’ ευφημισμό. Το βασικό ερώτημα περιστρέφονταν γύρω από το αν θέλουμε να παραμείνουμε ή όχι στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αν θέλουμε να συναλλασσόμαστε σε ευρώ ή σε ένα εθνικό νόμισμα, αν θέλουμε να είμαστε ένα υπερήφανο κράτος με εθνική ανεξαρτησία ή ένα κράτος-αποικία υπό κατοχή. Αν θέλουμε, εν τέλει, να είμαστε με τη Δύση ή με τις νέες οικονομικά αναδυόμενες χώρες.

Τι είναι αυτό όμως που πρέπει να πούμε στους πολίτες για το διακύβευμα της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης; Τι είναι αυτό που άλλαξε από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις; Τι είναι αυτό που καταλάβαμε; Και εν τέλει, ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα; Η απάντηση πιστεύουμε πως πρέπει να αναζητηθεί και εντός αλλά και εκτός των συνόρων, δηλαδή σε δύο επίπεδα: το τοπικό (τα τεκταινόμενα και η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας) και το διεθνές.

  1. Ας αναλογιστούμε αρχικά κατά πόσο είναι επίκαιρο το ερώτημα Ευρώπη ή Βαλκάνια. Για να κατανοήσουμε τη σπουδαιότητα ενός τέτοιου διλήμματος είναι αναγκαίο να απομακρυνθούμε από τη ματιά του Έλληνα που καθημερινά απασχολείται εντός ενός κλειστού οικογενειακού και οικονομικού περιβάλλοντος για τον επιούσιο. Πρέπει να δούμε τις δυναμικές που διαμορφώνονται σήμερα στο παγκόσμιο πεδίο και τη δυνατότητα επιβίωσης της χώρας μας και, κατ’ επέκταση, την επιρροή στο κλειστό οικονομικό και οικογενειακό μας περιβάλλον. Η παγκοσμιοποίηση των αγορών, όρος που συχνά χρησιμοποιείται είτε με θετικό είτε με αρνητικό πρόσημο, έδωσε μεγάλη ώθηση στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες. Σήμερα, χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και η Ρωσία έχουν το 60% των παγκόσμιων εξαγωγών, ενώ η Ευρώπη και οι ΗΠΑ μόλις το 40%, όταν η αναλογία αυτή πριν δυο δεκαετίες ήταν αντίστροφη (30% για τις αναδυόμενες χώρες και 70% για τις χώρες της Δύσης).

Το πρώτο μάθημα είναι ότι η ίδια η Δύση βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο και αναζητά σταθερό βηματισμό στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι που μεταβάλλεται με γοργούς ρυθμούς. Σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, η λογική λέει ότι πρέπει να είμαστε εντός ενός μεγάλου συνασπισμού χωρών ώστε να αντλούμε τεχνογνωσία και ασφάλεια από σύγχρονες οικονομίες και προηγμένες κοινωνίες που οι δυνατότητες τους είναι μεγαλύτερες και το επίπεδο ανάπτυξης υψηλότερο, ώστε μαζί τους να αντιμετωπίσουμε τις σύγχρονες προκλήσεις αλλά και να διδασκόμαστε από αυτές. Το εύκολο αντεπιχείρημα του λαϊκισμού είναι “γιατί να μην στραφούμε στις αναδυόμενες χώρες, είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε το άρμα των χωρών της Δύσης”;  Η εγκατάλειψη των παραδοσιακών μας εταίρων  στη σημερινή δύσκολη συγκυρία και ο εναγκαλισμός με ένα νέο αναπτυσσόμενο συνασπισμό είναι κατ’ αρχάς ένδειξη καιροσκοπισμού (με τον οποίο, λογικά, είναι αντίθετος κάθε ηθικός άνθρωπος) και επιπλέον λανθασμένη ανάγνωση του παγκόσμιου οικονομικού και γεωπολιτικού περιβάλλοντος (βλ. τελευταία απόφαση ΔΝΤ για τη μη εισαγωγή του Γουάν στα συναλλαγματικά αποθέματα για το έτος 2016 και τον πανικό στα χρηματιστήρια της Ασίας). Προτού βιαστούμε να προτείνουμε τέτοιες εναλλακτικές προτάσεις πρέπει πρώτα να μελετήσουμε κάποιους δείκτες: για παράδειγμα, το μέσο μηνιαίο εισόδημα σε αυτές τις αναδυόμενες οικονομίες δεν ξεπερνά τα 250 ευρώ, οι συνθήκες εργασίας είναι χείριστες, υπάρχει παιδική εργασία, οι δείκτες δημοκρατίας είναι στο ναδίρ (λ.χ. δείκτες εκπαίδευσης, δείκτες υγείας, δείκτες ελευθερίας του τύπου, ελευθερία έκφρασης), ο ρατσισμός είναι αυξημένος, οι διακρίσεις μεταξύ των φύλων είναι έντονες, η μέριμνα για το περιβάλλον είναι χαμηλή. Δεν είναι δύσκολο να φέρει κανείς επιχειρήματα για τα οφέλη και την πρόοδο της χώρας μας τα χρόνια που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρκεί κανείς να συγκρίνει αντικειμενικά την ποιότητας ζωής, την κοινωνική και οικονομική οργάνωση, την ελευθερία και την προστασία των δικαιωμάτων σήμερα (ακόμη και υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες) και πριν 40 χρόνια. Και φυσικά, μένουν ακόμα πολλά να γίνουν, τόσο οργανωτικά όσο και θεσμικά για να γίνουμε πραγματική Ευρώπη. Όμως είναι γνωστό, πως ό,τι χτίζεται με δυσκολίες στο βάθος του χρόνου, μπορεί εύκολα να καταστραφεί σε λίγα λεπτά.

 

Άρα το πρώτο διακύβευμα για κάθε πολίτη είναι: “ψηφίζω για το μέλλον της χώρας μου και το δικό μου σε αυτό το νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και όχι για να τιμωρήσω κάποιον πολιτικό ή το πολιτικό σύστημα”.

 

  1. Το επόμενο ερώτημα είναι αν θέλουμε να είμαστε ενταγμένοι στη ζώνη του ευρώ ή να μεταβούμε σε ένα νέο εθνικό νόμισμα. Υπάρχει ένας αριθμός μικρών, προς το παρόν, κομμάτων αλλά και μια μερίδα ψηφοφόρων που υποστηρίζουν τη μετάβαση σε (υποτιμημένο) εθνικό νόμισμα ως την ιδανική λύση. Θα θέλαμε, χωρίς να μπούμε σε μια διαδικασία κινδυνολογίας όπως γίνεται σε μια σειρά κειμένων μέχρι σήμερα, να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα (και να παραθέσουμε τις απαντήσεις τους) στους υποστηρικτές του εθνικού νομίσματος. Το πρώτο ερώτημα είναι αν γνωρίζει, ή έστω αν ενδιαφέρεται κάποιος από αυτούς να μάθει, γιατί δημιουργήθηκε το ευρώ. Είναι ένα τέχνασμα του σκληρού πυρήνα των ευρωπαϊκών χωρών για να εξαθλιώσουν και να ελέγξουν τις χώρες του νότου της Ευρώπης (όπως διατείνεται ο λαϊκισμός) όπου με το ζόρι οι περισσότερες κατάφεραν να ενταχθούν (με όλα τα γνωστά οφέλη βέβαια όπως επιδοτήσεις, φθηνό δανεισμό κλπ); Ή τελικά ήταν η απάντηση στην ανεξέλεγκτη οικονομική πολιτική του δολαρίου όπου όλα τα νομίσματα ήταν προσδεμένα; Είναι αναγκαίο να σημειωθεί ότι μετά τη συνθήκη του Bretton Woods, το 1944, τα νομίσματα μετατράπηκαν σε χρυσό διαμέσου του αμερικάνικου δολαρίου (περίπου 32 δολάρια ανά μια ουγκιά χρυσού). Η αμερικάνικη πολιτική αυξομείωσης του αποθέματος δολαρίων, inter alia, για λόγους οικονομικής πολιτικής οδήγησε συχνά σε αστάθεια των νομισματικών ισοτιμιών των ευρωπαϊκών χωρών.

