Το ερώτημα τέθηκε από τις πρώτες ώρες της εκλογικής βραδιάς της Κυριακής 23 Απριλίου. Καταρχάς από τη Le Monde που αναρωτήθηκε αν το συντριπτικά χαμηλό ποσοστό του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γαλλίας (PS) είναι ατύχημα ή γνήσια πολιτική περιθωριοποίηση. Την επόμενη μέρα, οι Financial Times έκαναν λόγο για «γελοιοποίηση» του PS.
H εικόνα του Μπενουά Αμόν ήταν η εικόνα του απόλυτου σοκ έπειτα από μια ήττα για την οποία πολλοί στο εσωτερικό του PS ήταν προετοιμασμένοι, όχι όμως, όπως φαίνεται, και για το μέγεθος της. Στην πολιτική τα συμπεράσματα εν θερμώ είναι, ως επί το πλείστον, επισφαλή και ίσως έχουν δίκιο όσοι εκ των αναλυτών αναμένουν τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου για να ερμηνεύσουν την πορεία του PS.
Oι προεδρικές εκλογές έχουν βέβαια ιδιομορφία, κι η προσωπικότητα ή το χάρισμα των υποψηφίων αποτελεί στοιχείο καθοριστικό για την έκβαση της αναμέτρησης. Ισχύει παντού κι από τον κανόνα αυτόν δεν έδειξε να ξεφεύγει ούτε το γαλλικό εκλογικό σώμα.
Η αλήθεια των αριθμών όμως είναι συντριπτική: στο σύνολο των περίπου 36 εκατομμυρίων ψηφοφόρων που προσήλθαν στις κάλπες, ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού κόμματος άφησε ασυγκίνητους περίπου 34 εκατομμύρια Γάλλους.
Στις αναλύσεις των ημερών έχουν αποδοθεί ήδη ευθύνες στον Φρανσουά Ολάντ. Ο απερχόμενος πρόεδρος επικρίνεται για την απροθυμία να στηρίξει την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική και την απόφαση του να μην επαναδιεκδικήσει -αντιμέτωπος με μια προαναγγελθείσα από τις δημοσκοπήσεις ήττα- μια ακόμα θητεία στο Ελυζέ.
Από την άλλη ήταν κι αυτή η «καταιγίδα» του Εμμανουέλ Μακρόν απέναντι στην αναιμική, πολιτικά και επικοινωνιακά, εικόνα του Μπενουά Αμόν, που έμεινε σχεδόν αβοήθητος από τους συντρόφους του.
Είναι όμως επαρκή και ικανά στοιχεία τα παραπάνω για να ερμηνευτεί η κατάρρευση του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος;
Μια προσεκτική ματιά στο πρόγραμμα που παρουσίασε ο Μπενουά Αμόν, αποκαλύπτει την κρίση ταυτότητας της γαλλικής -πιθανόν και της ευρωπαικής-σοσιαλδημοκρατίας. Η ρητορική και προτάσεις του παραπέμπουν στις προηγούμενες δεκαετίες και φανερώνουν μια επιμονή σε ένα οικονομικό-κοινωνικό μοντέλο που δοκιμάστηκε τα προηγούμενα χρόνια. Ένα μοντέλο που ήταν θετικό ως προς το «δίχτυ ασφαλείας» που παρείχε στους κοινωνικά αδύναμους, αλλά που η στρέβλωση στην εφαρμογή του συνετέλεσε στην κρίση χρέους της Ευρώπης.
Είναι τολμηρό ενδεχομένως ως συμπέρασμα, αλλά η σοσιαλδημοκρατία μοιάζει να αναπολεί το «ένδοξο παρελθόν» της σε ένα πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον εντελώς διαφορετικό. Το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο: η κρίση ταυτότητας οδηγεί σε περιχαράκωση, σε αμυντικά αντανακλαστικά κι εν τέλει, σε πολιτική περιθωριοποίηση.
Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία δεν έχει πάντοτε πολλά κοινά με την ευρωπαική, τα όσα συμβαίνουν στο ΠΑΣΟΚ όμως ερμηνεύονται υπό το ίδιο πρίσμα: αμηχανία, απουσία προετοιμασίας, απροθυμία διατύπωσης ενός νέου διακριτού αφηγήματος, τεχνητή εσωτερική πόλωση, δημιουργία «εχθρών», εκρήξεις αρχηγισμού, διαδικαστικά τερτίπια.
Η πολιτική αυταρέσκεια ενός κόμματος που έχασε μέσα σε οκτώ χρόνια 35 ποσοστιαίες μονάδες από την εκλογική του βάση, είναι όντως εντυπωσιακή, μόνο που εκτός των τειχών της Χαριλάου Τρικούπη υπάρχει ένα τμήμα του εκλογικού σώματος που φωνάζει εδώ και καιρό: κάντε το όπως ο Μακρόν.