Υπάρχει μια διαφορά ανεπαίσθητη πιθανόν στον λόγο, ουσιαστική όμως νοηματικά: Η διαφορά ανάμεσα στο «κήρυξη αρχαιολογικού χώρου» και «κήρυξη χώρου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος».
Στην πρώτη περίπτωση, «κήρυξη αρχαιολογικού χώρου», ακολουθεί η οριοθέτηση ζωνών. Η κατηγορία «Ζώνη Α», σημαίνει ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε παρέμβαση, δόμηση, ή άλλη ενέργεια, διότι ο όρος ορίζεται ως αρχαιολογικός. Υπάρχουν δηλαδή, πέραν πάσης αμφιβολίας, αρχαιολογικά ευρήματα. Στην κήρυξη χώρου ως αρχαιολογικού, υπάρχει και μία δεύτερη κατηγορία: η «Ζώνη Β», μετά κόπων και βασάνων όμως, μεγάλων και ανυπέρβλητων στην συγκεκριμένη περίπτωση, θα μπορούσαν να επιτραπούν ενέργειες υποτυπώδεις, επί παραδείγματι δόμηση.
Τα 300 στρέμματα, τα οποία το ΚΑΣ κήρυξε ως «χώρο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος» κι όχι αρχαιολογικό, δεν εμπίπτουν σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες των «Ζωνών».
Κήρυξη χώρου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, σημαίνει αυξημένη προσοχή και επιτήρηση στη διαδικασία εκσκαφών, που θα κάνει ο επενδυτής στο Ελληνικό. Μια μικρή προσοχή κι εδώ και στη διάκριση (νοηματική) των λέξεων, εκσκαφή και ανασκαφή. Η εκσκαφή είναι χωματουργική εργασία για την αφαίρεση -με την χρήση μεγάλων μηχανημάτων-, μεγάλου όγκου χώματος. Η ανασκαφή είναι επιστημονικός όρος, δηλαδή επιστημονική εργασία, που γίνεται για την αφαίρεση κάτω από το χώμα, ευρημάτων που έχουν ανακαλυφθεί και θεωρούνται πολύτιμα για την άντληση πληροφοριών από το παρελθόν.
Με λίγα λόγια στα 300 στρέμματα, το ΚΑΣ δεν λέει ότι υπάρχουν οπωσδήποτε αρχαία ευρήματα, συνιστά όμως αυξημένη προσοχή και επιτήρηση από ειδικούς, στη διαδικασία εκσκαφών σε συγκεκριμένα σημεία, που πάντως δεν ορίζονται ως ενιαίος χώρος. Δεν απαγορεύει τη δόμηση, δεν υποστηρίζει ότι στα σημεία αυτά θα βρεθούν οπωσδήποτε ευρήματα αρχαιολογικής σημασίας. Ζητά επιτήρηση στη βάση ενδείξεων και σχετικών αρχαιολογικών μελετών, που φυσικά δεν αποτελούν αποδείξεις.
Προφανώς η εταιρεία που έχει αναλάβει την επένδυση στο Ελληνικό, έχει ταλαιπωρηθεί, έχει συναντήσει και στο στάδιο του σχεδιασμού της επένδυσης, τεράστιες δυσκολίες, εξαιτίας της γραφειοκρατίας και των δυσλειτουργιών του Δημοσίου αλλά και αδιανόητων ιδεοληψιών. Βεβαίως και υπάρχει από τους επενδυτές καχυποψία για τις προθέσεις της κυβέρνησης, που είναι απολύτως εύλογη. Το Ελληνικό όμως είναι μια τεράστια επένδυση, είναι μεταξύ των προαπαιτούμενων για τη διαδικασία της τρίτης αξιολόγησης. Πρόκειται για έκταση 6.000 στρεμμάτων που «ακουμπά» σε τρεις όμορους δήμους και η υλοποίηση όλου του επενδυτικού σχεδίου θα αλλάξει την όψη του παραλιακού μετώπου. Είναι επένδυση που πρέπει, επείγει να προχωρήσει κι ακριβώς επειδή είναι τόσο σημαντική για τη χώρα, απαιτεί ψυχραιμία και σοβαρότητα, αλλά από όλες τις πλευρές.
* Το άρθρο είναι ο πρόλογος στην εκπομπή «Αθήνα Σήμερα», του Αθήνα9.84 στις 4/10/2017