Για να εξομαλυνθούν αυτές οι αναταραχές, τα ευρωπαϊκά κράτη αποφάσισαν αρχικά τη δημιουργία του ECU και των ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων και εν συνεχεία του ευρώ. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι σε παρόμοιες πρακτικές προσανατολίζονται ασιατικές χώρες, χώρες της νοτίου Αμερικής και της Αφρικής, κυρίως για κοινές εμπορικές ζώνες, κοινές αναπτυξιακές τράπεζες και κοινό νομισματικό ταμείο. Χαρακτηριστικά, ακόμη και ο Πρόεδρος της Ρωσίας πρότεινε η Ευρασιατική Ένωση να υιοθετήσει κοινό νόμισμα ως μια λύση στο να ξεπεράσουν την κρίση. Επιπλέον, όποιος είναι υποστηρικτής του εθνικού νομίσματος μπορεί άραγε να απαριθμήσει στον εαυτό του ορισμένους από τους παράγοντες που προσδιορίζουν διεθνώς τη συναλλαγματική ισοτιμία (αν αδυνατεί να τους προσδιορίσει, ας ανατρέξει στις μηχανές αναζήτησης του διαδικτύου); Αν εξετάζοντας κάθε έναν από αυτούς τους παράγοντες (αύξηση του πληθωρισμού, προσδοκίες του κοινού, προσδοκίες των διεθνών αγορών, κερδοσκοπία κ.λπ.) συμπεραίνεται ότι με το υποτιμημένο εθνικό νόμισμα ικανοποιούνται οι προγραμματικές δηλώσεις των κομμάτων και εξασφαλίζεται η ευημερία του κράτους και η δικιά μας, τότε άφοβα ψηφίστε κόμματα που υποστηρίζουν την προοπτική του εθνικού νομίσματος. Εμείς σαφώς πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο απέχει πολύ από την πραγματικότητα όπως και εσείς θα διαπιστώσετε εύκολα αναλύοντας κάθε παράγοντα ξεχωριστά. Για να είμαστε ακριβείς, το εθνικό νόμισμα μπορεί να έχει θετικές συνέπειες υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (π.χ. δίνει τη δυνατότητα να καθορίζει η χώρα τη δική της νομισματική και οικονομική πολιτική), οι οποίες όμως σήμερα δεν ικανοποιούνται. Ακόμη και το ΚΚΕ σήμερα (για τους δικούς του βέβαια λόγους) δηλώνει ότι είναι αντίθετο αυτή τη στιγμή στη μετάβαση σε εθνικό νόμισμα διότι αυτό θα έχει τρομακτικές επιπτώσεις στη χώρα και τους πολίτες. Και δεν πρέπει εξάλλου να λησμονούμε, ότι την προ-ευρώ εποχή το εθνικό νόμισμα χρησιμοποιήθηκε κατα κανόνα για εκτύπωση πληθωριστικού χρήματος και όχι για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Το γνωστό επιχείρημα του λαϊκισμού (ή της ηθελημένης άγνοιας αν προτιμάτε) είναι “από μηδενικό ή χαμηλό εισόδημα καλό είναι να παίρνω κάτι ή περισσότερο από το υφιστάμενο έστω και σε εθνικό νόμισμα με αξία το ένα τρίτο της αξίας του ευρώ”. Συνήθως αυτό το επιχείρημα σε δεύτερη φάση συνδέεται με το εξίσου αφελές ή/και εκδικητικό σκεπτικό “αφού δεν έχω εγώ, μου είναι αδιάφορο αν έχουν οι άλλοι (στην καλύτερη περίπτωση) ή ας μην έχουν και οι άλλοι (στην χειρότερη περίπτωση)”. Το πιο οδυνηρό είναι ότι οι περισσότεροι αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν πως όταν “δεν έχουμε εμείς αλλά ούτε και οι άλλοι”, η οικονομία και η ανάπτυξη τερματίζεται και οι προοπτικές αναθέρμανσης της οικονομίας εκμηδενίζονται (βασική λειτουργία του οικονομικού συστήματος). Τέλος, ας σκεφτούμε απλά πότε έχουμε περισσότερες πιθανότητες να βελτιώσουμε την ευημερία μας, όταν οι γείτονες είναι εύρωστοι ή όταν όλοι είναι φτωχοί; Εξάλλου, αν η λύση όλων των δεινών είναι ένα εθνικό νόμισμα, τότε πως εξηγείται η παρουσία πλούσιων και φτωχών κρατών; Εφόσον τα φτωχά κράτη έχουν δικό τους νόμισμα, γιατί δεν εκτυπώνουν έναν πακτωλό χρημάτων και να τελειώσουν όλα τα προβλήματά τους;

