Τα κρούσματα είναι καθημερινά για να μπορεί κάποιος να τα αγνοήσει ή να τα δικαιολογήσει. Η κυβέρνηση και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούν μια συστηματική κατάληψη του Κράτους. Η κατεύθυνση έχει δοθεί κεντρικά, από την κορυφή διαχέεται προς τα κάτω, αλλά συμπληρώνεται και επαυξάνεται από τη «φυσική» ροπή όλων των κλιμακίων της διοικητικής – κομματικής στελέχωσης ενός οιονεί μαζικού κόμματος να καταλάβει «πόστα» και κέντρα ισχύος. Την όλη επιχείρηση συνδράμουν ευγενώς οι «Καμμένοι», οι οποίοι έχουν ιδιαίτερη πρόσβαση στη δικαστική εξουσία, γεγονός που κάνει ακόμα πιο ανησυχητικό το φαινόμενο.
Εκ πρώτης όψεως, η κατάληψη του κράτους από τον νέο κυβερνητικό-κομματικό φορέα μοιάζει με επανάληψη γνωστών πραγμάτων. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Το κράτος αντιμετωπιζόταν παραδοσιακά σαν λάφυρο και τα κόμματα το «αποίκιζαν» αναλόγως της δύναμής τους σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο. Το έκαναν τα δύο κόμματα εξουσίας της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, το έκανε και η κομμουνιστογενής Αριστερά στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα συνδικάτα και τους δημόσιους οργανισμούς όταν είχε το πάνω χέρι. Ελπίζαμε ότι η «πρώτη φορά Αριστερά» θα άλλαζε συμπεριφορά και θα έφερνε μια νέα υγιέστερη θεσμική κουλούρα; Μόνο αν ήμασταν αιθεροβάμονες ή ανόητοι. Το ζήτημα δεν είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ βελτιώσει τους θεσμούς και τη Διοίκηση, αλλά πόσο θα τους υποβαθμίσει αντιστρέφοντας βήματα προόδου που με κόπο είχαν γίνει. Γιατί είχαν γίνει, όσο ανεπαρκή και αν ήσαν. Πράγματι, όταν από τη δεκαετία του 1990 τα δύο κόμματα εξουσίας αντιλήφθηκαν ότι θα ανταγωνίζονται εντός ενός δικομματικού παιχνιδιού και θα εναλλάσσονται στην εξουσία, άρχισαν να κάνουν βήματα και να λαμβάνουν μέτρα που περιόριζαν τη δυνατότητα ολοσχερούς κατάληψης του Κράτους από την εκάστοτε κυβέρνηση. Σε αυτή την κατεύθυνση πήγαιναν το ΑΣΕΠ, οι Ανεξάρτητες Ρυθμιστικές Αρχές, η μεγαλύτερη ανεξαρτησία της Δικαστικής εξουσίας. Στο εσωτερικό της Δημόσιας Διοίκησης οι αντίπαλες παρατάξεις βρήκαν με τον χρόνο ένα modus vivendi, γεγονός που περιόριζε τον «ρεβανσισμό» μετά τις κυβερνητικές αλλαγές. Η εισαγόμενη εμπειρία από την Ευρωπαϊκή Ένωση ενίσχυε γενικά τις βελτιωτικές τάσεις. Όσα έγιναν ασφαλώς δεν αρκούσαν. Η Ελλάδα έμεινε στις διεθνείς συγκρίσεις μια χώρα με υψηλό βιοτικό επίπεδο και απαράδεκτα αναποτελεσματικό κρατικο-διοικητικό σύστημα.
Αυτό όμως που προδιαγράφεται τώρα είναι μια οπισθοδρόμηση. Σαν να γυρνά η χώρα σε πρακτικές κατάληψης του κράτους και διχασμού μεταξύ δύο αντίπαλων «κόσμων». Των δικών μας και των εχθρών μας. Είναι μάλλον εύκολο να εντοπίσουμε τις αιτίες που ωθούν τον ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή την επιλογή.
Πρόκειται για ένα κόμμα που όπως συνέβαινε στην παραδοσιακή Αριστερά, εμφορείται από βουλησιαρχία, από το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», και επομένως προτάσσει την «πολιτική επιδίωξη» αδιαφορώντας ή καταπατώντας τους κανόνες. Η πολιτική του κουλτούρα είναι έντονα «κρατικιστική» και ο κρατικισμός στην Ελλάδα συμπλέχτηκε σχεδόν πάντα με την πατρωνία και τη διαφθορά. Βρέθηκε στην κυβέρνηση «ξαφνικά», έχοντας περιορισμένο στελεχικό και τεχνοκρατικό προσωπικό. Την ίδια στιγμή, υποχρεώθηκε από τα λάθη του να κάνει μια πολιτική- στρατηγική κωλοτούμπα, γεγονός που το έχει αφήσει χωρίς σαφή ιδεολογικοπολιτική γραμμή και προοπτική. Όλα αυτά μαζί επέτειναν και επιτείνουν την ανασφάλειά του, και μια ανασφαλής κυβέρνηση μαθηματικά οδηγείται σε πολιτικές «κατάληψης του κράτους». Αντί να εμπιστεύεται τους κανόνες και τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, τοποθετεί όσους περισσότερους «δικούς» της μπορεί – εν δυνάμει παντού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να υποβάλει την εντύπωση ότι μέσω της κατάληψης του Κράτους θα γίνει «καθεστώς», ότι θα μακροημερεύσει ως εξουσία, και άρα «όσοι πιστοί προσέλθετε – όσο είναι καιρός γιατί οι θέσεις θα κλείσουν». Η ίδια όμως εντύπωση λανσάρεται και από ανθρώπους εκτός ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και από τους αντιπάλους του, με αναφορά και πάλι το παρελθόν. «Έτσι έκανε και το ΠΑΣΟΚ το ΄81» είναι το επιχείρημα. Κατέλαβε το Κράτος με τους «πρασινοφρουρούς» και το χρησιμοποίησε για να οικοδομήσει ένα συμπαγές πολιτικοκοινωνικό μπλοκ.
