Ο φαρσικός επίλογος του πρώην κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώθηκε, αφήνοντας πίσω του επτά πολυδιασπάσεις (ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., ΛΑΕ, Μέρα 25, Πλεύση Ελευθερίας, Κόσμος, Νέα Αριστερά, «κόμμα ή κίνημα Κασσελάκη») και οδηγώντας στην πλήρη πολιτική απαξίωση τη ριζοσπαστική Αριστερά · (αν αυτή υπήρχε ποτέ, εκτός από τη θολή εποχή των «αγανακτισμένων» και του «αντιμνημονίου»). Προφανώς, δεν πρέπει να ομαδοποιεί κανείς τις διαφορετικές στάσεις όλων αυτών των διαδοχικών κινήσεων και αποχωρήσεων σε ένα «μηδενικό άθροισμα» αλλά η κοινή συνισταμένη τους είναι η αρνητική αποτίμηση της κυβερνητικής θητείας του συγκεκριμένου κόμματος από την κοινωνία, η ελλειμματική συνεισφορά του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου στην αντιπολίτευση και η παρακμιακή μετάλλαξή του, ακόμη και στο επίπεδο της κομματικής κουλτούρας. Όσα έγιναν στο Γκάζι, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για το αν ο ακρωτηριασμένος πλέον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να επικαλείται πλέον πειστικά τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Από αυτή τη βδομάδα, ωστόσο, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο πολιτικό σκηνικό. Απ’ ό,τι φαίνεται, η Αριστερά, σε όλες τις εκδοχές της, δεν θα μπορέσει να ανακάμψει γρήγορα και να διαμορφώσει ένα υπολογίσιμο κοινοβουλευτικό μέγεθος, έτσι ώστε να ρυθμίσει τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις. Από καραμπόλα, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ, αναλαμβάνει, τυπικά και ουσιαστικά, το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον οποίο πρέπει να αναβαθμίσει, με αξιόπιστο τρόπο, με κοινοβουλευτικό κύρος αλλά και με κοινωνική εμβέλεια. Η ΝΔ θα επιδιώξει πλέον να κυβερνήσει με μια ασφαλή και «ελεγχόμενη φθορά», χωρίς να έχει συνυπολογίσει, όμως, πως η πολιτική και η οικονομική σταθερότητα που διατυμπανίζει, υπονομεύεται διαρκώς από τις ολιγοπωλιακές και μονοπωλιακές συσσωρεύσεις πλούτου και τη διαρκή φτωχοποίηση των στρωμάτων, που επέλεξαν την «κανονικότητα». Από καραμπόλα, ωστόσο, ο κ. Μητσοτάκης δεν θα έχει απέναντί του έναν εύκολο αντίπαλο υπό διάλυση (ΣΥΡΙΖΑ) αλλά ένα συντεταγμένο κόμμα (ΠΑΣΟΚ), που θα πρέπει να εκφράσει τις νέες κοινωνικές συμμαχίες.
Με άλλα λόγια, το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε πλήρη αναδιάταξη, ιδίως μετά τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στην Αμερική και τις ενδεχόμενες καραμπόλες στην Ευρώπη. Το αντισυστημικό κύμα που χτυπάει την Αμερική και την Ευρώπη, αρχίζει να αποκτά ρίζες και στην Ελλάδα. Η κυρία Λατινοπούλου χορεύει ήδη στους ρυθμούς του Τραμπ, ο τηλεπωλητής κ. Βελόπουλος πανηγυρίζει για τη νίκη απέναντι στο «βαθύ κράτος» των ελίτ στις ΗΠΑ και ο ευσεβιστής κ. Νατσιός είναι ικανοποιημένος με την υπερίσχυση της «αξιοπρέπειας» απέναντι στη woke culture. Ο συνδυασμός του εξαυταρχισμού της πολιτικής κουλτούρας με την «αντιδραστική στροφή» των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων θα φέρνει στον προσκήνιο έναν «οριζόντιο τραμπισμό», που δεν θα αποτελεί μόνο προνομιακό εκφώνημα της Ακροδεξιάς αλλά ίσως συμπαρασύρει και ένα κομμάτι της αντι-συστημικής Αριστεράς. Ας