 

Συνεπώς, το δεύτερο διακύβευμα των εκλογών είναι: “ψηφίζω ένα ισχυρό νόμισμα που με προστατεύει από κερδοσκοπικά παιχνίδια, από μεγάλο πληθωρισμό και βοηθάει να δανείζομαι σε κανονικές συνθήκες με πολύ χαμηλά επιτόκια και σε έκτακτες συνθήκες είναι το μόνο καταφύγιο δανεισμού (βλ. ατυχείς προσπάθειες δανεισμού από Ρωσία, Κίνα και Νορβηγία)”.        

 

  1. Συχνά ακούμε επίσης και το ερώτημα: αξίζει να είμαστε σε έναν μεγάλο συνασπισμό ευρωπαϊκών χωρών μόνο και μόνο διότι έχουμε οικονομικά οφέλη, ενώ βασικές κοινωνικές αξίες καταλύονται και χάνεται η εθνική μας κυριαρχία; Αυτό το επιχείρημα είναι επίπλαστο δεδομένου ότι και οι ίδιοι οι οπαδοί του είναι σθεναροί υποστηρικτές του οικονομικού οφέλους που προκύπτει από τη συμμετοχή μας στον συνασπισμό αυτό. Οι λαϊκιστές είναι μεν διατεθειμένοι να ανταλλάξουν την ψήφο με τη διατήρηση κυρίως των οικονομικών τους κεκτημένων (λ.χ. αύξηση της σύνταξης, του μισθού, διατήρηση του εφάπαξ) αλλά όχι με την προστασία των “αξιών”. Αλλά και οι γενικότερες ιδεολογικές ρίζες των αριστερών κομμάτων (κύριων υποστηρικτών αυτής της τάσης) έχουν κατηγορηθεί – και όχι άδικα – για οικονομική εμμονή και οικονομικό ντετερμινισμό. Το ζήτημα εδώ έγκειται στο γεγονός αν η απώλεια μέρους της εθνικής κυριαρχίας (λ.χ. των οικονομικών αποφάσεων) σε μια κοινή νομισματική/πολιτική ένωση είναι πρόβλημα για τους πολίτες ή μήπως για εκείνες τις πολιτικές/οικονομικές ελίτ που θα απολέσουν έτσι τη διαχειριστική κυριαρχία επί του κρατικού ταμείου που χρησιμοποιούν (ή θα χρησιμοποιήσουν) για να ευνοήσουν τον κομματικό μηχανισμό τους και όχι το σύνολο της κοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος δαιμονοποίησης των μνημονίων από ορισμένα κόμματα, καθώς αυτά ουσιαστικά περιορίζουν την ευελιξία εξυπηρέτησης του κομματικού τους μηχανισμού και περιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα συντήρησης και επέκτασης των πελατεακών σχέσεων. Πρέπει εξάλλου να σημειώσουμε ότι μέρος της εθνικής κυριαρχίας το έχουμε παραχωρήσει ήδη με τη συνθήκη του Μάαστριχτ.

