Δυο συγκλονιστικά γεγονότα πριν από λίγες ημέρες έρχονται να ταράξουν τον πολιτικό και κοινωνικό μας βίο.
Στον πολιτικό βίο, η αντισυνταγματική αυτόφωρη δίωξη του δημοσιογραφικού επιτελείου του «Φιλελεύθερου» με πλήρη κυβερνητική κάλυψη, έρχεται να προστεθεί σε σειρά επεισοδίων και πρακτικής πολιτικής συμπεριφοράς. Δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός αλλά επιβεβαιώνει αυτό που μόνο αφελείς ή καθ’ έξιν εύπιστοι δεν έβλεπαν από την αρχή. Η διολίσθηση προς τον αυταρχισμό, η αργή αλλά σταθερή υπονόμευση των θεσμών του κράτους δικαίου, η διώξεις των αντιφρονούντων, η ολοκληρωτική νοοτροπία και προπαγάνδα δεν είναι «τυχαία» γεγονότα, αλλά αποτελούν μέρος του σχεδίου της «πρώτης φοράς Αριστεράς» και της αριστεροδεξιάς εθνολαϊκιστικής συγκυβέρνησης. Σχέδιο που αποσκοπεί να τεθούν τα πάντα, κυρίως τα ΜΜΕ, υπό τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας τους πιστεύοντας ότι έτσι μπορούν να εδραιωθούν και να αποφύγουν την επερχόμενη εκλογική τους ήττα. Συναφώς, έχοντας προφανή αλλεργία και έλλειψη στοιχειώδους ανεκτικότητας έναντι των αντίθετων και κριτικών απόψεων επιχειρούν να φιμώσουν όλες τις φωνές, να επιβάλλουν σιγή νεκροταφείου. Διότι, χωρίς το νευρικό της σύστημα, τα ΜΜΕ, η φιλελεύθερη Δημοκρατία μαραζώνει, υπονομεύεται εκ των ένδον, σήπεται και πέφτει στα χέρια αυταρχικών και ολοκληρωτικών πολιτικών και κινημάτων.
Ο διεθνής διασυρμός είναι το μικρότερο κακό. Το αυτί των αριστεροδεξιών αυταρχικών ουδόλως ιδρώνει. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι αν αυτές οι ενέργειες βρίσκουν απήχηση στο εσωτερικό. Και είναι βέβαιο ότι βρίσκουν. Οι εσωτερικές αντιδράσεις είναι περιορισμένες. Εκδηλώνονται στις κορυφές, απαξιωμένες, όμως, λόγω της ολοκληρωτικής προπαγάνδας στα μάτια του «αγνού» λαού τον οποίο δήθεν εκπροσωπούν αδίστακτοι και επικίνδυνοι αριστεροδεξιοί λαϊκιστές. Οι δημόσιοι διανοούμενοι της «ριζοσπαστικής Αριστεράς», οργανικοί, ανόργανοι, κομματικοί και μη, «φίλοι» και διάφοροι άλλοι στον πυρήνα ή την περιφέρεια, τηρούν σιωπή. Είναι αμφίβολο αν αυτή είναι αιδήμων. Προφανώς, διότι πάνω από όλα προέχει ο Τελικός Σκοπός για την επίτευξη του οποίου όλα τα μέσα επιτρέπονται. Δεν θα σταματήσουν τώρα μπροστά σε μερικές «ταξικές» ρυθμίσεις και αξίες της «αστικής» δημοκρατίας, όπως η ελευθερία της έκφρασης και οι συναφείς εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Αλλά, ό, τι και να σημαίνει η επαίσχυντη αυτή σιωπή, ο εμφανής στρουθοκαμηλισμός, καθόλου δεν αποκλείει να έρθει κάποια στιγμή και η δική τους η σειρά, όπως γίνεται πάντα, χωρίς εξαίρεση στην ιστορία από τα αριστερά καθεστώτα και τα αριστερά κόμματα. Δοκιμασμένες μέθοδοι. Σίγουρο το αποτέλεσμα. Πρώην σύντροφοι του ΣΥΡΙΖΑ το δοκιμάζουν σήμερα στο πετσί τους. Απορίας άξιο είναι γιατί απορούν ενώ άπαντες, ακόμα και τρομοκράτες, επικαλούνται τους κανόνες του δημοκρατικού πολιτεύματος που θέλουν να καταργήσουν. Ψιλά γράμματα!!.
