Και στο Eurogroup και στη Σύνοδο Κορυφής έγινε σαφές ότι η Γερμανία αλλά και οι άλλες ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν είναι ακόμη έτοιμες για μια συνολική και οριστική λύση του ελληνικού προβλήματος.
Με δημόσιο χρέος το 2013 σχεδόν διπλάσιο του ΑΕΠ, με αθροιστική συρρίκνωση του εθνικού προϊόντος της τάξης του 25% και επιπλέον μέτρα ισχυρής υφεσιακής ροπής, ρεαλιστικό σχέδιο εξόδου από την κρίση δεν υπάρχει. Αυτό το γνωρίζουν όλοι και πρωτίστως οι δανειστές μας.
Οσο για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η συζήτηση που μετ’ εμποδίων διεξάγεται στο Eurogroup είναι πώς και με ποιον τρόπο το χρέος (όπως υπολογίζεται) από 144% του ΑΕΠ θα μειωθεί το 2020 στο 124% του ΑΕΠ, ούτε καν στο 120% που προβλεπόταν… Ετσι αναζητείται ένα «μείγμα παρεμβάσεων» μείωσης του χρέους κατά περίπου 40 δισ. με βάση το σημερινό ΑΕΠ. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, «έχουν βρεθεί» τα 30 δισ. και «ψάχνουν» για τα άλλα 10 δισ. Αυτά όταν, για να καταστεί όντως βιώσιμο το χρέος, σύμφωνα με τα διεθνή στάνταρ -και όχι μόνιμη εστία κρίσεων-, θα έπρεπε να κυμαίνεται στο περίπου 90% του ΑΕΠ, που σημαίνει πρακτικά μείωση του χρέους κατά 100 δισ. περίπου.
Στην πραγματικότητα υιοθετείται πάλι μια «μεταβατική λύση», που δύσκολα πείθει τις αγορές, με ό,τι πρακτικά σημαίνει αυτό για την Ελλάδα (επενδύσεις, όχι σοβαρές αποκρατικοποιήσεις κ.λπ.) και για την Ευρώπη (παράταση αβεβαιότητας κ.λπ.).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το να πάρουμε αυτήν τη στιγμή τη δόση (30+14 δισ.) και να ελαφρυνθεί το χρέος είναι για μας θέμα ζωής ή θανάτου. Οσο αυτό δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε, με βάση τους σημερινούς ευρωπαϊκούς συσχετισμούς, άλλο τόσο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι οι συνήθεις ευρωπαϊκοί συμβιβασμοί, λόγω της έντασης της κρίσης, δεν αρκούν για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα. Το σημερινό ευρωπαϊκό μοντέλο έχει ήδη «εκπνεύσει». Συντηρείται με «μπαλώματα» και «χρονικές καθυστερήσεις».
Στην ουσία αναζητείται ένας νέος τρόπος διακυβέρνησης της Ευρώπης και μια νέα θεσμική ανασυγκρότησή της. Δηλαδή, μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Αυτό έχει κόστος οικονομικό (κάποιος πρέπει να πληρώσει) και απαιτεί επίσης υπέρβαση ορισμένων «εθνικών ταμπού». Εντέλει τα «μπαλώματα», πέραν του ότι ανακυκλώνουν την κρίση, δεν έχουν αθροιστικά πολύ μικρότερο κόστος, ενώ παράλληλα η σημερινή εκκρεμότητα αναπαράγει και πριμοδοτεί τους εθνικισμούς.
Αρα, όταν λέμε ότι η Γερμανία και οι άλλες ισχυρές πλεονασματικές ευρωπαϊκές χώρες είναι ανέτοιμες για μια συνολική λύση του ελληνικού προβλήματος, σε συνδυασμό με την ευρύτερη ευρωπαϊκή κρίση, εννοούμε απλά ότι δεν είναι έτοιμες να πληρώσουν το κόστος της κρίσης. Ενώ κέρδισαν από το ευρώ και την «κρίση» εις βάρος τελικά των ελλειμματικών χωρών του Νότου (ανεξαρτήτως των δικών τους λαθών), δεν είναι έτοιμες για τις αναγκαίες μεταφορές πόρων σ’ ένα νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Το ευρωπαϊκό -και ελληνικό- δίλημμα είναι αν πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στις περιοριστικές πολιτικές, ή οι πλεονασματικές χώρες πρέπει να μεταφέρουν πόρους, επενδύοντας στη συνολική ευρωπαϊκή ανάπτυξη. ’Η, εν πάση περιπτώσει, έναν «γόνιμο συνδυασμό».
Δυστυχώς, η Γερμανία έχει «στυλώσει τα πόδια». Ισως πρέπει να αντιληφθεί ότι η φιλοδοξία της ηγεμονίας μέσω μιας στρατηγικής που θα υπηρετεί την ευρωπαϊκή προοπτική και το ενιαίο νόμισμα, και όχι εθνικές μικροπολιτικές, έχει σοβαρό ανταλλακτικό κόστος…