Το επόμενο όφελος από τη συμμετοχή μας σε έναν μεγάλο συνασπισμό χωρών, όπως είναι ο ευρωπαϊκός, είναι η εθνική μας ασφάλεια. Η γενικότερη αντίληψη περί σταθερά καθορισμένων συνόρων καταρρίπτεται εύκολα εξετάζοντας περιπτώσεις όπως της Γιουγκοσλαβίας και, σήμερα, της Ουκρανίας, αλλά και μελετώντας τις διαχρονικές δηλώσεις ηγετών από γειτονικές χώρες (από ανατολάς και βόρεια) για γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και δήθεν αλυτρωτισμούς. Επιπλέον, ιδιαίτερα σήμερα που οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, των αναταράξεων στη Μέση Ανατολή και του προσφυγικού προβλήματος γίνονται αισθητές σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ το δημογραφικό πρόβλημα της Ευρώπης μεγαλώνει (οι προβλέψεις δείχνουν ότι οι Ευρωπαίοι θα αποτελούν λιγότερο από 7% του παγκόσμιου πληθυσμού το 2050, από 20% το 1990), πληθαίνουν οι φωνές που μιλούν για περισσότερη Ευρώπη. Πολλοί πλέον υποστηρίζουν ότι η κοινή πολιτική ασφάλειας και υπεράσπισης της ΕΕ πρέπει να αναπτυχθεί περισσότερο, οδηγώντας ακόμη και στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού. Ήδη η δύναμη Frontex, ανεξάρτητο ευρωπαϊκό σώμα της ΕΕ για την ασφάλεια των συνόρων, δρα στο ανατολικό Αιγαίο από το 2008 με στόχο την αντιμετώπιση της παράνομης μεταναστευτικής και προσφυγικής ροής. Η υπηρεσιακή κυβέρνηση μόλις πριν λίγες μέρες εξασφάλισε ευρωπαϊκά κονδύλια εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για την αντιμετώπιση του ίδιου προβλήματος. Ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της ΕΚΤ, δήλωσε πρόσφατα ότι χρειάζεται ένα μεγάλο άλμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ώστε να ολοκληρωθεί η οικονομική και νομισματική ένωση και να επεκταθεί και στην πολιτική ένωση. Πλέον έχει γίνει σαφές ότι μόνο με μία πραγματική νομισματική και δημοσιονομική, κοινωνική, ενεργειακή ένωση, μπορούν να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις.

 

Το τρίτο διακύβευμα είναι: “προτού ψηφίσω πρέπει να σκεφτώ κόμματα και πολιτικούς που είναι διατεθειμένα να συμπλεύσουν με ευρωπαϊκές πολιτικές δεσμεύσεων για την μεσο-μακροπρόθεσμη ευημερία και ασφάλεια μου”. 

 

  1. Τα παραπάνω ασφαλώς σχετίζονται και αλληλεπιδρούν με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας και, ιδιαίτερα, στο πολιτικό σκηνικό. Αν τα βασικά διακυβεύματα έχουν να κάνουν με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και τη θέση της στην παγκοσμιοποιημένη μας γειτονιά, εξίσου βασικό είναι πώς ερμηνεύεται αυτή προοπτική και ποιος μπορεί να εγγυηθεί αυτήν την προοπτική. Ποιος χώρος, ποιο πολιτικό κόμμα, ποιο πολιτικό προσωπικό μπορεί όχι απλά να στρίψει αλλά και να κρατήσει το τιμόνι της χώρας σε τροχιά ευρωπαϊκή, προωθώντας εκείνο το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και εκείνες τις αλλαγές που θα βάλουν τέλος στο ισχυρό αναχρονιστικό οικονομικο-πολιτικό κατεστημένο.

Μέχρι στιγμής δυστυχώς έχουμε δει την πλειοψηφία του πολιτικού φάσματος να αποτελεί καταφύγιο λαϊκιστικών, παρασιτικών, πελατειακών αντιλήψεων. Η πλειοψηφία συμφωνεί μεν στην ευρωπαϊκή προοπτική αλλά ελάχιστοι προτίθενται να αναλάβουν και να προωθήσουν πρωτοβουλίες με θετικό, μεταρρυθμιστικό πρόσημο, από το φόβο του πολιτικού κόστους και των μικροκομματικών συμφερόντων. Αν όμως η απόφαση των Ελλήνων πολιτών είναι η συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας (όπως και φαίνεται μέχρι σήμερα), πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουν και οι ίδιοι ότι αυτή δεν έρχεται χωρίς κόστος. Και δεν αναφερόμαστε τόσο στο, πράγματι βαρύ, οικονομικό και δημοσιονομικό σκέλος αλλά περισσότερο στην κατεστημένη αντίληψη και νοοτροπία μας και τα πολλά κακώς κείμενα των δομών του κράτους. Η προσήλωση στην ευρωπαϊκή προοπτική από μόνη της δεν αρκεί αν δεν της δοθεί το ανάλογο περιεχόμενο. Περιεχόμενο που θα απελευθερώνει εκείνες τις δημιουργικές και παραγωγικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας και θα σπάει τις δομές του παρασιτικού και πελατειακού κράτους που καθιστά την οικονομία μας μη βιώσιμη. Η πρώτη ειλικρινής προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι διαχρονικές παθογένειες της κρατικής και κοινωνικής μας οργάνωσης έγιναν από τις δυνάμεις του υγιειούς δημοκρατικού σοσιαλισμού. Η σημερινή διακομματική συσπείρωση στην πολιτική του μνημονίου, για πρώτη φορά στα έξι χρόνια της κρίσης, πρέπει και επιβάλλεται να δώσει τις απαιτούμενες προοδευτικές λύσεις, βασιζόμενη σε και επεκτείνοντας τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και πέραν των μνημονιακών απαιτήσεων.

