Η κατανάλωση των νοικοκυριών συνιστά βασικό πυλώνα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και μεγέθυνσης του ΑΕΠ της αφού η τελευταία συμμετοχή της στο ΑΕΠ ανέρχεται σε ποσοστό πάνω από 75%. Ως εκ τούτου η στρατηγική που θα εκπονηθεί από πλευράς Πολιτείας αλλά και Επιχειρήσεων είναι απαραίτητο όχι να προκαλέσει φοβικές και κατασταλτικές παρεμβάσεις μείωσής της αλλά αντίθετα να ενισχύσει τους μηχανισμούς μεταστροφής της εσωστρεφούς κατανάλωσης εισαγόμενων ειδών σε προϊόντα κατανάλωσης εγχωρίως παραγόμενα με υψηλή προστιθέμενη αξία και πλεονεκτήματα ικανά να αναμετρηθούν με αντίστοιχά τους στις διεθνείς αγορές.
Με άλλα λόγια ο εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας στην πράξη προϋποθέτει αγαθά και υπηρεσίες με ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που συμμετέχουν επί ίσοις όροις ποιοτικής και τιμολογιακής ανταγωνιστικότητας στο διεθνή καταμερισμό προϊόντων και εργασίας.
Η πορεία της Κατανάλωσης βεβαίως συναρτάται με την γενικότερη εικόνα της διεθνούς οικονομίας αλλά και του επιπέδου μισθών της. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέχρι σήμερα δυναμική της ελληνικής Οικονομίας δεν επιτρέπει , λόγω της ισχνότητάς της , να επανέλθουμε σε συνθήκες απασχόλησης και επίπεδα αμοιβών που προϋπήρχαν της κρίσης. Και απ΄ότι φαίνεται θα πάρει αρκετό χρόνο.
Αν συγκρίνουμε για παράδειγμα την καταναλωτική δαπάνη των ελληνικών και ισπανικών νοικοκυριών, μιας άλλης χώρας του Νότου, θα διαπιστώσουμε τόσο συγκλίσεις όσο και αποκλίσεις. Μία από τις συγκλίσεις είναι ότι μεγάλο μέρος των δαπανών τους προορίζεται σε έξοδα για είδη διατροφής και στέγασης. Μια επίσης από τις αποκλίσεις είναι ότι τα ισπανικά νοικοκυριά έχουν επανέλθει σε επίπεδο δαπανών στα προ κρίσης επίπεδα.
Προφανώς και στις δύο χώρες τυχόν Κυβερνητικές αποφάσεις για αυξήσεις κατώτατου μισθού, μείωση φορολογίας και ΦΠΑ σχετίζονται με την ενδυνάμωση του αγοραστικού διαθέσιμου εισοδήματος αλλά και με το συνολικό επίπεδο κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας.
Στη χώρα μας η μηνιαία δαπάνη Νοικοκυρικών για το 2018 ανήλθε στα 1.441 περίπου ευρώ, μικρή αύξηση της τάξης του 2% σε σχέση με το 2017, ενώ στην Ισπανία στα 2490 ευρώ περίπου που σημαίνει αύξηση 2,34% σε σχέση με το 2017. Στα προ κρίσης επίπεδα η μεν Ελλάδα εμφάνιζε δαπάνη 2120 ευρώ, ενώ η Ισπανία 2648 ευρώ. (Ιnstituto National de Estadistica ,Πρεσβεία Μαδρίτης-Γραφείο ΟΕΥ, Ενημερωτικά σημειώματα).
Όσον αφορά την κατανομή στις τρείς βασικές κατηγορίες αυτής της δαπάνης για μεν τα ελληνικά νοικοκυριά τα είδη διατροφής αντιπροσωπεύουν 20,2%, η στέγαση 14,1% και οι μεταφορές 13%, ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια 10,8% (Πηγή Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία), ενώ αντίστοιχα για τα ισπανικά νοικοκυριά τα τρόφιμα και ποτά 14,4%, η κατοικία, νερό, ηλεκτρισμός, αέριο 30,73%, οι μεταφορές 12,69% και τα ξενοδοχεία, καφενεία, εστιατόρια 9,87%.
Όσον αφορά την μακροοικονομική εξέλιξη των μεγεθών της Οικονομίας μεταξύ των δύο χωρών , έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Με βάση επίσημα στοιχεία του εννεαμήνου 2019 ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κυμάνθηκε στο 1,5% ενώ στο δεύτερο τρίμηνο άγγιξε το 1,9% σε ετήσια βάση.
Οι ακαθάριστες από την άλλη επενδύσεις παγίου κεφαλαίου το δεύτερο τρίμηνο 2019 εμφάνισαν μείωση κατά 5,8%, συγκρινόμενες με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018.
Ενώ στις ίδιες συγκρίσεις τριμήνων οι εξαγωγές βελτιώθηκαν κατά 5,4% ,ταυτόχρονα ωστόσο υπήρξε και αύξηση των εισαγωγών στο 3,9% των αγαθών και στο 2,8% των υπηρεσιών.
Από την άλλη, το Γενικό Συμβούλιο Οικονομολόγων στην Ισπανία επανατοποθετήθηκε σχετικά με το ρυθμό ανάπτυξης της Οικονομίας από το 2,2% στο1,9% για το 2019, αλλά και η Κεντρική Ισπανική Τράπεζα επαναπροσδιόρισε τη στάση της με πρόβλεψη για την Οικονομική ανάπτυξη από το 2,4% στο 2%. Ταυτόσημα με τη χώρα μας οι ευεργετικές επιπτώσεις της ιδιωτικής Κατανάλωσης έχουν σημαντική συνδρομή στην μεγέθυνση του ΑΕΠ.