Και καθόσον δεν πρόκειται να δούμε στο δρόμο τίποτα μαζικές αντιδράσεις για τις συλλήψεις δημοσιογράφων και τις απόπειρες, με πολλά μέσα, φίμωσης της ελευθερίας έκφρασης, απομένει η κάλπη, η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και η σαφής καταδίκη της ολοκληρωτικής Αριστεράς που έχει καταλάβει, με την ψήφο των πολιτών, την εξουσία που της είναι εξαιρετικά δυσάρεστο να την παραδώσει. Φυσικά, δεν θα το αποφύγει. Έτσι είναι οι κανόνες της αστικής Δημοκρατίας. Άλλη δημοκρατία, «μη αστική», δεν υπάρχει. Στον αντίποδα είναι τα διάφορα αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα σε διάφορες μορφές και διαβαθμίσεις. Φαιά ή κόκκινα δεν έχει καμιά σημασία. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Μέχρις ότου οι ιδεοληψίες και οι αναχρονιστικές και επικίνδυνες ιδεολογίες του περασμένοι αιώνα της σημερινής κυβερνώσας νεοκομμουνιστικής Αριστεράς ενταφιαστούν για πάντα στη χώρα μας, όπως αλλού, πράγμα όχι και τόσο ορατό και εύκολο, τότε το μόνο που μας απομένει είναι η επαγρύπνηση, η καταγγελία, η διαρκής κινητοποίηση της εγχώριας κοινής γνώμης, των ευρωπαϊκών θεσμών. Η απειλή του αριστερού αυταρχισμού είναι προ των πυλών, απτή και πραγματική.
Δυστυχώς, στα χρόνια της κρίσης και της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν έγινε δυνατή η συγκρότηση μιας άλλης ελληνικής Αριστεράς, με ισχυρή πολιτική παρουσία, σύγχρονης, μεταρρυθμιστικής, ευρωπαϊκής και πολιτικά φιλελεύθερης, παρά τις προσπάθειες. Η αποτυχία της Ανανεωτικής Αριστεράς είναι ιστορικής σημασίας για τη χώρα. Διότι, Αριστερά χωρίς να πιστεύει στον πολιτικό φιλελευθερισμό και να αποδέχεται το κράτος δικαίου και τους κανόνες του δημοκρατικού πολιτεύματος απλώς είναι η γνώριμη, υπαρκτή, αντι-φιλελεύθερη και επικίνδυνη. Τις συνέπειες τις γνωρίζουμε. Αυτή η καθεστωτική και ολοκληρωτική «ριζοσπαστική» Αριστερά είναι ο καλύτερος τροφοδότης της Ακροδεξιάς. Άλλωστε συγκυβερνά άνετα μαζί της.
Η χώρα έχει σοβαρό πρόβλημα δημοκρατίας, θεσμικής κανονικότητας του κράτους δικαίου. Όταν οι πολίτες παραδίδουν την εξουσία στα χέρια δημαγωγών, τυχοδιωκτών και πολιτικών απατεώνων κάθε αυταρχικής απόχρωσης, αρνούνται την αυτογνωσία και παραδίνουν την ορθή τους κρίση σε λογής-λογής μυθεύματα, εθίζονται στο δηλητήριο του ολοκληρωτισμού.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι Βουλή, πολιτικοί και δημοσιογράφοι χαίρουν μηδαμινής εκτίμησης και θεσμικού σεβασμού σε σχέση με άλλους θεσμούς, όπως οι Ένοπλες δυνάμεις ή η Εκκλησία. Έχει προηγηθεί μακρά περίοδος ολοκληρωτικής προπαγάνδας εναντίον τους. Το δηλητήριο έχει ήδη κάνει τη ζημιά του. Το πολιτικό σώμα έχει παραδοθεί και παραλύσει.
Οι εστίες αντίστασης πρέπει να αντέξουν μέχρι τις κάλπες και οι πολίτες να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς διακυβεύεται. Αποτελεί ευθύνη των δημοκρατικών κομμάτων της αντιπολίτευσης να θέσουν στο εκλογικό σώμα, πέραν των οικονομικών ζητημάτων, τα πολιτικά θέματα ελευθερίας, ευνομίας, ευταξίας και δημοκρατίας που διακυβεύονται. Δεν είναι μόνο η περικοπή των συντάξεων.