Ας υπογραμμίσουμε καταρχάς αυτό το καταθλιπτικό σύμπτωμα των καιρών. ΄Ολο και πιο συχνά, η επίκληση των αρνητικών του παρελθόντος γίνεται για να νομιμοποιηθούν εκφυλιστικά φαινόμενα του παρόντος, σβήνοντας τη μνήμη της αυτοκριτικής, λησμονώντας τα βήματα υπέρβασης που η ελληνική κοινωνία είχε κάνει. Σαν το υποτιθέμενο «νέο» να αντλεί τη δύναμή του από την επανάληψη των αρνητικών του «παλαιού» σε ένα φαύλο κύκλο που δεν λέει να σπάσει.
Πέρα όμως από αυτό, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν, η κατάληψη του Κράτους και η καθεστωτική λογική είναι τα κατάλληλα εργαλεία για να μακροημερεύσει κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το ΠΑΣΟΚ του ΄81, την ίδια περίοδο που καταλάμβανε το Κράτος, μοίραζε χρήματα προς όλη την κοινωνία και δημιουργούσε μέσω της εξάπλωσης των κοινωνικών, συνδικαλιστικών και αυτοδιοικητικών οργανώσεων νέες θέσεις μικροεξουσίας πρωτίστως για τα «δικά του παιδιά», αλλά επωφελούνταν και τα παιδιά των αντιπάλων. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σήμερα αυτή τη δυνατότητα. Η κατάληψη του Κράτους γίνεται σε συνθήκες λιτότητας και ογκούμενης κρίσης εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα. Οι παλιές πρακτικές μπορεί να έχουν διαφορετικά αποτελέσματα. Μια ανοιχτή ή διαρκώς λανθάνουσα άγρια αντιπαράθεση μεταξύ των «μεγάλων συμφερόντων» και ένα επιτεινόμενο συναίσθημα αποκλεισμού ευρύτερων στρωμάτων που δεν θα μπορούν να συμμετέχουν στο «κόλπο». Έτσι, με τα πρώτα δείγματα φθοράς της κυβέρνησης και μείωσης των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, αντί η καθεστωτική λογική να παράγει συναίνεση και κοινωνικά στηρίγματα, μπορεί να προκαλέσει κύματα εχθρότητας. Και ας μην επαφίεται η κυβέρνηση ότι όλα τής επιτρέπονται «γιατί δεν έχει αντίπαλο». Όπως είδαμε, η κρίση φτιάχνει εύκολα αντίπαλο, έτσι άλλωστε έφτιαξε και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Βεβαίως, η πιθανότητα να δείξει ο ΣΥΡΙΖΑ μια πιο ώριμη θεσμική κουλτούρα που θα σέβεται τους κανόνες, τη διαφάνεια και την αξιοκρατία, είναι μάλλον αμελητέα. Ας θυμούνται πάντως τα στελέχη του ότι η κατάληψη του Κράτους και η καθεστωτική λογική, είναι ο σίγουρος δρόμος για τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς είναι καλό για να «ψαρώνει» τους μη αριστερούς, δεν αποτελεί όμως ασπίδα που προστατεύει από το κακό. Όσοι έχουμε ζήσει από μέσα την Αριστερά ξέρουμε ότι και οι αριστεροί είναι άνθρωποι, ότι το «ηθικό πλεονέκτημα» κατασκευάστηκε στις περιόδους της ήττας της Αριστεράς παρά όταν ασκούσε εξουσία, και ότι σε κάθε περίπτωση, είναι καλύτερα να εμπιστεύεσαι τους κανόνες και τη λογοδοσία, παρά ένα ιδεολογικό επιχείρημα. Άλλωστε οι παλαιές γενιές της Αριστεράς της θυσίας έχουν αραιώσει, και οι επόμενες είναι του «κόσμου τούτου» (ευτυχώς από μια μεριά). Και για τις παλαιές όμως περιόδους, το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς βρισκόταν ίσως σε ποιητές όπως ο Μανώλης Αναγνωστάκης, που δεν δίσταζε να γράψει προς διάφορους αποδέκτες «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν».
Θα ήταν ίσως χρήσιμο ο ΣΥΡΙΖΑ να κορνιζάρει στα γραφεία του τον στίχο αυτό. Μπορεί να είναι μια υπόμνηση για αυτοσυγκράτηση της νέας εξουσίας.