 

Το τέταρτο διακύβευμα είναι: “θα ψηφίσω κόμματα και πολιτικούς που είναι ικανά και έχουν τη διάθεση να δώσουν νόημα και περιεχόμενο στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και να προωθήσουν εκείνες τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα εγγυώνται αυτή την προοπτική”.

 

Συνοψίζοντας, θεωρούμε ότι διακύβευμα των νέων εκλογών είναι ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος προσανατολισμός της χώρας μας και η θέση της στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, όπως αυτός διαμορφώνεται στο νέο παγκόσμιο γίγνεσθαι, όπου ακόμη και μεγάλες χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία δυσκολεύονται απομονωμένες να επιβιώσουν. Ο προσανατολισμός αυτός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την υπέρβαση που πρέπει να κάνουμε ως χώρα και ως πολίτες για να ανατρέψουμε κατεστημένες αντιλήψεις και πρακτικές δεκαετιών. Είναι όμως αυτός ο προσανατολισμός που (ακόμα) μας δίνει χώρο και χρόνο για να κάνουμε εμείς αυτά που πρέπει να κάνουμε, αν θέλουμε να ανήκουμε στον πυρήνα των πιο σύγχρονων προοδευτικών κρατών και προηγμένων κοινωνιών. Συνεπώς, ψηφίζουμε κόμματα και πολιτικούς που να μπορούν να φέρουν εις πέρας τις πολιτικές μας προσδοκίες και όχι για να τιμωρήσουμε αυτούς που νομίζουμε ότι είναι υπεύθυνοι για τα δεινά της χώρας.

Φυσικά το αν υπάρχουν και σε ποια έκταση στο υπάρχον πολιτικό σκηνικό εκείνες οι δυνάμεις που μπορούν να αναλάβουν αυτό το έργο αποτελεί ξεχωριστό ερώτημα. Είμαστε πεπεισμένοι όμως ό,τι υγιείς προοδευτικές και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου υπάρχουν στο πολιτικό σύστημα, ακόμη και αν δεν εκπροσωπούνται στη σημερινή Βουλή ή βρίσκονται διάσπαρτες ως ισχνές μειοψηφίες σε διάφορους κομματικούς σχηματισμούς. Εκτιμώντας ότι το πολιτικό σκηνικό παραμένει ρευστό και θα συνεχίσει να είναι και στο άμεσο μέλλον, πιστεύουμε ό,τι σύντομα θα βρουν ξανά την αυθεντική τους έκφραση και στο Κοινοβούλιο. Και πρέπει να παλέψουμε προς αυτή την κατεύθυνση. Γι αυτό ο υπεύθυνος και ενεργός πολίτης προσέρχεται στην κάλπη συνειδητοποιημένος, μακριά από συναισθηματικές εξάρσεις και ιδιοτέλειες, έχοντας διακρίνει και αποφασίσει ότι ψηφίζει ειλικρινείς μεταρρυθμιστικές δυνάμεις για το καλό της χώρας και των συμπολιτών του – και όχι μόνο για το δικό του. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η κρίση δεν είναι ελληνική, παρ’ όλες τις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Είναι παγκόσμια και παγκόσμια θα είναι και η λύση της. Εμείς όμως σκεφτόμενοι τοπικά, με την ψήφο μας, θα βοηθήσουμε ώστε να γίνουμε ένα χρήσιμο κομμάτι στο παγκόσμιο πάζλ;

*«Καταρρέω», 1987, μουσική/στίχοι: Νικόλας Άσιμος