Στο πρόσωπο των δημοσιογράφων Θανάση Μαυρίδη, Παναγιώτη Λάμψια και Κατερίνας Γαλανού δεν διώκεται μόνο ο «Φιλελεύθερος» αλλά η ελευθερία του Τύπου. Και δεν αφορά μόνο τους δημοσιογράφους, τους δικαστικούς, τους νομικούς ή τους δημοκρατικούς πολιτικούς. Αφορά όλους τους πολίτες πριν το φάντασμα του αυταρχισμού που πλανάται πάνω από τη χώρα επικαθίσει ως καθεστωτική ραδιενεργός σκόνη στο πολιτικό σώμα. Όσοι εθελοτυφλούν ή θέλουν να αγνοούν τον κίνδυνο θα υποστούν τις συνέπειες.
Στον κοινωνικό βίο, η φριχτό τέλος του Ζακ Κωστόπουλου δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνο μιας κοινωνίας που η Πολιτεία έχει και πάλι εθίσει στην αποδοχή της βίας, έστω «χαμηλού» επιπέδου. Δεν έχει απολύτως καμιά σημασία εάν το πόρισμα της νεκροψίας καταλήγει σε «απροσδιόριστα αίτια θανάτου» κι ότι τα διάσπαρτα σωματικά τραύματα που έφερε ο αδικοχαμένος νέος δεν δικαιολογούν τον θάνατο.
Η περαιτέρω εργαστηριακή διερεύνηση ενδέχεται να δώσει τις απαντήσεις και η αστυνομική έρευνα και η δικαιοσύνη αναμένεται να πράξουν το καθήκον τους για να χυθεί φως στα πραγματικά περιστατικά και να τιμωρηθούν οι ένοχοι. Όμως, αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο η προσφυγή στην αυτοδικία πέρα από κάθε επιτρεπτό νομικό όριο, άκρως δυσανάλογη με την απειλή. Ποιος νοιάζεται για το νόμο !! Είναι η αναλγησία και η απάθεια του περίγυρου, η διάθεση «τιμωρίας» του ανυπεράσπιστου δράστη με άσκηση σωματικής μανιακής βίας, το λιντσάρισμα μέρα μεσημέρι στο κεντρικότερο μέρος της Αθήνας, που προκαλεί απέχθεια και φρίκη. Ανατριχιαστικές, απάνθρωπες εικόνες.
Κι εδώ δεν πρόκειται μόνο για τα αναμενόμενα σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αλλού. Η ζούγκλα και οι «κανόνες» της γνωστή και καθημερινή πραγματικότητα. Ωστόσο, οι μορφές αυτές κοινωνικής βίας επωάστηκαν και πάλι, σε μια κοινωνία ήδη αρκετά βίαιη[i], στην περίοδο της κρίσης. Ανεύθυνοι πολιτικοί της αντιμνημονιακής υστερίας και απάτης ανέχτηκαν, θώπευσαν, υπέθαλψαν και σιγοντάρησαν πολιτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις βίαιης συμπεριφοράς για να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους σκοπούς αλλά και για λόγους ιδεολογικής πεποίθησης. Το «καλά να πάθουν» δεν κυριάρχησε μόνο πολιτικά αλλά και κοινωνικά. Τα άγρια αισθήματα βγήκαν στην επιφάνεια, εκδηλώνονται, επιπλέουν και γίνονται ευρύτερα αποδεκτά ως «κανόνες» κοινωνικής και ατομικής συμπεριφοράς. Τα όρια του νόμου απλώς περιφρονούνται, εφόσον η βία πέραν από την ικανοποίηση κάποιας «εκδίκησης», της χαιρέκακης και σαδιστικής ηδονής μπορεί να αποδώσει κι άλλους καρπούς ως πολιτικό και κοινωνικό εργαλείο χειραγώγησης.
Ο μιθριδατισμός, κοινωνικός και πολιτικός, όπως εκ νέου επισημαίνεται[ii], έχει διαβρώσει τα θεμέλια της ελευθερίας, της κοινωνικής συνοχής και της δημοκρατίας. Ο εθισμός κι εδώ έχει προσλάβει επικίνδυνες διαστάσεις.
Η πολιτική και κοινωνική συμβίωση δεν μπορεί να στηρίζεται στο μίσος και τη βία. Το τίμημα είναι βαρύτατο και καταστροφικό.
[i] Βλ. Δημήτρης Ψυχογιός, Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία, Επίκεντρο, 2013.
[ii] Βλ. Σήφης Πολυμίλης, ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή, 23/9/2018.