μην ξεχνάμε πως από τη δεκαετία του ‘90 μέχρι σήμερα, τα ακροδεξιά κόμματα έχουν αυξήσει μεσοσταθμικά το εκλογικό ποσοστό τους κατά σχεδόν είκοσι (20) ποσοστιαίες μονάδες, ενώ, ένα μέρος των λαϊκών στρωμάτων φαίνεται να είναι έτοιμο να συμμαχήσει σε οποιοδήποτε σχέδιο για την «εκδίκηση απέναντι στις ελίτ». Οι διολισθήσεις είναι πλέον πιο εύκολες, πιο γρήγορες και πιο εύπλαστες. Ακόμη και το παλιό gay friendly τραγούδι της ντίσκο («Y.M.C.A.») έγινε ο νικητήριος ύμνος του Τραμπ, λόγω των κυριολεκτικών αρκτικόλεξων : Young Men’s Christian Association.[1]
Παρ’ όλα αυτά, η ακροδεξιά και η αντι-συστημική ψήφος παραμένει ακόμη μια ψήφος διαμαρτυρίας, η οποία μπορεί μεν να εκδηλώνεται ιδιωτικά στο παραβάν αλλά ελέγχεται δημόσια, λόγω της αξιακής και ηθικής απο-νομιμοποίησής της. Ειδικά στην Ελλάδα, κανείς δεν θέλει να λέει δημόσια πως ψηφίζει όσους πουλάνε «χειρόγραφα του Ιησού», πως η ιστορία της Ελλάδας έχει δημιουργηθεί με «θαύματα του Κυρίου» και πως η Τουρκία θα καταλάβει την Ελλάδα επειδή υπάρχουν ΛΟΑΤΚΙ πρωταγωνιστές στη διαφήμιση της Pantene.[2] Από την άλλη μεριά, η ακροδεξιά ατζέντα αναδεικνύει ένα νέο αξιακό τρίπτυχο (οικογένεια-έθνος-κράτος), το οποίο υποβαθμίζεται συστηματικά από τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου». Προφανώς τα κόμματα αυτά δεν χρειάζεται να υιοθετήσουν την ίδια ατζέντα αλλά πρέπει να διαμορφώσουν μια άλλη εναλλακτική ατζέντα γύρω από τα ζητήματα δημοκρατίας, κοινωνικής συνοχής και πολιτισμικής συμπερίληψης.
Στον πυρήνα, άλλωστε, όλων αυτών των ιδεολογικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων, βρίσκονται τα μείζονα ερωτήματα των ανισοτήτων : πώς μπορεί να συνδυαστεί η φτηνή εργασία με την παραγωγικότητα, πώς μπορεί η ανάπτυξη να συνοδεύεται από την αναδιανομή του πλούτου και πώς η «ανεκτικότητα» απέναντι στον Άλλο μπορεί να επιβιώσει μέσα σε ένα περιβάλλον εμπόλεμου μίσους ; Αν η Ακροδεξιά του μεσοπολέμου αντλούσε τις δυνάμεις της από τη συμμετοχή των μαζών στη γοητεία του φασισμού, η σύγχρονη Ακροδεξιά ποντάρει στην ιδιώτευση της πολιτικής.[3] Ωστόσο, η νέα σοσιαλδημοκρατία που, ευτυχώς ή δυστυχώς, αναφύεται μέσα στα πολύ-κρισιακά περιβάλλοντα του καιρού μας, δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει να ωριμάσουν και να σκεφτούν «σωστά» οι outsiders. Η πρώτη προτεραιότητά της είναι να αναδιατυπώσει αντεστραμμένο το πρόβλημα της ανισότητας. Το θέμα, δηλαδή, δεν είναι πώς θα «μοιραστεί ο πλούτος» αλλά πώς το «μοίρασμα» είναι η προϋπόθεση για την παραγωγή του πλούτου. Αυτή είναι, άλλωστε, κατ’ ουσίαν η διαφορά της δημοκρατικής Αριστεράς από τη Δεξιά, στην ιστορική διαδρομή της. Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, ο μέγας στοχαστής του σοσιαλισμού και του πολιτικού φιλελευθερισμού, επέμενε πως το να ανήκει κανείς στην Αριστερά σημαίνει εντέλει ότι πιστεύει στην ανάγκη «να γίνουν οι ανισότητες περισσότερο ίσες». Ακούγεται απλό αλλά δεν είναι. Σήμερα, οι ανισότητες διευρύνονται σε εθνικό επίπεδο (ΑΕΠ και χρέη), σε γεωγραφικό επίπεδο (Βοράς / Νότος, Δύση/Ανατολή) σε δια-γενεακό επίπεδο (παλαιότερες/νεότερες γενιές). Καλό θα ήταν αυτές, τουλάχιστον, οι νεότερες γενιές να μη μάθουν να χορεύουν το Y.M.C.A. με τη χορογραφία του Τραμπ.