Ο Κων/νος Καραμανλής (1907 – 1997) εδέσποσε στην μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα και σε μεγάλο χρονικό διάστημα της Μεταπολίτευσης. Αναμφίβολα είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της συντηρητικής εκδοχής του ελληνικού αστισμού, την οποία και μερικές φορές υπερέβη, όταν το θεωρούσε εθνικά ωφέλιμο. Οι σελίδες του βιβλίου των πράξεών του , πολλές και πολλαπλώς αμφιλεγόμενες. Από όσο θυμάμαι ή διάβασα Καραμανλισμός επί Κων/νου Καραμανλή δεν υπήρξε , τουλάχιστον όσον αφορά τις περιόδους ισχύος του. Μιλούσαμε για μια εμπράγματη πολιτική, πτυχές της οποίας διαβάζονταν με αντίρροπες ιστορικές και πολιτικές ερμηνείες.
Η γένεση του Καραμανλισμού δεύτερης γενιάς, χρωστά την εμφάνισή της σε έναν πολιτικό, στενό συγγενή του πρώτου του οποίου η εμπράγματη ασκηθείσα πολιτική στην 5ετία 2004 – 2009 συνοψίζεται στα εξής:
Μπαλώματα στο Ασφαλιστικό από την κ. Πετραλιά, απραξία στο Κυπριακό, ένα βέτο για τα Σκόπια, μια νομοθετική μπαρούφα υπό την επικεφαλίδα «Βασικός Μέτοχος», προγραμματισμοί δημοσιονομικής εξυγίανσης γραμμένοι σε χαρτοπετσέτα, διεύρυνση του πελατειακού – παρασιτισμού του ελληνικού Κρατισμού με προσλήψεις και μονιμοποιήσεις από τον Προκόπη Παυλόπουλο, που υπερβαίνουν κάθε φαντασία. Όταν αντελήφθη τι συνέβη ο μονίμως δύσθυμος Καραμανλής, βιαστικά – βιαστικά απεσύρθη πριν τον προλάβουν οι μέλισσες, που κατέφθαναν.
Τα χρόνια πέρασαν και γύρω από αυτόν τον πρώην Π/Θ, άρχισαν να κατασκευάζονται μύθοι – που ως τέτοιοι, είναι αναπόδεικτοι – που ξεκινούσαν από δολοφονικές συνωμοσίες εναντίον του και καταλήγουν σε τελεολογικές εμφανίσεις Δευτέρας Παρουσίας, όπου ο χαίρων άκρας υγείας Καραμανλής, διαχρονικώς άλαλος, εμφανίζεται πάνω σε άλογο και σώζει με την ρομφαία την δεινοπαθούσα, και εξαιτίας του, χώρα.
Είναι μια από τις συνηθισμένες μπαρούφες, που τα σύνδρομα της ελληνικής πολιτισμικής υπανάπτυξης σε ένα ιδιότυπο μορατόριουμ με συνιστώσες του ελληνικού παρασιτισμού, κατασκεύασαν για να υπάρχει ενώ δεν υπάρχει γιατί δεν μπορεί να υπάρξει. Η αχλύς του μυστηρίου χρειαζόταν έναν γεννήτορα, που θα δανείζονταν έναν σημαντικό όνομα σαν κληρονομικό τίτλο ευγένειας, ένα ευμεγέθες τίποτα, που θα παρέπεμπε σε κάτι ανάμεσα στον Κων/νο Παλαιολόγο και στον Θεόδωρο Λάσκαρι της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και μια προπαγάνδα από στόμα σε στόμα, από γραφίδα σε γραφίδα.
Η συντήρηση του μύθου, προϋποθέτει προσεκτικές συμμαχίες με πολιτικούς αντιπάλους, όπως η σημερινή Κυβέρνηση και στοχευμένες περιρρέουσες αντιπαλότητες με την πολιτική μήτρα, δηλαδή την ΝΔ υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μεσεγγυούχοι όλων αυτών επιλέχθηκαν να είναι ο φοβικός υπουργός – τότε – Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος και ο κολλητός του πρώην δικαστής Μίμης Παπαγγελόπουλος, στους ρόλους του νεώτερου Κ. Τσάτσου, ο οποίος ζεσταίνει την προεδρική καρέκλα ξανά για έναν Καραμανλή και του Σόλωνα Γκίκα, του πρώτου μεταπολιτευτικού ελεγκτή των θεσμών και της δημόσιας τάξης.
Όλα τούτα είναι επικίνδυνες πολιτικές απαιδευσίες, χωρίς κανένα εμπράγματο ή ιδεολογικό ή άλλο υλικό ουσίας, εκτός από το στήσιμο ενός Χορού των Βρυκολάκων. Είναι μια ακέφαλη όψη της ελληνικής παρακμής στην προσπάθειά της να κρατήσει ανέπαφο το πελατειακό Κράτος, με την συμβολική παρουσία του Προκόπη Παυλόπουλου, είναι μια χαμηλής εμβέλειας τοκοφόρος καταπιστευματική αλβανική πυραμίδα, είναι η ευγενής εφεδρεία διαδοχής του όχλου. Αυτά και άλλα τέτοια συναφή είναι ο νέο- Καραμανλισμός, μιας και ως πολιτική διακύβευση ουδέποτε εμφανίστηκε .
Είναι ο Πήτερ Σέλλερς ως κηπουρός Τσάνς στην ταινία «Να είσαι εκεί κ.Τσάνς», όπου από μια κατασκευασμένη σύμπτωση ένας κακομοίρης άνους κηπουρός λέει «θα βρέξει», και τα Χρηματιστήρια καταρρέουν.
Η εμμονή σε μύθους με ατμόσφαιρα Γιάννη Μαρή και σιωπηλούς άπραγους ρολίστες, συνιστά την κατασκευασμένη μεταφυσικότητα της ελληνικής υπανάπτυξης και ενεργοποιείται ως προγραμματισμένο δεκανίκι, ως οχυρό Ρούπελ της καθυστέρησης της ανάπτυξης όταν τα αυταπόδεικτα ψεύδη του εθνολαϊκισμού καταρρέουν. Είναι το κυρίαρχο σύστημα, που χρειάζεται ανύπαρκτα ιδεολογήματα του τίποτα, συντηρούμενα και διακονούμενα άλλοτε από συνειδητούς αγύρτες κι άλλοτε από χρησίμους ηλιθίους.
Ο νεοΚαραμανλισμός κι ότι σημαίνει δεν πρόκειται να πεθάνει γιατί ποτέ δεν έζησε. Αρκεί να το καταλάβουν και οι φορολογούμενοι και οι ρέκτες ανύπαρκτων λατρειών.