Εξετάζοντας την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά τη διεύρυνση 2004/2007, αλλά ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της σημερινής κρίσης, διαπιστώνεται «κόπωση» στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η ενωσιακή διαδικασία μοιάζει να έχει χάσει τη δυναμική της και να συνεχίζεται μόνο από κεκτημένη ταχύτητα.
Τα πράγματα είναι καλύτερα στην Ευρωζώνη, όπου η δημιουργία μηχανισμών διάσωσης και η προώθηση στενότερης συνεργασίας στην οικονομική πολιτική των κρατών-μελών αποτελούν απόλυτη προϋπόθεση για να υπάρξει και να διατηρηθεί το κοινό νόμισμα. Βεβαίως και στην περίπτωση της Ευρωζώνης διαπιστώνεται μεγάλη καθυστέρηση στη δημιουργία των κατάλληλων μηχανισμών, οι οποίοι δυστυχώς δεν είχαν προβλεφθεί, όπως θα έπρεπε, προκειμένου να λειτουργήσει μία νομισματική ένωση.
Η σχετική σταθερότητα που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες οφείλεται κυρίως στη συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υπό την προεδρία του Ντράγκι (απεριόριστη αγορά των ομολόγων των κρατών-μελών σε κρίση), παρά στην εμπιστοσύνη προς τους, υπό κατασκευήν, μηχανισμούς συντονισμού της οικονομικής (κυρίως δημοσιονομικής) πολιτικής των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Γενικότερα, όμως, στο επίπεδο των 27 χωρών-μελών, η Ε.Ε. φαίνεται «να σέρνει τα πόδια της» χωρίς καμία όρεξη και διάθεση να προχωρήσει στη διαδικασία της ολοκλήρωσης, όπως συνέβαινε π.χ. στη δεκαετία του ?80 και του ?90. Χαρακτηριστική αυτής της κατάστασης είναι η δήλωση της κυβέρνησης της Βρετανίας για διενέργεια δημοψηφίσματος με το ερώτημα της παραμονής ή της αποχώρησης της χώρας από την Ε.Ε., έστω και αν αυτό μπορεί να αποτελεί διαπραγματευτική πίεση για να «παγώσει» κάθε ενοποιητική διαδικασία ή/και είναι προεκλογικού τύπου εξαγγελία για εσωτερικούς λόγους.
Ο περισσότερο αψευδής μάρτυρας της «κόπωσης» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι η σχετική απόφαση για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό της επταετίας 2014-2020, όπου πρώτη φορά παρατηρείται μείωση του συνολικού του ύψους. Η απόφαση είναι τόσο απαράδεκτη, ώστε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο βρίσκεται σε μεγάλη δυσκολία να τη δεχθεί, εφόσον δεν ανταποκρίνεται ούτε στις εξαγγελίες ούτε στις ανάγκες της Ε.Ε.
Είναι πραγματικά παράδοξο σε μια περίοδο όπου χρειάζεται, όσο ποτέ άλλοτε, η αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού προκειμένου να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της γενικευμένης ύφεσης και της υψηλής ανεργίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, να αποφασίζεται η μείωσή του. Ετσι, η ακολουθούμενη στην Ευρωπαϊκή Ενωση νομισματική ορθοδοξία, με μικρές παρεκκλίσεις, επιπλέον συνοδεύεται και από δημοσιονομική λιτότητα τόσο από τα κράτη-μέλη όσο και από την Ενωση, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο στις ΗΠΑ.
Ούτε τα «δάκρυα» για την αύξηση της ανεργίας στην Ευρώπη, ούτε η περίφημη ευελιξία της αγοράς εργασίας και η επαγγελματική κατάρτιση των νέων, αρκούν για να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Χρειάζεται μια γενναία πολιτική δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων σ? ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο προκειμένου να ξεκινήσει η αναπτυξιακή διαδικασία και να αυξηθεί η απασχόληση. Για να υπάρξουν όμως δημόσιες επενδύσεις χρειάζονται δημόσιες δαπάνες από τον κοινοτικό και από τους εθνικούς προϋπολογισμούς ή τουλάχιστον ευρωπαϊκά αναπτυξιακά ομόλογα. Ταυτόχρονα, για να παρακινηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις, εκτός από το κατάλληλο περιβάλλον κερδοφορίας (απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων, χαμηλό κόστος εργασίας, άνοιγμα αγορών, ιδιωτικοποιήσεις κ.ά.) χρειάζεται και νομισματική χαλάρωση, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, ώστε να αυξηθεί η ρευστότητα στην οικονομία.
Δυστυχώς, τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Η γερμανικής έμπνευσης «ασθμαίνουσα» πορεία της Ευρώπης συνεχίζεται παρά τις αντιρρήσεις της οικονομικής θεωρίας και τα αντίθετα διδάγματα της ιστορικής εμπειρίας. Ας ελπίσουμε ότι η πορεία αυτή δεν θα οδηγήσει στα βράχια.
Ο ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ είναι καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργού